Πως θα ήταν η αισθητική ενός album, αν ο δημιουργός κρύβει στα καμώματά του, τα δικά σου μύχια σύμβολα; Η Μεγάλη Ιταλική συνουσία ράβει το μυαλό σου, με κλωστή από τα βαφτιστικά σου ρουχαλάκια, για να κλειδώσει την καθεστηκυία τάξη που το κυβερνά. Είναι τοποθετημένη με ακρίβεια να θωπεύει το υποσυνείδητό, ενώ χαζογελάς, ανήμπορος ν’ αντιδράσεις στο πνεύμα της ιλαρότητας που σου προσφέρει. Ανασταλεί κάθε ικμάδα της κράσης σου, κι εσύ χάσκεις αποσβολωμένος μπροστά στο χοντροκομμένο πανηγύρι του ζοφερού τρόμου που ετόλμησαν.
Στο πρώτο κομμάτι “Legione Occulta” οι ημίθεοι Ιταλοί Abhor ντύνουν με μουσικές νότες έναν εξορκισμό. Άμεση εισαγωγή στο θέμα με ένταση στα riff σε mid-tempo ρυθμό, άτρωτα φωνητικά και organ μεγαλοπρέπεια μέχρι να σκάσει το κουκούλι. Τότε, τα γυναικεία «φωνητικά» (δαιμονισμένη) που υβρίζουν στα Ιταλικά, καθώς και η επιτακτική δυναμική του ιερέα (εξορκιστή) δίνουν την δυνατότητα στον Ulfhedhnir (ή τον Domine Saevum Graven) να διηγηθούν την ιστορία από την πλευρά του βιβλικά Κακού. To heavy πλαίσιο του ρυθμού και τα πλήκτρα δυναμιτίζουν όσα γίνονται στο background, δημιουργώντας μια αγχώδη εσωτερική ένταση που καθώς η διαδικασία προχωρά μετατρέπεται σε μάγκωμα ψυχής και σαγήνη για όσα επιτελούνται. Ο εξορκισμός δημιουργεί μια εμμονή, μέσα στην οποία ενώ δεν θες να δεις- κοιτάς -και τελικά τίποτε δεν αφήνει να σιγάσει το πάθος και η αποστροφή που σε κυριεύουν. Αποταγή! άναψε τα φώτα και σκέψου πόσο θα μας είχε στιγματίσει αν το έγραφαν στα 90’s.. Το “Possession Obsession” συνεχίζει την διήγηση μ’ ένα εξαιρετικό κεντρικό riff. Μπορεί να είναι το «κανονικό» κομμάτι του split, σε δομικό επίπεδο, αλλά χρησιμοποιεί ιδανικά τα κλισέ της occult εκεχειρίας. Κυρίως στο συνδυασμό riff και πλήκτρα που ολοένα και μετατρέπουν τον ρυθμό, καταφέρνοντας να συνεπάρει σταδιακά και τελικά να δυναμιτίζει με τρόπο που σε μαγνητίζει. Το επιστέγασμα της μουσικής των Abhor θα δοθεί μ’ αισθητική ζοφερής αρχοντιάς.
L‘arte Dell‘orrore: Ο άνθρωπος στο εξώφυλλο είναι δαιμονισμένος. Το βλέμμα του είναι χαμένο κάπου μέσα του ψάχνοντας τι βρωμερό στέκει επάνω στην καρδιά του, ενώ το αίμα στάζει από ακαθόριστες πληγές στα λευκά σεντόνια. Το σημείο που οδηγεί στην αρπαγή του νου, είναι η στάση δυσώπησης (επίμονη παράκληση, ικεσία) που μοιάζει να οδηγείται το σώμα, από την ελάχιστη ψυχή που απέμεινε στο κατεχόμενο κουφάρι. Σαν οδική βοήθεια στα κανάλια του υποσυνείδητου, η εικόνα αυτή μας πηγαίνει πίσω σε αφετηριακά οδυνηρά συμβάντα. Στιγμές που έχουμε κρατήσει, όπως ο άρρωστος συγγενής στο κρεββάτι. Οι Ιταλοί χτυπούν με αμόνι την υπόφυση του ποιμνίου, χρησιμοποιώντας το λευκό σεντόνι, την παλιά πρίζα, τον διακόπτη στον πράσινο τοίχο και βέβαια τον εσταυρωμένο (το ότι είναι βαλμένος ανάποδα, χάριν θέματος, δεν αλλάζει τις πλοηγήσεις του υποσυνειδήτου). Το παλαιό σπίτι κουβαλά και άσχημες αναμνήσεις, που κάπως/κάποτε θα γίνουν ολοζώντανές σκηνές σε όσους κρατούν τη θύμηση του κακού.
Οι Abysmal Grief βάζουν τη βελόνα στη τελετουργική νηνεμία και φτιάχνουν το μεγαλύτερο έπος της ιστορίας τους, υπό τον τίτλο “Ministerium Diaboli”, που είναι χωρισμένο σε τρία μέρη. Το πρώτο τρίλεπτο λειτουργεί σαν intro. Περίφημα πλήκτρα και φωνές μιλούν αδιόρατα στο αμφιθέατρο των αποφάσεων και απροσδιόριστα μας οδηγούν στη μυστικιστική φαντασμαγορία, όταν λίγο πριν το τέταρτο λεπτό, η επαναλαμβανόμενη και εύκρατα πένθιμη μελωδία των πλήκτρων αλλάζει ρότα στη διήγηση. Τότε, ο βαρύτονος ξεκινά ν’ απαγγέλει με ύφος γραμματικού, ακατάλυπτα λόγια που μας ταξιδεύουν μεθυστικά δίπλα στη μουσική διάβαση, μέχρι ν’ αφεθούμε μετέωροι στον υπνωτικό λήθαργο που ξυπνά έναν άλλο εαυτό, εαυτό μυστηρίων. Λίγο πριν το ένατο λεπτό αρχινά η doom κατάβαση. Το αργό σουλάτσο με τις heavy κιθάρες έρχεται σαν είδος βαδίσματος και θα μεγαλώσει με φωνές ωσότου βγει σε solo κουμπωμένο στο ύφος, με την απαραίτητη φρενίτιδα εντός των doom τειχών. Το επιστέγασμα της μουσικής των Abysmal Grief θα δοθεί μ’ αισθητική εστέτ παρακμής.
L‘arte Dell‘orrore: Μπαίνεις πάλι στο σπίτι της θείας που δεν είναι πλέον κοντά μας. Έχει σκόνη επάνω στον πλαστικό μουσαμά, αράχνες ντύνουν τα κρύσταλλά στη παλιά σερβάντα. Μα εσύ στέκεις όρθιος και κοιτάς το τραπέζι που καθόσαστε παλιά, θυμάσαι την πορτοκαλάδα στο κακοπλυμένο ποτήρι. Μα το τραπέζι έχει πια εγκαταλειφθεί. Σαν οδική βοήθεια στα κανάλια του υποσυνείδητου, η εικόνα αυτή μας πηγαίνει πίσω σε τυπικές υποχρεώσεις. Στιγμές που όλοι έχουμε ζήσει, όπως ο καταναγκασμός των εθιμοτυπικών επισκέψεων (Και μην ξεχάσεις, τώρα που θα φτάσουμε, να πεις τα χρόνια πολλά στη θεία). Οι Ιταλοί χτυπούν με αμόνι την υπόφυση του ποιμνίου, χρησιμοποιώντας σεμεδάκι σε τραπέζι καθιστικού, δίπλα σε τσίγκινο τασάκι και μαύρη φοντανιέρα. Σαν κερασάκι στη τούρτα μαρτύριο, ο κόρυμβος του τρόμου, το αποκεφαλισμένο παιχνίδι του μακρινού παρελθόντος..
Γυρνώντας ως αντίδωρο το δώρο που μας έκαναν Abhor & Abysmal Grief, πάμε να τιμήσουμε τους προπάτορες αλλά και την ιστορία του Ιταλικού Black Metal. Με πλοηγό τον βαρκάρη με το δρέπανο θα φτάσουμε στην Alessandria του Piedmont, όταν οι δούλοι της μίζερης καταχνιάς τράνταζαν τα μάρμαρα του ψόφου.
Mortuary Drape “Into the Catachthonium”
Κανονικά, θα έπρεπε να έβαζα το “All the Witches Dance” για να βλέπατε το εξώφυλλο στην μεγαλοπρέπειά του. Ωστόσο, το 2002 βγήκε ένα bootleg compilation από την Unisound, με τίτλο που ξεκλειδώνει και υποσυνείδητο τεχνοκράτη. Ακόμα νιώθω θαυμασμό για τη λέξη Catachthonium (ο Τζανετάτος υπέγραψε εδώ, ότι και να ήταν/όπως και να έγιναν τα πράγματα) σε συνδυασμό βέβαια με το απροκάλυπτο πτώμα, τα κεριά και τις πραγματικές εικόνες που είχα (καταπακτή με κόκκαλα και κρανία που είχε/έχει το οστεοφυλάκιο του χωριού μου και ανοίξαμε αρκετές φορές μέσα στα χρόνια).
Στο “Into the Catachthonium” θα βρούμε το ντεμπούτο του ’94 και το Ep του ’92, άρα την βασική δράση των Ιταλών όταν έγραφαν ιστορία στο underground. Το Black Metal των Mortuary Drape οφείλει πολλά σε Venom, Mercyful Fate, το thrash των late 80’s αλλά και τα soundtrack των Ιταλικών θρίλερ. Πέρα από αυτά, είναι βαπτισμένο στον ελληνικό ήχο, όπως αυτός διαμορφώθηκε από Νecromantia, Varathron και Rotting Christ. Το άρτιο κέντημα όλων τα παραπάνω εμφανίζει μια λαμπυρίζουσα προσωπικότητα, που θα ήταν τελικά δίκαιο να θεωρηθεί αυτόνομη. Δομικά το heavy riffing κρατά τα γκέμια στ’ άλογα του occult άρματος. Μελωδικά περάσματα και ουσιαστικά samples χρωματίζουν την πλοκή ενώ η χρήση γυναικείων φωνητικών μας μεταφέρει πέρα μακριά από σκοτεινούς αιώνες στις παρυφές του Άδη. Η ουσία της ομίχλης που πλουμίζουν τα συγκεκριμένα μοτίβα είναι καθοριστική για το μεγαλείο των Ιταλών. Το βασικό χαρακτηριστικό του χθες είναι παρόν. Μια κιθάρα παίζει μπροστά από το ρυθμικό μέρος, δημιουργώντας άδειο «χώρο» (λυπάμαι που ενώ υπήρξε αναβίωση του ελληνικού ήχου, ακόμα δεν το είδα σαν εφαρμογή), παράλληλα αυτό που κάνουν με τα solos είναι αξιοσημείωτο. Γιατί το solo σαν τρόπος παιξίματος είναι πολύ μακριά από το μαυρομεταλλικό ύφος και ήθος (solo=επίδειξη και όχι ουσία) και οι Ιταλοί κατάφεραν περίφημα να το εντάξουν χωρίς να γλασάρουν την πλοκή. Το μπάσο είναι σημείο αναφοράς και δουλεύει πολύ (περισσότερο στο Ep “Into the Drape”) ενώ τα φωνητικά έχουν αυτή τη βαθιά και παχιά άρθρωση που εν μέρη μπουκώνει αλλά τελικά βοηθά το σύνολο να κοντέψει το μνήμα απ’ τον περίβολο. Εκτιμώ, πως το παλαντζάρισμα metal ρυθμός/ατμόσφαιρα δεν αναιρούσε την σκιά τότε, ενώ στο σήμερα έχει σημεία που τα λες και cheesy. Το πάντρεμα αυτό ήταν όμως ο σκοπός, ήθελαν την ενσωμάτωση και είναι καταδεκτικό του τρόπου που έγραφαν. Εδώ έχουμε ιστορία, που αναφέρει τις δύο αυτές κυκλοφορίες στην ομάδα εκείνων που δημιουργούσαν την οπτική. Με λίγα λόγια, έτσι οδηγήθηκε το heavy metal στο σκοτάδι και αργότερα απέκτησε την αυτόνομη δύναμη να σκουρύνει οριστικά. Οι Mortuary Drape είναι ένα σχήμα που στα πρώιμα χρόνια είχε περιβληθεί καπνούς μυστηρίου σχετιζόμενο με αίρεση. Είναι δεκάδες οι φήμες για μέλη πτωμάτων επί σκηνής αλλά και οι εικασίες (κάποιες ήταν αλήθεια, στο μέτρο του επιτρεπτού) για τα Live που έκαναν. Ωστόσο το βασικό μοντέλο κεριά, κουκούλες και απόκρυφα διακριτικά έζησε από το χθές μέχρι και το σήμερα..
official να ‘ν οι ώρες σας.
Ο δεύτερος λόγος που μ’ έκανε να επιλέξω το bootleg αντί για το Full-album είναι οικονομικός. Νισάφι πια με την ακριβή ιστορία του black metal, που είναι ανοιχτή σε μια ακαθόριστη ελίτ, που πληρώνει χρήματα επειδή της είπανε πως πρέπει, ενώ παίζει να μη νιώθει δράμι. Είναι γελοίο να κοστίζει το ντεμπούτο του ’94, σαράντα ευρώ στην ελάχιστη τιμή του discogs, ενώ το συγκεκριμένο bootleg να κάνει στη χειρότερη όσο ένα εισιτήριο σινεμά. Παράλληλα είναι και ζήτημα ευκολίας. Κάθε κυκλοφορία πρέπει να μπορεί να βρεθεί. Τα bootleg σαν αυτό, δεν πωλούνται πλέον στο discogs, αλλά σίγουρα θα τα βρείτε στο μοναστηράκι σε μαγαζιά ή σε κάποια λίστα. Πιστεύω ακράδαντα πως κάθε κυκλοφορία θα πρέπει να μπορεί να βρίσκεται στη κατοχή των οπαδών (και προφανώς δεν έχουν όλοι χρήματα για να βρουν την πρώτη κοπή). Η πρόσβαση είναι προϋπόθεση της αγοράς. Η αγορά είναι συμμετοχή. Η συμμετοχή δημιουργεί αντικείμενα μνήμης.
Αντικείμενα Μνήμης.
Μια κυκλοφορία σε οποιαδήποτε μορφή κι αν αποκτηθεί, είναι ένα αντικείμενο μνήμης. Το υλικό μέρος ενός album καταφέρνει να εσωκλείει συναισθήματα που ταξιδεύουν από το παρελθόν κάθε εαυτού στο εκάστοτε παρόν έκθεσης. Με τον τρόπο αυτό υπάρχει ένα ανοιχτό κανάλι μνήμης και συναισθηματικής προόδου απέναντί στο album. Είναι προφανές πως αυτή η πρόοδος είναι παράλληλα και προσωπική/εσωτερική, που θα πάει ακόμα πιο βαθιά μέσα μας. Ωστόσο, εδώ μας ενδιαφέρει η κυκλοφορία ως διαχρονικό εργαλείο, σε σχέση με το ίδιο το περιεχόμενο. Κάθε εποχή κουβαλά πολλά στοιχεία που την θυμίζουν, όταν το album έρχεται στα χέρια μας και ξεκινά η διαδικασία αναπαραγωγής. Πέρα από τη μουσική και τους στίχους, είναι το artwork και οι φωτογραφίες αλλά και λεπτομέρειες όπως η ποιότητα του χαρτιού και του πλαστικού ή ακόμα και η προχειρότητα ή τα λάθη (όπως για παράδειγμα το tracklist του “Into the Catachthonium”- γιατί μαθαίνεις για τη demo period από τον λάθος τίτλο στο τελευταίο κομμάτι) που ενδεχομένως έχει. Σκοπός του αντικειμένου μνήμης είναι να προκαλέσει «εισβολή του παρελθόντος» σε κάθε εκάστοτε παρόν έκθεσης. Ο σκόπελος αυτής της «εισβολής» είναι η νοσταλγία, γιατί η διαδικασία χρωματίζει άμεσα το σήμερα με την ώχρα του χθες. Αναζητάμε το περιεχόμενο, με το βάθος της συσχέτισης που έχει επιτελέσει η ζύμωση του χρόνου. Κι εδώ η νοσταλγία μπορεί εύκολα να μετασχηματίσει σ’ ένα είδος αυτολύπησης (για το ψυχολογικό παρόν της έκθεσης σε σχέση με το παρελθόν των εκθέσεων). Εκείνο που ενδιαφέρει το νοσταλγό είναι λιγότερο το Παρελθόν από αυτό καθ’ εαυτό το αίσθημα της νοσταλγίας. Αυτό πρέπει να προσπεραστεί, όχι μόνο γιατί σαν ψυχική δρομολόγηση δεν οδηγεί κάπου, αλλά επειδή η «εισβολή του παρελθόντος» είναι παρούσα στο παρόν μέσω ενός αντικειμένου μνήμης. Στόχος δεν είναι η αναβίωση αλλά η εκ νέου κατανόηση του παρελθόντος, με όπλο τη γνώση όσων ήλθαν αργότερα (την εκπαίδευση που έχει πραγματοποιηθεί). Εν τέλη βάση των παραπάνω θα μπορούσε να ειπωθεί πως η έκθεση σε οποιαδήποτε κυκλοφορία του παρελθόντος είναι εν δυνάμει παρόν.
Psicologia Del Miglioramento: Φωτοσκοπούμε τους τριγμούς που επιφέρει η τρομάρα του δαιμονικού στο θυμικό, η πανώλη των δεισιδαιμονιών στη λογική και ο κυνισμός του απευκταίου στο ένστικτο (του ζωντανού που κοιτά ένα πτώμα, γνωρίζοντας πως κάποτε θα πάρει κι αυτός τη θέση του στο μνήμα). Καγχάσαμε ως ανάλγητοι για την πίκρα που μας προσφέρει η γνώση της ζωής και τελικά οδηγηθήκαμε σε συμβιβασμό, αγνοώντας το δεδικασμένο. Ωστόσο, οι μυημένοι στο μυστήριο της μαυρομεταλλικής αισθητικής αλλά και της occult θεματολογίας γενικότερα, έχουν περάσει προ πολλού τον ψυχολογικό φραγμό της αποστροφής μετέχοντας με κέφι στο γλέντι του αποτρόπαιου. Διαθέτουν έναν μηχανισμό στήριξης, ένα φαντασιακό πλαίσιο θέασης που τελικά εκπέμπει ζεστασιά. Μοιάζει σχήμα οξύμωρο αλλά είναι απλά ένα αντισταμινικό ζοφερότητας, μια άχρονη εποχή θρύλων και οιωνών προς την αλλεργία της καλλωπισμένης ρουτίνας του παρφουμαρισμένου τους Τίποτε.
https://ironbonehead.de/frame.htm