NTRVW: Thy Darkened Shade “Typhonian Echoes”

Με αφορμή το τρίτο fulllength των Thy Darkened Shade Liber Lvcifer II: Mahapralaya, ζητήσαμε από τον Semjaza να μας δώσει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το έργο αλλά και τις δικές του αφετηρίες στην καλλιτεχνική και πνευματική ατραπό. Παρακάτω θα βρείτε τις απαντήσεις του σε πέντε κεφάλαια.

Preamble

Με γοήτευε το “I Am the Black Wizards” και οραματιζόμουν να είμαι αυτό που περιγράφουν οι στίχοι. Διάβαζα από πολύ νεαρή ηλικία τις συνεντεύξεις μελών διαφόρων ιστορικών Black Metal σχημάτων. Ήμουν σε τόσο νεαρή ηλικία που ο φόβος απέναντι σε όσα έβλεπα με έσπρωξε να τον εξερευνήσω και να τον αντιμετωπίσω. Η γοητεία που μου ασκούσαν τα όσα έλεγαν σε συνδυασμό με την αφύπνιση που γέννησε μέσα μου η ενοποίηση της σχέσης πνευματισμός-τέχνη-άνθρωπος, δημιούργησε τις συνθήκες που έπρεπε. Ο δρόμος είχε καταδειχθεί από αυτούς για να τον διαβώ. Τους απεικόνιζα στο μυαλό μου σαν πολεμιστές από μια άλλη διάσταση. Σαν πολεμιστές οι οποίοι θέλουν να εναρμονιστούν με το σκοτάδι της προσωπικότητάς τους και να φτάσουν το φως της ψυχής τους, ένιωθα να βρίσκονται σε μια διαδικασία αφύπνισης. Σε εμένα προσωπικά έδειξαν τον δρόμο, παρουσίασαν την ίδια τους τη ζωή συνυφασμένη με αυτόν. Κάποιοι θα την αφιέρωναν σε αυτόν, κάποιοι την αφιέρωσαν σε αυτόν. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράξενο, το ότι είδα και ακολούθησα τον δρόμο αυτό. Η σκέψη μου σε νεαρή ηλικία τον σχημάτισε με όσα συμπεράσματα έβγαλε και είπα θα μπορούσα να τον διαβώ και εγώ, έχω γεννηθεί για αυτόν. Έτσι άρχισα να εξερευνώ αυτό το μονοπάτι. Πρώιμα στην αρχή, ωριμότερα στη συνέχεια με συνείδηση πλέον. Οι Thy Darkened Shade αποκαλύπτουν και εκφράζουν τον ανώτερο μου εαυτό.

Concept Foundation

Πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τις έννοιες σκοτεινό και φωτεινό όσο αναφορά τον τρόπο κατανόησης των Thy Darkened Shade. Σκοτεινό, είναι αυτό που βρίσκεται στο υποσυνείδητο κι εκεί παραμένει σκοτεινό. Αν αυτό εμφανιστεί στο συνειδητό, θα μετασχηματιστεί σε φωτεινό. Το αρχέτυπο που ασχολούμαι σαν ενέργεια είναι αυτό που φέρει το φώς. Είναι ο ορισμός του φωτός, είναι το φως, το αληθινό φως. Για να βιώσει κάποιος το αληθινό φως μέσα του, για να το κατακτήσει πρέπει πρώτα να περάσει από το σκοτάδι. Δε γίνεται να νομίζει πως μπορεί να περάσει στο φως αν πρωτίστως δεν περάσει από το σκοτάδι. Από το ίδιο το σκοτάδι της προσωπικότητας του και μετά από το συλλογικό σκοτάδι. Αν επεκταθούμε στο αρχέτυπο, ο Εωσφόρος-Σατανάς δεν μπορεί να εννοηθεί μέσα από το σκοτάδι ή το φως το καλό και το κακό όπως γνωρίζουμε αυτές τις έννοιες. ΕΙΝΑΙ το φως. EINAI το σκοτάδι. ΕΙΝΑΙ το καλό και το κακό, είναι θεός και μπορεί να είναι τα πάντα. Αρχετυπικά, ήταν στον Παράδεισο και είναι στη Κόλαση, όποτε αυτοί οι όροι έχουν έρθει σε τέτοια ισορροπία που έχει φτάσει την υπέρβασή τους. Αυτή η υπέρβαση της δυαδικότητας, βρίσκεται πέρα από τα όρια της γλώσσας για να την εννοήσουμε. Να σταθούμε όμως στις έννοιες αυτές. Δεν υπάρχει το καλό και το κακό ως έννοιες όπως υιοθετήθηκαν από το δεξιό μονοπάτι, που οδηγεί την ψυχή στην υποδούλωση. Σε ένα ψεύτικο φως, που κρατά τον άνθρωπο δέσμιο, το φως που σε οδηγεί να το προσδοκάς σε στάση ικεσίας. Το φως που ο άνθρωπος δε θα βρει τον εαυτό του αλλά θα γίνει ένα με το συμπαντικό τίποτα. Το αριστερό μονοπάτι από την άλλη και το αρχέτυπο του Εωσφόρου είναι το αληθινό φως και το αληθινό σκοτάδι, είναι η ολότητα. Η τυφλή πίστη των ανθρώπων στη μια εκ των δύο φύσεων του συγκεκριμένου αρχετύπου, έχει πάρει θέση στο υποσυνείδητό τους, κάνοντας μια ανθρώπινη προβολή, βάζοντας την θεότητα σε ένα καλούπι. Αυτό συχνά το βλέπουμε και μέσα στο Black Metal, δεν περιορίζεται στους ανθρώπους που ακολουθούν το δεξί μονοπάτι. Το Black Metal κατ’ εμέ θα έπρεπε να φέρει τον μουσικό και τον ακροατή αντιμέτωπο με τον ανώτερο εαυτό του. Είναι η τέχνη που έφεραν οι έκπτωτοι στη γη, οπότε δεν θα έπρεπε να έχει άλλον σκοπό.

Μέσω του αριστερού δρόμου, καταφέρνεις να γίνεις ο εαυτός σου, καταφέρνεις να απορρίπτεις τις κατασκευασμένες πεποιθήσεις της κοινωνίας, της οικογένειας και της θρησκείας και να γίνεις εσύ. Έπειτα χτίζεις καινούργιες πεποιθήσεις σύμφωνα με τον πραγματικό σου εαυτό. Κατ’ εμέ οτιδήποτε είναι εσωτερικό, περιλαμβάνει και τη θεότητα “As within, so without. As above, so below ”. Στην ατραπό θα εισέλθεις, κρατώντας τη δάδα του Προμηθέα και στο τέλος του δρόμου μπορεί να συναντήσεις τον αληθινό σου εαυτό. Όταν βαδίζεις το μονοπάτι, είσαι το μονοπάτι και αυτό κάνει αντανάκλαση σε εσένα. Αυτό δε σημαίνει πως θα ολοκληρωθεί με ευκολία, το αντίθετο μάλιστα. Μπορεί να γυρίσεις και πάλι πίσω στην αρχή της οδού, ν’ αναθεωρήσεις και τις αναθεωρήσεις σου για εσένα. Ο καθένας θα σωθεί από τον εαυτό του, το πιο βασικό που πρέπει να σταθούμε, είναι η ένωση του καθενός από εμάς με τον ανώτερο εαυτό του και οι τρόποι που θα βρεθούν, για να επιτευχθεί αυτό.

Esthétique

Προσωπικά, ακούω φανατικά όλα τα είδη του metal, όσο φανατικά τα άκουγα όταν ήμουν μικρό παιδί που ξεκινούσα να εξερευνώ αυτή τη μουσική (ίσως και ακόμα παραπάνω). Για εμένα το metal ειναι τέχνη, ορισμένες φορές υψηλή τέχνη. Ένα μουσικό album είναι πολύπλευρο, όταν εκτεθώ σε αυτό θα μελετήσω όλες τις πτυχές του και αν με εκφράζει κάποια θα μπορούσα να εμπνευστώ από αυτήν (ανεξάρτητα αν η μουσική ή το στιχουργικό περιεχόμενο δεν αποτελούν έμπνευση). Το ίδιο θα μπορούσα να προσθέσω, εαν η μουσική είναι συνολικά του γούστου μου αλλά δεν υπάρχει το στιχουργικό επίπεδο που θα ήθελα.

Ωστόσο, μιλώντας για το Black Metal το στιχουργικό κομμάτι είναι πολύ βασικό. Σε όλες τις άλλες πτυχές του metal και της μουσικής γενικά μπορώ να σταθώ σε τομείς που προσφέρουν έμπνευση. Μπορεί να είναι μονάχα ένα τραγούδι, ένα riff, εμπνευσμένοι στίχοι, μια πολύ καλή παραγωγή ή απλά ένα εξώφυλλο. Θα εμπνευστώ από όλα αυτά, δε θα αναιρέσω ένα στοιχείο έμπνευσης επειδή ένας άλλος τομέας δεν με ενθουσιάζει όσο θα ήθελα. Αν πάμε την παρατήρησή μας πίσω στο Black Metal θα έλεγα πως με ενδιαφέρει και παρατηρώ όλους τους τομείς ενός album συνολικά. Είναι η τέχνη που ευδοκιμεί όταν όλες οι πτυχές προσφέρουν κάτι στο σύνολο. Και αυτό γιατί ειδικά στο συγκεκριμένο είδος, υπάρχει η δυνατότητα υψηλής τέχνης που αποδίδεται στους θεούς. Σχετικά με την μουσική κατάρτιση στο Black Metal, ένας δίσκος μπορεί όντως να είναι από τέλεια παιγμένος μέχρι και κακά παιγμένος. Αυτό όμως που έχει την κύρια σημασία είναι η αίσθηση που βγάζει να αγγίζει την ψυχή.

Στο Black Metal θα πρέπει να δούμε το φαινόμενο της μίμησης με αυστηρότητα. Υπάρχουν δεκάδες σχήματα που λειτούργησαν ως έμπνευση και εκατοντάδες νέα που γεννήθηκαν για να τα αντιγράψουν. Ακούγοντας αυτά τα σχήματα, καταλαβαίνεις σχετικά γρήγορα τι κάνουν και πως. Οι κλώνοι δε κάνουν τέχνη, αυτό που κάνουν είναι το ανάποδο από τη Black Metal νοοτροπία, είναι το αντίθετο της διδαχής που λάβαμε ως παράδοση από τους δημιουργούς του. Η παράδοση του Black Metal σχετίζεται με ιδιαίτερη μουσική με αποκρυφιστικό χαρακτήρα και αυτό είναι και η oldschool νοοτροπία. Με λίγα λόγια να προσφέρει ο καθένας κάτι νέο, αυτό δε θα το κάνει αντιγράφοντας ένα άλλο συγκρότημα.

Υπάρχουν πολλά albums που καλούν τον ακροατή να αφιερώσει ένα μέρος του εαυτού του για να τα κατανοήσει. Ένας πραγματικός Black Metal δίσκος θέλει ιεροτελεστία για να ακουστεί. Δε μπορεί κανείς να εισέλθει σε αυτόν με αδιάφορο τρόπο, σαν να κάνει μια απλή πράξη όπως τις περισσότερες απο όσες κάνουμε στη καθημερινότητα. Αν το χειριστεί με τέτοιο τρόπο δε θα μπορέσει να το κατανοήσει και να λάβει το μήνυμά του, διότι προωθεί ένα πολύ μεγαλύτερο μήνυμά από μια απλή πράξη καθημερινότητας. Για τον λόγο αυτό θέλει κάτι περισσότερο από όλους, μια διαφορετική προσέγγιση από ένα κλίκ στο spotify και το youtube.

Το Black Metal ήταν και είναι κινητήριος δύναμη για εμένα. Δεν είναι όμως ίδια η επίπτωσή του προς όλους εμάς. Για κάποιους είναι ένας δρόμος γεμάτος ευλογία, για άλλους γεμάτος δηλητήριο, για εμένα ήταν και τα δύο. Θα επιστρέψω στην ίδια τη θεότητα, που όπως είπαμε εμπεριέχει τόσο την καταστροφή όσο και τη δημιουργία, το δηλητήριο αλλά και την ευλογία. Ας μη ξεχνάμε πως τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του Black Metal, όσοι έπαιξαν αυτή τη μουσική ήταν εξαιρετικά ακραίοι. Είχαν μια καταστρεπτική οπτική και οι περισσότεροι έμειναν εκεί, δηλαδή μέσα στο σκοτάδι τους. Με την πάροδο του χρόνου αυτό άλλαξε, αντί να αντιμετωπίσουν το σκοτάδι και να φτάσουν το φως τους, εγκατέλειψαν παντελώς το μονοπάτι επειδή οι ίδιοι έβλεπαν μόνο την καταστροφική πλευρά του. Αυτό που μας διδάσκει η θεότητα είναι ότι υπήρχαν ισόποσα και οι δύο πλευρές δράσης. Ο δρόμος δε σε οδηγεί από μόνος του, πρέπει να πάρει την ευθύνη ο καθένας από εμάς για να προχωρήσει. Όποιος ακολουθήσει ένα δρόμο σαν αυτόν, θα πρέπει να είναι εκ των προτέρων υπεύθυνος.

Μπορούμε να επεκταθούμε ακόμα περισσότερο. Το Black Metal φέρει τη σκιά της ανθρωπότητας αντιμέτωπη με τον ακροατή. Είναι και η λατρεία της σκιάς που αποκαλύπτεται, το πρόβλημα είναι πως πολλοί από τους μουσικούς το παρεξήγησαν και έγιναν οι ίδιοι μέρος της σκιάς. Παράλληλα μπέρδεψαν την θεότητα και την συνένωσαν μονάχα με τη σκιά. Εαν υπάρξει τέτοια παρερμηνεία μειώνεται η θεότητα ή οποία μπορεί να είναι μέρος της σκιάς αλλά είναι κάτι πολύ παραπάνω από αυτό που μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Οι Thy Darkened Shade αποτελούν ένα δίαυλο εξερεύνησης και αποδοχής της σκιάς, της αντινομικής φύσης του ανθρώπου που τείνει να αγνοεί ή να καταπιέζει, με απώτερο στόχο την ανακάλυψη του αληθινού Εαυτού. Στο δρόμο προς την εξατομίκευση ή αλλιώς τη θέωση, ο άνθρωπος οφείλει να υπερβαίνει τη δυϊκή του φύση, να κατακτά, να συνενώνει και να ξεπερνά τα δύο μέλη της συζυγίας.

cover art by Vamperess Imperium

Liber Lvcifer II: Mahapralaya

Η βασική αιτία για να γράψουμε ένα album είναι να έρθουμε σε ακόμα μεγαλύτερη επαφή με την ενέργεια που προϋπήρχε των πάντων. Ο συνειδητός μουσικός στόχος κατά τη σύνθεση και τη δημιουργία ενός έργου είναι διττός. Θα πρέπει πέρα από το να είναι διαφορετικό ένα έργο από το ο,τι έχουμε προσφέρει στο παρελθόν να έχει και κάποια συνεισφορά προς το Black Metal. Να νιώσω πως επεκτείνω να όριά του, σεβόμενος τις ρίζες του, τους ανθρώπους που έδωσαν τα πάντα για αυτό. Εκείνους που θέλησαν να αλλάξουν το status quo με πράξεις, όχι μόνο με την τέχνη τους. Πολλοί ξεχνάνε ότι κάποιοι έδωσαν τα πάντα για το Black Metal ακόμα και την ζωή τους, το συλλογικό ασυνείδητο όμως δε ξεχνάει ποτέ. Πέρα από την αιτία της έμπνευσης, ο τρόπος που συνθέτουμε είναι πάντοτε ο ίδιος. Μπορεί να συνθέσουμε για ένα split ή ακόμα και ένα demo (δεν αποκλείω να κυκλοφορήσει και κάτι τέτοιο στο μέλλον) δεν έχει σημασία. Οι συνθέσεις θα λάβουν την ίδια προσοχή που έχουν λάβει σε ένα album.

Για το εξώφυλλο του Mahapralaya δεν θα γίνει κάποια περεταίρω ανάλυση. Μέσα στο booklet, κάτω από τους στίχους κάθε κομματιού υπάρχει ένα sigil που το αφορά και είναι πολύ συγκεκριμένο. Οι Thy Darkened Shade χρησιμοποιούν sigils από το ξεκίνημά τους, ο λόγος είναι πως προσωπικά έχω αγαπήσει το Sigil Magic και θεωρώ τον εαυτό μου ένα με αυτή την μέθοδο. Καθένα σύμβολο που βλέπετε στο booklet είναι συνδυασμένο με τις ενέργειες του κάθε κομματιού. Υποσυνείδητα επηρεάζουν τον ακροατή, αυτό που βλέπει και δεν γνωρίζει τι είναι, λειτουργεί σ’ ένα άλλο επίπεδο. Πιο αναλυτικά, είναι ένα τρίπτυχο, ο ακροατής ακούει το κομμάτι, διαβάζει τους στίχους και κοιτάει το sigil. Μπορεί να μην εξάγει άμεσα συμπεράσματα, ωστόσο καθετί που υπάρχει εκεί είναι τροφή για το δικό του υποσυνείδητό και σαν επίγνωση θα είναι διαφορετική από ότι μπορεί να συμπεράνει κάποιος άλλος.

Αν φυσικά είναι ανοιχτός ο άνθρωπος σε αυτή τη διαδικασία και δεν έχει καταπιεστεί από το εγώ του, που είναι μέρος του εγκόσμιου χάους. Αυτή η διαδικασία μπορεί να επιτευχθεί για κάθε κυκλοφορία μας.

Sigil received by S. created by Vamperess Imperium for the OOPF

Cύνοψις

Καθένα από τα τρία fullalbums που έχουμε κυκλοφορήσει αποτελούν μία ενιαία θεματολογική ενότητα και συνετέθησαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Το Eternvs Mos, Nex Ritvs αντικατοπτρίζει την ανέλιξή μου από το 1999 έως το 2010, όποιες συνθέσεις φανερώθηκαν να βρίσκονται πιο κοντά στην πηγή του χάους, αυτές χρησιμοποιήθηκαν στον δίσκο. Ουσιαστικά, η θεματολογία και το πνευματικό υπόβαθρο ήταν η ίδια και στη συνέχεια. Αυτό που άλλαξε είναι πως απο το Liber Lvcifer I: Khem Sedjet και μετά, βρισκόμουν πιο κοντά στον ανώτερο εαυτό μου. Είχα ήδη ανακαλύψει ένα δικό μου μοναδικό ρεύμα για να έρχομαι κοντά στην πηγή του χαους. Ο ανώτερος εαυτός μου, υπαγορεύει την πορεία των Thy Darkened Shade από τη γέννησή τους, ωστόσο παλιότερα δε κατανοούσα την υπόσταση αυτού που με οδηγούσε. Επομένως, θα μπορούσα να πω ότι οι επιλογές των Thy Darkened Shade βρίσκονται στο υποσυνείδητο και καλούμαι να τις ερμηνεύσω συνειδητά, δηλαδή εκπορεύονται από το χάος και προσπαθούν να μεταφραστούν με εγκόσμια μέσα. Αυτό λοιπόν που με ώθησε και θα με ωθεί στις μελλοντικές μου κυκλοφορίες είναι η ενέργεια του χάους, όπως αυτή ερμηνεύεται μέσω εμού. Στο πρακτικό κομμάτι της διαμόρφωσης, αυτή τη στιγμή υπάρχουν έτοιμες προπαραγωγές για πολλά ακόμα albums. Κάποιες έχουν φτάσει σε ένα premix επίπεδο για να προχωρήσουν, αλλά πολλά albums δε θα προχωρήσουν. Κάποιες ιδέες και ολόκληρα τραγούδια σίγουρα θα κυκλοφορήσουν και κάποια θ’ αλλάξουν. Αυτό που είναι σίγουρο, είναι πως οι Thy Darkened Shade για πάντα θα είναι ένας δίαυλος για την εξατομίκευση μας, την ένωση μας με το χάος και τους ανώτερους εαυτούς μας.

Αυτή η δεκαετία θα αυτοκαταστραφεί

Η τελευταία φορά που διατάχθηκα να μιλήσω για τη συνοπτική γεύση που μου άφησε μια δεκαετία στο μουσικό επίπεδο, ήταν στο τέλος των 00’s.
Τότε είχα πει πως αν τα 90’s ήταν η δεκαετία των ιδιωμάτων, τα 00’s ήταν η δεκαετία των συγκροτημάτων.

Δεδομένης της τερατώδους υπερμεγένθυσης της παρουσίας, έκθεσης απόψεων (βλέπε social media) και σε περιπτώσεις ακόμη και ανάσχεσης βηματισμού ιδιωμάτων (βλέπε αντι-Χίτλερμέταλ συσπειρώσεις) από πλευράς του κοινού που ακούει μουσικές, θα έλεγα πως τα 10’s ήταν η δεκαετία των ακροατών.

Δε λέω πως δε βγήκαν δισκάρες. Είμαι σίγουρος πως βγήκαν.

Απλώς, στο μυαλό μου, βουίζει ακόμη ένα χάος από μοιρολόγια, θριαμβολογίες, καλαμπούρια, κακεντρέχειες, σοφές κουβέντες, παλαβομάρες, διαφωτιστικές αναλύσεις αλλά και φρικώδεις παπαρολογίες που διάβασα (από ακροατές, όχι “ειδήμονες” ούτε “μουσικούς δημοσιογράφους”) για τη μουσική, πάρα  η μουσική.

Όταν ξεζαλιστώ, είμαι πολιτιστικά υποχρεωμένος να ξανακούσω τους δίσκους των EUS, Culte Des Ghoules, Ubre Blanca, Khthoniik Cerviiks, MMMD, Απότομη, Pye Corner Audio, DreamLongDead, Hail Conjurer, Οδός 55, Necromantic Worship, Locust Leaves και Spettro Family.
Καλώς εχόντων των πραγμάτων θα τους κατανοήσω πλήρως, γαμωσταυρίζοντας που δεν κατάλαβα τα σπουδαία πράγματα τον καιρό που συνέβαιναν.

Τόλης Γιοβανίτης

Το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό αναφορικά με τα μουσικά 10’s, είναι το πόσο εξαϋλώθηκαν τα προσδιοριστικά χαρακτηριστικά του όρου «underground σκηνή» σε σχέση τουλάχιστον με αυτά που ίσχυαν στα 90’s, όταν μπήκα (όπως φαντάζομαι και οι περισσότεροι από εσάς) στη φάση: η πεποίθηση του τότε, πως «υπάρχει το μεταλλικό mainstream και το extreme underground στο οποίο υπάρχουν άγνωστοι ή ελάχιστα γνωστοί καλλιτέχνες που αξίζουν αλλά για χ λόγους παραμένουν στην αφάνεια και πρέπει ο μουσικογραφιάς ή/και ο ενημερωμένος μουσικόφιλος να τα βγάλει στη φόρα», είχε αρχίσει να διαβρώνεται από τα 00’s, αλλά ήταν τα 10’s με το bandcamp, τα πάμπολλα αναδυόμενα μουσικά blogs και webzines, τα εξειδικευμένα μουσικά youtube κανάλια και τα social media echo chambers του καθενός μας (στα οποία ένα όνομα μπορεί να ανακυκλώνεται ξανά και ξανά ως εποχική πρόταση), αυτά που του έδωσαν τη χαριστική βολή. Πλέον ένα όνομα μπορεί να ακούγεται συνέχεια αλλά (παραδόξως και αναμενόμενα συνάμα) αυτή του η διάδοση να μην συνεπάγεται ανάλογα κέρδη για τον ίδιο τον καλλιτέχνη δυστυχώς , αλλά  από την άλλη ούτε και καλλιτεχνικό συμβιβασμό/«εύκολο» ήχο ευτυχώς, δημιουργώντας έτσι ένα θολό μικρομεσαίο επίπεδο,που υπάρχει ανάμεσα στους παγκοσμίως γνωστούς και τους παγκοσμίως αγνώστους. Πλέον όποιος αξίζει μαθαίνεται και διαδίδεται και όποιος θέλει δισκογραφεί (κι ας μην αξίζει) ακόμα και σε φυσικό format, έστω και βάζοντας λεφτά από την τσέπη του, στη χείριστη των περιπτώσεων.

Σε αυτό το πλαίσιο, η παραδοσιακή δισκοκριτική για μένα καθίσταται άχρηστη, για αυτό και στο blog που διαβάζετε η έμφαση πια δίνεται σε μεγάλο βαθμό στις σκέψεις, τις αισθητικές και διανοητικές προεκτάσεις που γεννά η κάθε κυκλοφορία, το γενικότερο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται σαν δημιούργημα, εν τέλει στη διεύρυνση που προκαλεί (ή στη μαγεία που εμφωλεύει, αν θέλετε) στην οπτική της πραγματικότητας που βιώνουμε υποκειμενικά. Είναι κάτι που εκτιμούσα και στην έντυπη στήλη Underground Kommandoz του Metal Hammer για όσο συνείσφερα (όπως και οι άλλοι 3 συντελεστές του NDRGRND KMMNDZ) και κάτι το οποίο συνεχίζει να εξελίσσεται ως άποψη και ύφος και εδώ πια.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό της μουσικής δεκαετίας που μου έρχεται συνειρμικά αφορά όχι τόσο την περίφημη έξαρση παραγωγής εγχώριων κυκλοφοριών (η οποία αδιαμφισβήτητα υπήρξε), όσο την αναπαραγωγή της ίδιας της ρητορικής περί «σκηνής που βγάζει δισκάρες και δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από το εξωτερικό», η οποία κατέληξε να έχει τόσο το χαρακτήρα ενός mantra αυτοεπιβεβαίωσης μεταξύ φίλων και γνωστών, όσο και ενός mantra μιας ενστικτώδους αντίδρασης ενός κλάδου με πολλές προεκτάσεις που (με το δίκιο του εν μέρει) έπρεπε κάπως να κρατηθεί εν μέσω ύφεσης, ακόμα και για albums που αποτελούσαν απλά επαρκείς ασκήσεις ύφους. Κανένα θέμα πάντως, καθώς ο καλός όπως προείπαμε, ελέω ψηφιακής εποχής και διαδίδεται και εν τέλει παραμένει στη συνείδηση του κόσμου εφόσον το αξίζει και εφόσον αγγίξει όντως ευαίσθητες πτυχές του δυνητικού κοινού του. Πέραν αυτών, προφανώς και υπήρξαν σπουδαίες κυκλοφορίες, συλλογικές ηχητικές τάσεις (όπως η αναβίωση του 90’s ελληνικού black metal ήχου και η πληθώρα ελληνόφωνων hardcore/crust/synth punk κυκλοφοριών, για να αναφέρω δύο ενδεικτικές) αλλά ευτυχώς  και περιπτώσεις ποιοτικότατων αποκλινόντων υφολογικά κυκλοφοριών, που αρνήθηκαν να μπουν σε κουτάκια, ακολουθώντας το δικό τους μονοπάτι.

Θα θυμάμαι επίσης την όλη 80’s νοσταλγική μέθη, παρούσα σε ολόκληρες μουσικές σκηνές και άλλους καλλιτεχνικούς χώρους. Θα θυμάμαι το ότι στη γενικότερη φάση μας αυτή τη δεκαετία μεγάλο επιδραστικό ρόλο έπαιξαν εν τέλει μεμονωμένοι γάλλοι καλλιτέχνες (ο Neige στο blackgaze, ο Hasjarl σε τεράστιο μέρος του black και death metal κόσμου, οι Perturbator/Carpenter Brut ως οι εκπρόσωποι του synthwave που «έπιασαν» τους μαλλιάδες). Θα θυμάμαι πως οι Slayer (ή οι Slipknot, ή οι Pantera, το πιάνετε το νόημα) αυτής της δεκαετίας ήταν οι Death Grips, μια μη κιθαριστική μπάντα. Θα θυμάμαι πως παράλληλα με τον «κοσμοπολιτισμό» και τις (συχνά ουσιώδεις) αποδομητικές τάσεις του post black metal/blackgaze υπήρξε και μια έξαρση από μαυρομεταλλικές κολεκτίβες (Black Twilight Circle/Crepusculo Negro-από τα τέλη των 00’s, Rhinocervs, Haeresis Noviomagi, Vrasublat, η ισλανδική σκηνή, οι πιο επιφανείς εξ αυτών) οι οποίες έχοντας πιο θεμελιώδεις μαυρομεταλλικούς εκφραστικούς πυλώνες κυκλοφόρησαν από αξιόλογα έως σπουδαία πράγματα. Θα θυμάμαι το live των αδικοχαμένων The Devil’s Blood στο Κύτταρο και την όλη-κουλή-προσέγγιση των Ψ.Χ για την «κυκλοφορία» του compilation album τους και κατ’ επέκταση το σχετικό θέμα που κάναμε στο έντυπο. Ελπίζω να ξεχάσω το σήριαλ των Batushka και όλα τα παρελκόμενα του, καθώς και την τοξικότητα και τα εκάστοτε εγωκεντρικά σεντόνια «διαλόγων» στα social media, με αφορμή (και) τη μουσική.

Προσωπικά highlights (full lengths/ένα album ανά καλλιτέχνη/σειρά ανά έτος κυκλοφορίας):

Alcest “Ecailles De Lune” (2010)

Deathspell Omega “Paracletus” (2010)

Murmuure “Murmuure” (2010)

Negative Plane “Stained Glass Revelations” (2011)

The Devil’s Blood “The Thousandfold Epicentre” (2011)

This Is Past “Μισανθρωπία” (2011)

Vatican Shadow “Kneel Before Religious Icons” (2011)

Death Grips “The Money Store” (2012)

Dephosphorous “Night Sky Transform” (2012)

Mgla “With Hearts Toward None” (2012)

Revenge “Scum.Collapse.Eradication” (2012)

Swans “The Seer” (2012)

Atlantean Kodex “The White Goddess” (2013)

Beastmilk “Climax” (2013)

Zemial “NYKTA” (2013)

Goat “Commune” (2014)

Perturbator “Dangerous Days” (2014)

Spectral Lore “III” (2014)

Volahn “Aq’Ab’Al” (2014)

Dodheimsgard “A Umbra Omega” (2015)

Macabre Omen “Gods Of War-At War” (2015)

Obsequiae “Aria Of Vernal Tombs” (2015)

Agatus “The Eternalist” (2016)

Οδός 55 “Οδός 55” (2016)

Converge “The Dusk In Us” (2017)

Locust Leaves “A Subtler Kind Of Light” (2017)

Daughters “You Won’t Get What You Want” (2018)

Lingua Ignota “Caligula” (2019)

Liturgy “H.A.Q.Q.” (2019)

Tool “Fear Inoculum” (2019)

Δημήτρης Σκούρας

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 10sstrip-1.jpg

Αν κάνουμε ένα παραλληλισμό του Black Metal με τον συμβατικό άνθρωπο, θα πούμε πως βαπτίστηκε το 1982 (Venom “Black Metal”) οπότε πλέον κοντεύει τα σαράντα. Αυτό σημαίνει πως η δεκαετία που μας πέρασε ήταν τα δημιουργικά του χρόνια (30-40 ετών). Η αριθμητική επιβεβαιώνει αυτή τη συλλογιστική. Τα 10’s τελειώνουν και οι κυκλοφορίες που αφορούν το Black Metal είναι περί τις 90.000 (μαζί με τις επανεκδόσεις). Για τους λάτρεις των αριθμών, τα 00’s είχαν 45.000 κυκλοφορίες, τα 90’s 14.000 και τα 80’s χίλιες (πηγή discogs, σε στρογγυλοποίηση). Ο πακτωλός κυκλοφοριών ήταν το Γεγονός των 10’s. Για να γίνει κατανοητό, 90.000 κυκλοφορίες είχε το Techno στα 90’s και δε νομίζω να έχει το black metal στα 10’s αντίστοιχο ακροατήριο. Ίσως λοιπόν, φτάσαμε στο σημείο που οι κυκλοφορίες είναι δυσανάλογες του κοινού, συνεπώς όχι μόνο να καταναλωθούν δε μπορούν αλλά ούτε και ν’ αφομοιωθούν. Αν στα 00’s έκανε Project ένας στους δυο ακροατές, στα 10’s κάνατε όλοι εκτός από μένα. Ωστόσο, εδώ θα πρέπει να ειπωθεί και το βασικό συμπέρασμα των 10’s: στην ουσία δεν έχουμε και ούτε θ’ αποκτήσουμε πραγματική εικόνα όσων έγιναν σ’ αυτή τη δεκαετία. Προσωπικά, έχω τσεκάρει λίγο έως πολύ το 6% (δηλαδή τρίχες) των κυκλοφοριών της, το οποίο σημαίνει κάπου στις 5 χιλιάδες δουλειές που αφορούν το Black Metal. Αν θέλετε τη γνώμη μου, αυτός είναι ένας υπερβολικός βαθμός έκθεσης. Ωστόσο, πράγματι, αν θες μπορείς ν’ ακούς κάθε μέρα μια νέα κυκλοφορία με ικανοποιητικό περιεχόμενο (χωρίς να σε πιάνει ψυχικό τσιρλιό δηλαδή). Αυτό, φανερώνει την έξαρση που υπάρχει στη συγκεκριμένη σκηνή, αλλά διαμορφώνει μια περίεργη συνθήκη για όποιον την παρακολουθεί με αυτό τον τρόπο, που θα μπορούσε να περιγραφεί ως «έκθλιψη» συναισθημάτων. Είναι σα να προσπαθείς να φέρεις την αισθητική απόλαυση σ’ ένα είδος συνεχούς «μέθεξης», κι αυτό είναι πιθανότερο να σε κάνει αχόρταγο συλλέκτη από κεκτημένη ταχύτητα ή να σε κουράσει και να εγκαταλείψεις, παρά να σε οδηγήσει σε νοητική/ψυχική «πρόοδο» μέσω της τέχνης.

Συνεχίζοντας τον παραλληλισμό με τον συμβατικό άνθρωπο, τo Black Metal των 00’s είχε ως σκοπό να επεκτείνει τις γνώσεις του, όπως ο συμβατικός άνθρωπος λέμε ότι σπουδάζει, δουλεύει, ταξιδεύει (20-30 ετών). Αυτό έγινε μπασταρδεύοντας το βασικό μοντέλο, χωρίς να περιοριστεί αποκλειστικά σε metal επιρροές. Έγιναν απαίσια κράματα (για κλάματα), ωστόσο υπήρξαν και αξιοσημείωτα δείγματα, οπότε μπορεί να ειπωθεί πως ο σκοπός επετεύχθη (ούτως ή άλλως η συζήτηση true/untrue θα εκκρεμεί για πάντα, σαν φιλολογικό θέμα ανάμεσα στους θιασώτες). Το Black Metal στα 10’s θέλησε να μεταφέρει τον «πυρήνα του Είδους» σε άλλα ακροατήρια, πράγμα που κατόρθωσε με “viral” ευκολία. Αυτό το γεγονός πίεσε τους θερμόαιμους οπαδούς (αυτούς που πάνε στο πέταλο) να βυθιστούν σε νέα τάρταρα και να προκαλέσουν εκ νέου με το παίξιμο και την αισθητική τους. Κατά συνέπεια, το Black metal έζησε, ίσως και να θριάμβευσε στα 10’s, γιατί κατάφερε να φτάσει από ακροατές που το αγνοούσαν (ή δεν τους έκανε στη satanic version) ως και σε pop αυτιά.

Ιστορικά, όταν η μουσική έμπνευση στερούσε, το Black Metal ανέπνευσε από την αισθητική του, αλλά είμαστε πλέον στα 10’s. Κι εδώ η αισθητική των κυκλοφοριών έδρασε πάνω-κάτω σε ήδη δημιουργημένες σχολές νοοτροπίας/μανιέρες. Δυστυχώς, τα εξώφυλλα και οι φωτογραφίες των 10’s έχουν φασόν νοοτροπία, καταλήγοντας τα περισσότερα album να είναι κατασκευασμένα «προϊόντα» από ένα καλούπι που γνωρίζεις πολύ καλά. Συμπερασματικά, το συνολικό πακέτο των 10’s έχει την αισθητική προϊόντος μαζικής παραγωγής, κάτι για όλους που να πηγαίνει σε όλους, σε στυλ πολυκαταστημάτων ένδυσης. Κατά συνέπεια, διακατέχεται από έλλειψη χαρακτήρα. Φυσικά, υπάρχουν εξαιρέσεις και album με δουλεμένη αισθητική άποψη, αλλά είναι πλέον μειοψηφία. Συνολικά όμως, την τελευταία 20ετία δεν είχαμε την αισθητική άποψη των 80’s και 90’s (όσο κι αν το γήπεδο φωνάξει “OK boomer”). Μουσικά στα 10’s είχαμε εκατοντάδες ικανοποιητικά album, δεν ήταν τελικά δύσκολο να μάθει το ποίμνιο να παίζει, δημιουργώντας αυτό που λέμε καλό album-άκι που θα πάρει βαθμό 7 άντε 8. Στην όχθη των αξιοσημείωτων, βάση αριθμών και μόνο, αυτή η δεκαετία κερδίζει έδαφος λόγω ποσότητας (στις 90.000 κυκλοφορίες έχεις περισσότερα 7αρό8άρια από τις άλλες δεκαετίες). Ωστόσο, δεν είχαμε «μνημεία», αυτά τα album που θα μπορέσουν κάτω από προϋποθέσεις να γίνουν iconic φλάμπουρα στο μέλλον (λείπει όμως η απόδειξη, γιατί πρέπει να περάσουν χρόνια για δούμε τι θα μείνει πραγματικά από αυτή τη δεκαετία).

Αν το Black Metal είναι ένας συμβατικός άνθρωπος, κοντεύει πλέον τα 40. Οπότε στα 20’s θα πάρει λογικά τον δρόμο της ωρίμανσης. Αυτό όμως το συμπέρασμα βγαίνει μονάχα στον δικό μου, ονειρικό παραλληλισμό, ενός μουσικού Είδους με τον άνθρωπο των καιρών μας. Οπότε θα το σταματήσω εδώ, μιας και δεν υπάρχει λόγος να κάνω λογικά άλματα για να πιάσω τον υποτιθέμενο σφυγμό του μέλλοντος. Θα πρέπει όμως να σημειώσω πως από την ακραία τέχνη ζητάς να σε οδηγεί σε σημεία που δε σου επιτρέπει ο ψυχισμός και η ηθική σου να πας, γιατί κατάλαβες ή ένιωσες πως πρόοδος είναι η ανηλεής επαναξιολόγηση ιδεών και συναισθημάτων. Είναι προφανές πως ζητάμε τις ιδέες/εικόνες εκείνες που κολυμπούν ανερμάτιστα στο υποσυνείδητό μας και δεν έχουμε επικοινωνία μαζί τους. Η δουλεία του extreme καλλιτέχνη είναι να τις ξεκλειδώσει και να μας φέρει αντιμέτωπους με αυτές.

Υπήρξε όμως κι ένα βασικό πρόβλημα στα 10’s και είμαστε εμείς, οι ακροατές. Ξεκάθαρα, ακούει καθένας τα δικά του σχήματα και βγάζω πρώτα τον εαυτό μου στον τάκο. Δεν υπάρχει θεραπεία, γιατί η αιτία του προβλήματος είναι το Γεγονός της δεκαετίας: με τόσες χιλιάδες κυκλοφορίες έχουμε την άνεση να κινηθούμε σε όλες τις χώρες του κόσμου και είναι πρακτικά αδύνατο να υπάρξει χρόνος και ανοιχτό μυαλό ν’ αφουγκραστούμε τ’ underground «διαμαντάκια» ενός άλλου ακροατή. Σε δεύτερο πλάνο, η ποσότητα δημιουργεί επιδερμική επαφή με κάθε album. Η έλλειψη μελέτης κάνει την ακρόαση ένα μουσικό χαλί για άλλες δραστηριότητες, δίχως περαιτέρω εμβάθυνση στο περιεχόμενο. Παροδικά καθιστά τον ακροατή επιφανειακό, γιατί δεν μελετά τους στίχους και τα σύμβολα του booklet περνούν από τα μάτια του σαν φευγαλέες εικόνες. Ωστόσο, στην υπερβολική κατανάλωση και τις μεγάλες ποσότητες υπάρχουν και θετικά σημεία. Είναι πολύ σπουδαίο που η μουσική βιομηχανία πέθανε ή αργοπεθαίνει και όποιος θέλει να εκφραστεί παίζοντας μουσική, έχει πλέον τα εργαλεία να το κάνει ελευθέρα κυκλοφορώντας έναν ολοκληρωμένο δίσκο. Παράλληλα, οι ποσότητες δημιουργούν την απαραίτητη δεξαμενή μέσα από την οποία θ’ αναλύσεις, συγκρίνεις και τελικά συμπεράνεις την πρόοδο της τέχνης που σε βοηθά να εξελιχθείς.

Πάνος Κουργιούνης

Διαβάζοντας το κείμενο του Τόλη έψαξα κι εγώ να βρω τι είχα γράψει στο Metal Hammer για τα 00’s: τα είχα βιώσει σαν το after-party των 90’s. Μία δεκαετία μετά, για μένα τα 10’s είναι το hangover που ακολούθησε the morning after.

Η οχλαγωγία των social media και ο τεράστιος όγκος πληροφορίας με έκανε συχνά να crash-άρω,  γενικά αλλά και ειδικά σαν ακροατής. Έτσι πλέον, ανά τακτά διαστήματα τραβάω καλώδιο, κόβοντας επιλεκτικά τον ρου της πληροφορίας.

Αυτό βέβαια με έκανε να χάσω επεισόδια (λχ. το Ισλανδικό black metal – παραδόξως αφού λατρεύω την χώρα, ειδικά μετά το ταξίδι που έκανα το 2010), οπότε δεν είμαι σε θέση να προτείνω κάποια μακροκοσμική ανάλυση σαν αυτή του Δημήτρη ή του Πάνου. Αντ’αυτής, ορίστε μερικές σκόρπιες αναμνήσεις και σκέψεις έτσι όπως ξεπροβάλλουν μέσα από την ομίχλη.

Σαν ακροατής, το σημείο αναφοράς που κρατάω σαν εκκίνηση των 10’s είναι το Nuclear War Now! Fest Volume IΙ, το οποίο έλαβε μέρος στο Βερολίνο την Παρασκευή 19 και το Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010. Ήταν ένα υπέροχο τριήμερο το οποίο χάρισα στον εαυτό μου με πρόφαση την θριαμβευτική εμφάνιση των Dead Congregation. Πέρα όμως από το live κομμάτι, αυτό που μου έμεινε είναι κάποια από τα παράπλευρα πράγματα που ανακάλυψα επί τόπου ή/και που ζυμωνόντουσαν ταυτόχρονα. Όπως η Pan Records, η εξαιρετική πειραματική δισκογραφική εταιρία που είχε ήδη ξεκινήσει από το 2008 ο φίλτατος Βασίλης Κουλιγάς (πρώην Family Battle Snake), με τον οποίο παρακολούθησα το φεστιβάλ. Εκεί ανακάλυψα τους Akitsa αγοράζοντας το βινύλιο του “Au crépuscule de l’espérance” (2010) (και το οποίο ποτέ δεν ήρθε στα χέρια μου – Βασίλη κάνε την καλή κάποια στιγμή!) και την σκηνή του Black Twilight

Ένας άλλος φίλος που με οδήγησε σε νέα μουσικά μονοπάτια είναι ο Μανώλης Παππάς (τσεκάρετε το blog του sonic death monkey και το Corrupted Delights στο οποίο συμμετέχει). Χάρη στα hints του, επένδυσα ένα μέρος του προϋπολογισμού μου σε αξιοσυλλέξιμα πειραματικά/ noise/ ηλεκτρονικά βινύλια και κασέτες. Toυ δίνω credit για σύγχρονα ακούσματα που όχι μόνο έγιναν αγαπημένα αλλά κι ερέθισαν την φαντασία μου με την αισθητική τους: Rainforest Spiritual Enslavement, Vatican Shadow, Ron Morelli, Alberich, Ben Frost, Cut Hands, Demdike Stare, Pye Corner Audio, κλπ.

Όσον αφορά τον άνωθι κύριο, ο κύκλος έκλεισε πρόσφατα όταν άρχισε να ενεργοποιείται στην δισκογραφία με το άριστο εκλεκτικό label Coherent States. Η τελευταία τους κυκλοφορία  για την οποία και χρωστάω RKRD KLLKTR, το αξιοσυλλέξιμο (red inner sleeves FTW!) “Sofia Says” LP της ερωτεύσιμης Γαλλίδας Gaël Segalen,  αποτελεί μέρος ενός ικανοποιητικάτου συνόλου ποικίλων κυκλοφορίων οι οποίες κλείνουν κατάλληλα την (ημερολογιακή τουλάχιστον) δεκαετία.

Αφού όντως αισθάνομαι μία πληρότητα με κάποιες πολυ καλές κυκλοφορίες, κυρίως από καινούριες μπάντες, που για μένα αφήνουν μία νέα ελπίδα για τα 20’s, θα ξεκινήσω από το (χρονολογικό) τέλος.

  • Οι Saint Marie Des Loups δημιούργησαν στο ομώνυμο LP του; (2018)  μία πραγματικά σπουδαία κι επιβλητική ατμόσφαιρα.
  • Judiciary από το  Texas, έγραψαν με το ντεμπούτο LP “Surface Noise” (2019) μία full-length εργασία πάνω στο πόσο καλά μπορεί να παίζεται σήμερα το brutal hardcore – έτσι όπως το αγαπήσαμε στα τέλη 90’s, αρχές 00’s.
  • Στο ίδιο μουσικό μήκος κύματος βρίσκονται και οι Primal Rite, με πιο τραχύ/αναλογικό ήχο και λιγότερο μεταλλικό στυλ. Όπως σας είχαμε ήδη προτείνει στο Underground Kommandoz, ακούστε οπωσδήποτε το “Dirge Of Escapism” (2018)!
  • Οι Power Trip αποχαιρετούν την δεκαετία με ένα super digital single και υποσχέσεις για ένα θριαμβευτικό τρίτο album.
  • To sc-fi death metal επέστρεψε θριαμβευτικά με δύο μπάντες που θυμίζουν τους αγαπημένους μου Timeghoul (η κασέτα “Tumultuous Travellings” των οποίων όντας το πρώτο demo που παρήγγειλα πίσω στο 1993): τους Blood Incantation για το “Hidden History of the Human Race” (2019) των οποίων μιλάνε όλοι τελευταία και τους τους λιγότερο γνωστούς Nucleus με το “Entity” (2019). Aν και χωρίς sci-fi αισθητική, οι Καναδοί με το όνομα γλωσσοδέτη Chthe’ilist, είναι επίσης fans των Timeghoul και γάμησαν με το “Le dernier crépuscule” (2016). Επίσης Γαλλόφωνοι Καναδοί κι εξαιρετικοί death metal-άδες είναι οι Outre-Tombe που τα έσπασαν με το “Nécrovortex” (2018).
  • Οι Teeth από την California με έπιασαν αδιάβαστο στο “The Curse of Entropy” (2019) με ογκώδες death metal του οποίου η περιπετειώδης διάθεση μου θύμισε συχνά Ulcerate.
  • Επίσης στο παρά πέντε, ανακάλυψα χάρη στον Θάνο Μαντά τους Coilguns, μια Ελβετική γκρουπάρα, η οποία βρίσκεται στην αιχμή του σύγχρονου heavy ήχου και σίγουρα αποτελεί μέρος του μέλλοντος του. Φέτος κυκλοφόρησαν το “Watchwinders” (2019), αλλά την παράσταση έκλεψε το καταπληκτικό περυσινό “Millenials” (2018)  – “(…) Millennials was written and recorded in january 2016 by the band itself, self-engineered on old second hand tapes in a four rooms wood stove heated vacation house, lost right in the middle of the desperate monoculture landscapes of central germany. What came out is a breathless, lo-fi and lo-tuned epileptic record, that roughly questions their own behaviour as partially conscious citizens of a scarily weird and exciting globalized music world.
  • Οι Antimob, οι οποίοι ούτως ή άλλως είναι ένα από τα καλύτερα μουσικά πράγματα που συνέβησαν αυτή τη δεκαετία (κυρίως με το πλέον κλασσικό ντεμπούτο τους), επανήλθαν με το πολυαναμενόμενο δεύτερο album τους, για την (πλέον εξαντλημένη) βινυλιακή έκδοση του οποίου υπερέβαλαν εαυτόν κυκλοφορώντας ένα από τα πιο εντυπωσιακά LP’s που έχω κρατήσει ποτέ στα χέρια μου (γι’ ακόμα μια φορά, έπεται RKRD KLLKTR)!
  • H κληρονομιά των λατρεμένων Discordance Axis επανήλθε στο προσκήνιο με τον ομώνυμο δίσκο των No One Knows What The Dead Think (2019), όπου τα πρώην μέλη τους Jon Chang και Rob Marton και σύμφωνα με τα λεγόμενα τους, τελειώνουν αυτό που ξεκίνησαν οι D.A. πίσω στο 1992. Να σημειώσω ότι εκτός από τους τελευταίους και τους Gridlink με συγκίνησαν θυμίζοντας μου το παλιό, καλό relapse metal (Burnt By The Sun, πρώιμους Mastodon, Uphil Battle, κλπ). Επίσης, απλά ιδιοφυής είναι η ιδέα να συμπεριληφθούν όλα τα κομμάτια σε karaoke εκδόσεις χωρίς φωνητικά!
  • Πάντα από την ίδια διεθνή avant grind παρέα, ο  κιθαρίστας/καρατέκα/γατοπατέρας Takafumi Matsubara (Gridlink, Mortalized, Retortion Terror)  κυκλοφόρησε ένα άκρως ενδιαφέρον και πειραματικό album συνεργασιών.
  • Το Ελληνικό super group Cursed Blood (πρώην/νυν μέλη Dead Congregation, Nuclear Winter, Sarabante, Straighthate, Vulnus, κλπ) κυκλοφόρησε την πολύ αξιόλογη κασέτα “Taker Of Life” (2019), η οποία είναι βάλσαμο στ’αυτιά όσων λατρεύουν την σήψη των Murder Squad, Autopsy, κλπ.

Πίσω στο κυρίως κουφάρι της δεκαετίας και όσον αφορά την ηλεκτρονική μουσική, ο αγαπημένος Νορβηγός Geir Jenssen, συνέχισε να είναι ενεργός στέλνοντας κατ’ευθείαν από το Αρκτικό Tromsø, διαχρονικές polar ambient μεταδόσεις με Biosphere. Αν και η δεκαετία ξεκίνησε μάλλον μέτρια με το “N-Plants” (2011), συνέχισε δυνατά με τα “Departed Glories” (2016), “The Senja Recordings” (2019), κ.ά.

Επιπλέον, μέσω της εταιρείας του Biophon, (επανα-) κυκλοφόρησε όχι μόνο δικά του πράγματα αλλά κι εξαιρετικούς δίσκους όπως: Nina Nielsen “Love And Terror In The Wilderness”, Pistol & Bart “…Rir Igjen”.

Η μητέρα Νορβηγία δε μου χάρισε ιδιαίτερες μαυρομεταλλικές συγκινήσεις αυτή τη δεκαετία, φρόντισαν γι’ αυτό όμως οι Σουηδοί γείτονες Craft με το Void” (2011) και οι Φινλανδοί Corningr με τα “Relics Of Inner War” (2011) και Funereal Harvest” (2015). Η metal σκηνή της χώρας επανόρθωσε πάντως με κυκλοφορίες όπως το “Dystopics” (2012) των Diskord!

Μιλώντας για Σκανδιναβικό black metal, τα 10’s ήταν η δεκαετία των Reverorum ib Malacht. Ξέρετε την ιστορία τους: έχοντας ξεκινήσει από την black metal σκηνή, αλλαξοπίστησαν κι έγιναν Χριστιανοί, βαφτίζοντας την μουσική τους Ρωμαιοκαθολικό black metal. Ξεκινώντας σχετικά ήπια με το “Urkaos” (2011), απογειώθηκαν με το “De Mysteriis Dom Christi” (2014), το οποίο ουσιαστικά είναι τριπλός δίσκος αφού η κασέτα, το CD και το βινύλιο περιέχουν διαφορετική μουσική! Η συνέχεια με τα “Ter Agios Numini” (2017), “Irma Malacht” (2018) και “Im Ra Distare Summum Soveris Seris Vas innoble” (2018), αν και λιγότερο υπερβατική συνεχίζει να είναι τέρμα πειραματική κι εξωγήινη!

Ένα ανέλπιστο black metal outsider ήταν το επιβλητικό και γλαφυρό “Flying Above Ancient Ruins” (2017) των Σλοβάκων Krolok

Γυρνώντας πίσω στην αρχή της black metal δεκαετίας, να μνημονεύσω την έμπνευση που μου προσέφερε το μουσικό και στιχουργικό αριστούργημα των Negative Plane “Stained Glass Revelations” (2011). Πάντα στη Vinland, οι The Howling Wind μας χάρισαν το παγωμένο έπος “Into The Cryosphere” (2010) και μετά έπεσαν δημιουργικά. Aνέλπιστα oι Thralldom, η θρυλική USBM μπάντα των 00’s της οποίας την κληρονομιά κατά κάποια τρόπο  οι THW συνέχιζαν, επανήρθε με το αξιοπρεπέστατο “Time Will Bend into Horror” (2016), δέκα ολόκληρα χρόνια μετά το κλασσικό πλέον “A Shaman Steering the Vessel of Vastness” (2006).

Dispirit του θρύλου και προσωπικού φίλου John Gossard (Weakling, Asunder, The Gault), χάραξαν μία από τις πιο ιδιαίτερες και αναζωογονητικές πορείες της δεκαετίας κυκλοφορώντας 5 demos με full-length διάρκεια αποκλειστικά σε κασέτα (!).

Ο Wrest μετά τις περιπέτειες του με την δικαιοσύνη επέστρεψε με το μέτριο “True Traitor, True Whore” (2011) αλλά ευτυχώς το έσωσε γι’αυτήν τη δεκαετία με το “Scar Sighted” (2015).

Άλλα αξιόλογα Βορειο-αμερικάνικα σχήματα των οποίων τα βινύλια χάραξαν στα 10’s οι βελόνες των πικάπ μου: Thantifaxath, Fell Voices, Ash Borer, Ash Pool, Departure Chandelier.

Από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις ήταν η αναπάντεχη επιστροφή των αγαπημένων Antaeus με το ανελέητο”Condemnation” (2016), ενώ είχε προηγηθεί και το πολύ καλό “Satanic Audio Violence 2013 – Live at Wolf Throne Festival” (2013).

Επίσης από το Παρίσι, οι Necroblood με μερικά splits/EP’s και το μνημειώδες “Collapse of the Human Race” (2017) έδωσαν νέ(κρ)ο αίμα στο black/death, όπως την ίδια χρονιά οι συμπατριώτες Goatvermin στο “Détruire”  και οι Αμερικάνοι Weregoat με το “Pestilential Rites of Infernal Fornication”.

Μιλώντας για black/death, τα “Death” (2014) και “The Baneful Choir” (2019) των Teitanblood ήταν εξόχως χαοτικά και υπερβατικά. Απόλαυσα επίσης τις τελετουργίες ομοϊδεατών όπως οι Antediluvian, Temple Nightside, Witchrist, Grave Upheaval.

Όσον αφορά το death metal αρκετά πράγματα με ενθουσίασαν. Το “Promulgation of the Fall” (2014) των Dead Congregation (φυσικά), μπάντες στις οποίες μας μύησε η Nuclear Winter Records (Drawn And Quartered, Cruciamentum, Ensnared, κλπ), oι Ulcerate, Mitochondrion, Portal,  Impetuous Ritual, Bölzer, Deathcult

Πέρα από το black metal, oι Aluk Todolo  και οι Oranssi Pazuzu με έστειλαν αλλού…

Hardcore… Η δεκαετία ξεκίνησε απογοητευτικά με τους Kickback να κυκλοφορούν τον ύστατο και πιο μέτριο δίσκο της καριέρα τους, το “Et Le Diable Rit Avec Nous” (2011), ενώ εμείς περιμέναμε τον διάδοχο του καταπληκτικού “No Surrender” (2009) το οποίο είχε κλείσει τα 00’s επαναπροσδιορίζοντας το ακραίο μεταλλικό hardcore. Μας χάρισαν όμως a night to dismember στο An Club τον Οκτώβρη 2012!

The Rival Mob από την Βοστώνη ήταν σίγουρα ένα από τα καλύτερα πράγματα που άκουσα στον χώρο με το λυσασμένο “Hardcore For Hardcore” (2010) και το “Mob Justice” (2013).

Η Ελληνική hardcore punk σκηνή ήταν σε οργασμό αφού εκτός από τους προαναφερθέντες Antimob, μας χάρισε τους Παροξυσμός, Sarabante, Ruined Families, Gutter, Χωρίς Oίκτο, και 3 νέα τεύχη-βίβλους του θεσμού Μούντζα zine.

Eκτός ακραίου metal και hardcore punk, οι Ελληνικές μπάντες που με απασχόλησαν περισσότερο ήταν οι The You And What Army Faction με το κινηματογραφικό no wave/post punk τους (οι βιβλιοφάγοι ας τσεκάρουν το πρόσφατο μυθιστόρημα του κιθαρίστα/τραγουδιστή τους Μάνου Ραγιάδη “Αγόρι”), οι Super Puma (με τον Δανιήλ Γουδέλη, comic artist και κιθαρίστα των hardcore ηρώων των 00’s Innermost), oι Κrause (Ελληνικό noise rock FTW!), και οι λάτρες του 90’s industrial metal/noise rock Stereo Animal.

Λίγο πιο βόρεια, οι Σκοπιανοί Od Vratot Nadolu κυκλοφόρησαν το one-sided mini-LP “Mercury” (2010), έναν από τους πιο heavy δίσκους που έχουν ηχογραφηθεί στα Βαλκάνια και ο οποίος συνίσταται στους φίλους του noise rock, sludge και post-hardcore.

Σε παρόμοια μουσικά πεδία (πλην του sludge ίσως), οι Καναδοί Ken Mode αποτέλεσαν ένα σημείο αναφοράς της δεκαετίας με 4 υπέροχα albums: “Venerable” (2011), “Entrench” (2013), “Success” (2015), “Loved” (2018).

Όπως στην περίπτωση των Timeghoul και των συνεχιστών της παράδοσης τους, χάρηκα ανακαλύπτοντας μία χούφτα μπάντες οι οποίες εμπνεύστηκαν από την κληρονομιά των καταλυτικών Νεοϋρκέζων Cattlepress. Αναφέρομαι στους Flourishing με το “The Sum Of All Fossils” (2012)Drainland, Αbsvrdist και φυσικά στους Yautja.

Σε παρόμοια θολά και πειραματικά post-hardcore/grind, noise rock, sludge ύδατα, η Βόρεια Αμερική είχε επίσης για εμάς τα labels Nerve Altar,  Survivalist Deathcult, Iron Lung Records και τον γαλαξία συγκροτημάτων τους, ιδιαίτερα: Defeatist (πρώην μέλη Kalibas και Anodyne – R.I.P.) με το καταπληκτικό “Tyranny Of Decay” (2011), Column Of Heaven, Intensive Care,  Water Torture, Disrotted, Haapoja, Fluoride, Radiation Blackbody, Iron Lung, κλπ.

Όπως αντιλαμβάνεστε, το πνεύμα των 00’s και των heavy πειραματισμών συγκροτημάτων που άνηκαν στο δυναμικό των Hydrahead, Relapse και άλλων (εξ’ ου και οι όχι-ιδιαίτερα-ευφυείς όροι hydrahead metal και relapse metal που μου άρεσε(ι) να χρησιμοποιώ), συνέχισε να πλανάται και να εμπνέει. Πρέπει συνεπώς να αναφερθώ στους Great Falls (πρώην μέλη Kiss It Goodbye, Undertow, Playing Enemy, Jesu) που κυκλοφόρησαν 3 δισκάρες: “Accidents Grotesque” (2014), “The Fever Shed” (2015) και “A Sense of Rest” (2018).

Gridlink κυκλοφόρησαν το “Orphan (2011)”, τον επίσης υπερβατικό και υστερικό διάδοχο του “Amber Grey” (2008), αλλά τελείωσαν την πορεία τους με το πιο μέτριο “Longhena” (2014) και τον Τakafumi Matsubara να αποσύρεται προσωρινά λόγω προβλημάτων υγείας.

Oι λατρεμένοι Ελβετοί Knut κυκλοφόρησαν το ύστατο album τους “Wonder” το 2010. Εκ των υστέρων σκέφτομαι ότι το χειροποίητο εξώφυλλο που έκανε ο Aaron Turner, ο οποίος μέχρι τότε ήταν κυρίως Photoshop-άς,  ήταν σημαδιακό μίας αναβάθμισης της underground αισθητικής από τα ψηφιακά 00’s στα πιο hand-drawn 10’s και καλλιτέχνες όπως o Alexander L. Brown , οι σύντροφοι Viral Graphics και πολλοί άλλοι , αρκετούς από τους οποίους φιλοξένησαν οι τελευταίοι στα 2 τεύχη του Bacteria zine.

Ο κύκλος φίλων-συμμάχων-πρωτεργατών του Ross Bay Cult κράτησε ψηλά το λάβαρο της χαοτικής βλασφήμιας και στα 00’s (κακό σκυλί ψόφο δεν έχει), συνεχίζοντας την παράδοση των Blasphemy και Conqueror:

  • Οι Revenge έβγαλαν δύο νέους δίσκους, τα “Scum.Collapse.Eradication” (2012) και “Behold.Total.Rejection” (2015) – ειδικά το πρώτο γάμησε!
  • Kerasphorus του Pete Helmkamp έβγαλαν 2 ωραία EP’s και μετά διαλύθηκαν.
  • Οι Death Worship ήταν μία αναπάντεχη έκπληξη  αφού σε αυτούς ένωσαν μετά από πολλά χρόνια τις δυνάμεις τους ξανά οι J. Read και Ryan Förster των Conqueror! Τα “Extermination Mass” (2016) και “End Times” (2019) είναι δύο μνημεία απανθρωπιάς που χρειαζόμασταν.
  • Οι Diocletian από τη Νέα Ζηλανδία κυκλοφόρησαν το αριστουργηματικό δεύτερο album τους “War of All Against All” (2010) και μετά από αλλαγές σύνθεσης καθάρισαν τον ήχο τους, κυκλοφορώντας το πολύ καλό “Gesundrian” (2014). Μετά από μία προσωρινή διάλυση και ολοκληρωτική αλλαγή σύνθεσης έκλεισαν την δεκαετία αξιοπρεπώς αλλά σε μικρότερη φόρμα με το “Amongst the Flames of a Bvrning God” (2019).

Πέρα από το metal σαν μουσική αλλά κοντά σαν αισθητική, οι Σουηδοί Goat αιχμαλώτισαν την φαντασία μου με το concept και το afro psych rock τους, ειδικά στο “World Music” (2012). Σημειωτέον ότι πρόσφατα ένα μέλος τους κυκλοφόρησε το solo project Goatman “Rhythms”.

Τέλος, τα 10’s ήταν η δεκαετία όπου δύο hobbies μου συναντήθηκαν και συνέπραξαν. Αναφέρομαι στις σκηνές του retro computing και indie gaming, οι οποίες αναπτύχθηκαν ραγδαία και ταυτόχρονα με την άνοδο του synthwave και παρεμφερών ηλεκτρονικών μουσικών.

Θυμάμαι σαν χθες να παίζω Hotline Miami στο PlayStation Vita κάνοντας head banging και μετά σαν άλλος Γιοβανίτης να γράφω τη μουσική σε TDK κασέτα, πριν αποκτήσω τα soundtracks του Hotline Miami 1 και 2 σε δύο τριπλά οργασμικά  βινύλια. Έτσι ανακάλυψα αγαπημένα σύνολα όπως τους Perturbator και M.O.O.N. – το “M.O.O.N” EΡ (2011) με τέσσερα κομμάτια από το Hotline Miami 1 είναι για μένα Ο χορευτικός δίσκος της δεκαετίας (φυσικά και τον αγόρασα σε βινύλιο για να έχω όλα τα τραγούδια μαζεμένα!) .

Έτσι σκαλίζοντας σχετικά sites, έπεσα μια μέρα στο Νewretrowave και ανακάλυψα αναπάντεχα τους FM-84, τη μπάντα που θα μου χάριζε έναν από τους αγαπημένους δίσκους της δεκαετίας: το “Atlas” (2016). H χρυσή ώρα της δύσης πότε πια δε θα ήταν η ίδια αφού έχει συνδεθεί πλέον άρρηκτα μαζί τους. Και ναι α) ομολογώ ότι κι εγώ αρχικά νόμιζα ότι τα υπέροχα φωνητικά του Ollie Wride ήταν γυναικεία, β) πέρασα ένα Σαββατοκύριακο κολλημένος στο Twitter έτσι ώστε να καταφέρω να παραγγείλω μία κόπια από την πρώτη κοπή σε βινύλιο.

Κλείνοντας, το άνωθι brain dump με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι τα 10’s ήταν λιγότερο άσχημα απ’ όσο ήθελα αρχικά να δηλώσω, αλλά παρ’όλα αυτά και με πάση υποκειμενικότητα, μου άφησαν λιγότερο έντονες συγκινήσεις και παραστάσεις απ’ ότι τα 90’s και τα 00’s.

Τα ξαναλέμε σε 10 χρόνια!

Πάνος Αγόρος