Merging With Seven Swords, Unto Her: Hagetisse “The Seven Sorrows of the Virgin”


Κατά βάθος μισώ τύπους σαν τον Mories, τον Jute Gyte, τον (00’s) Vinterriket και λοιπούς μουσικούς που μας βομβαρδίζουν με albums με παρόμοια ανελέητους ρυθμούς: αυτή η υπερπαραγωγικότητα την οποία νιώθουν την ανάγκη να μετασχηματίζουν συνέχεια προς τα έξω ως τελικά προϊόντα, καταλήγοντας σε κυκλοφορίες κάθε χρόνο (και πολύ συχνά πάνω από μια φορά το χρόνο), σύνηθες γνώρισμα των one-man projects του μαυρομεταλλικού σύμπαντος (αν και όχι μόνο), είναι πιθανότερο (συνδυαστικά και με τη γενικά μεγάλη παραγωγή του είδους, που έχει σχολιαστεί αρκετές φορές σε αυτό το blog) να με οδηγήσει προσωπικά σε κορεσμό ή σε διαλείμματα από την συνεχή παρακολούθηση τους, παρά να τσεκάρω on time ότι κυκλοφορούν.

“Βγήκα από το home studio με το στανιό, μόνο για τη φωτογραφία”

H πεζή/πραγματιστική πτυχή μου σκέφτεται πως αφού ούτως η άλλως βρίσκονται σε δημιουργικό οργασμό, δεδομένου του ότι τα περισσότερα από αυτά τα projects υλοποιούνται βασικά σε home studios (άρα χαμηλό κόστος παραγωγής) και πλην της ψηφιακής τους διάθεσης κόβονται σε περιορισμένα (και συχνά αναλόγως τις προπαραγγελίες) αντίτυπα διάφορων φυσικών formats, είναι ένας τρόπος να είναι πλεονασματικοί, να βάζουν και λίγα χρήματα στην τσέπη από ότι κάνουν. Ωστόσο, ακόμη και αν αυτό αποτελεί ένα λόγο αυτής της στάσης, παραμένει μια νοοτροπία τόσο απαιτητική για τον (δύσμοιρο) fan που καταντά τελικά συμβατή με το είδος (με την έννοια πως το black metal όπως και γενικά τα extreme underground ιδιώματα, απαιτούσαν εξαρχής από τον ακροατή να έρθει κοντά στον καλλιτέχνη παρά το αντίθετο, λόγω των “δύσκολων” ήχων και θεματικών στους μη εξοικειωμένους και ως εκ τούτου απέκτησαν έναν έντονο “μυητικό” χαρακτήρα που στη συνέχεια καλλιέργησαν και σε επίπεδο αισθητικής πέρα από το ηχητικό επίπεδο, αλλά αυτό είναι ένα θέμα που σίγουρα θα επεκταθούμε στο μέλλον περισσότερο).

Ο Maurice De Jong (ή Mories όπως τον προαναφέραμε) λοιπόν, γνωστότερος από το black/sludge/noise/doom project του ονόματι Gnaw Their Tongues, από το 2017 δισκογραφεί (μεταξύ πάρα πολλών άλλων, άλλων λιγότερο και άλλων περισσότερο ενδιαφέροντων-τσεκάρετε πάντως ιδιαίτερα “τους” Νεκρομαντικώς ονομαζόμενους De Magia Veterum και ειδικά το “Verus Diuinus Magus” compilation album του 2008, αν δεν το έχετε ήδη κάνει) με το προσωνύμιο Hagetisse, δηλώνοντας στα 3 πρώτα albums του (όλα το 2017, μην ξεχνιόμαστε) την αγάπη του για το raw black metal όπως εκφράστηκε το 1997 από τους Ulver στο μνημειώδες “Nattens Madrigal”, πριν αποφασίσει πέρσι με το “De Reis Van Vernielde Zielen” album να δώσει στα riffs του έναν πιο ανατατικό/ανυψωτικό και μελωδικό χαρακτήρα που δείχνει να κλείνει το μάτι έως και στις φωτεινότερες τάσεις του ιδιώματος (λέγε με blackgaze).

Φέτος με το “The Seven Sorrows of the Virgin” (με προφανή την αναφορά του τίτλου) δείχνει να θέλει να παρουσιάσει ένα λιγότερο τραχύ ηχητικά χαρακτήρα, με riffs και ατμόσφαιρες που προσωπικά μου έφεραν στο μυαλό τόσο τους αγαπημένους μου Lurker of Chalice (εδώ να τονίσουμε πως ήδη κυκλοφορεί αυτό εκεί έξω) όσο και τους ύστερους Leviathan (αφουγκραστείτε λόγου χάρη την “υγρή” παραγωγή και προσέξτε τα “μπουκωμένα” φωνητικά του Mories), ιδιαίτερα από τη μέση του album και μετά, με αποκορύφωμα μάλλον το κλείσιμο του album ονόματι “Schurftkorsten op de bebloede kelder kaarsen”, ενώ τα διάφορα ηχητικά καρυκεύματα (οι “φαντασματικές” φωνές της πρώτης σύνθεσης και τα old school πλήκτρα, όπου εμφανίζονται στο album) καταλήγουν να είναι είναι πιο πολύ συμπληρωματικά παρά εκφυλιστικά στην παραπάνω διαπίστωση.

Το τελικό απόσταγμα των ακροάσεων είναι πως, για πολλοστή φορά, ο Ολλανδός είναι καλός, κάτι που με κάνει να επιστρέφω στην πρώτη παράγραφο της παρουσίασης που διαβάζετε και κατ επέκταση να σκέφτομαι όλο και περισσότερο τι θα γινόταν αν αποφάσιζε να αφιερώσει πχ ένα χρόνο από τη ζωή του, στη σύνθεση ΕΝΟΣ και μόνο album. Μέχρι αυτή η υποθετική σκέψη να πραγματοποιηθεί, εσείς μπορείτε να αφιερώσετε χρόνο σε μια από τις πρώτες καλές κυκλοφορίες του νέου έτους για το black metal.

Κι αν το κείμενο αυτή τη φορά βγήκε λίγο μικρότερο και συνοπτικό από ότι σας είχα συνηθίσει τελευταία, δεν τρέχει τίποτα: όπως επεσήμανε και ο σύντροφος Plunderer όταν συζητήσαμε για το album, εδώ ο ίδιος ο Mories δεν ασχολείται τόσο ενδελεχώς με την κάθε του κυκλοφορία, εμείς θα το κάνουμε;

Summoners Of the Muse: Obsequiae “The Palms Of Sorrowed Kings”

“Sodden floor of the woodlands
Scattered with severed petals
Beneficence of the Springtide
Observed by a younger Sun

When all songs are heard
And buds are on the bough
The Goddess’s pale countenance
Reigns over all that grows

White as the footprints of Olwen
The flowering ash reveals
Sap of the sky-fallen manna
Harvested in the ancestress’s fields

Dull and faded ochre stains the landscape like iron

Pools of a vernal paradise
Reflect the splendors of the season
In a furious palette of iridescence
Where the Meliai bathe undisturbed

Light of equal duration
Radiance shown upon stone
Emanating aligned formations
Shadows cast a vernal unknown”

(Pools Of A Vernal Paradise)

Το τρίτο από τα έξι μέρη της μεσαιωνικής σειράς Lady And The Unicorn με τίτλο Hearing, την οποία το σχήμα χρησιμοποίησε στο ομώνυμο demo του, το 2009.

Θα απαιτούσε έρευνα και έκταση να καταγράψει κάποιος τις εφαρμογές των (υπό μια μεταμοντέρνα οπτική, θεωρούμενων/αντιλαμβανόμενων στη σημερινή εποχή ως) μεσαιωνικών μουσικών στοιχείων/οργάνων/θεματικών στο metal κόσμο, όμως για χάρη του κειμένου (και για να τονίσουμε περαιτέρω την ιδιαιτερότητα των όντως ξεχωριστών Obsequiae) θα μπορούσαμε να ορίσουμε δύο μεγάλες αρχικές κατηγορίες: 1) τα folk metal σχήματα με τη συνύπαρξη παραδοσιακών metal οργάνων και οργάνων στις συνθέσεις (όπως άσκαυλοι, άρπες, διάφορα κρουστά), το αντίστοιχο “εξωτικό” image και στίχους της εποχής (με χαρακτηριστικότερο σχήμα μάλλον τους Γερμανούς In Extremo, ακολουθούμενους από τους πιο κλασικότροπους Haggard κοκ) και 2) τα black metal σχήματα και κυκλοφορίες με μεσαιωνικό image ή θεματικές, όπου συνήθως η χρήση τέτοιων στοιχείων είναι μάλλον περιορισμένη (κάποια μουσικά θέματα μέσα στις συνθέσεις ήχοι φλάουτου ή περάσματα με ακουστικές κιθάρες), αλλά έχουν το χαρακτηριστικό πως έχουν αφομοιώσει στιχουργικά/αισθητικά την έντονα δυϊκή θεώρηση του κόσμου, εκείνης της περιόδου (ας πούμε χονδρικά περί ενός αγνού πνευματικού πεδίου του Θεού και ενός μιαρού/μολυσμένου/αμαρτωλού υλικού πεδίου, συν τις ποινικές/λογοκριτικές/δεισιδαιμονικές προεκτάσεις που είχε σαν κοινωνική επίδραση) την οποία όμως φυσικά ανέστρεψαν πλήρως δημιουργικά υπέρ του “κακού” πόλου, την πολεμική αισθητική της αλλά και το φολκλόρ της.

Η δεύτερη κατηγορία σίγουρα παρήγαγε κάποια αριστουργήματα, κάποια πολύ καλά albums και ένα από τα επιβλητικότερα photo sessions στην ιστορία του ιδιώματος, μεταξύ άλλων. Στη δεύτερη κατηγορία φυσικά μπορούν να συμπεριληφθούν και σχήματα όπως οι Summoning ή οι Caladan Brood, ανοίγοντας έτσι μια γενικότερη κουβέντα περί του τι θεωρείται (και πως κατέληξε να θεωρείται)  ως μεσαιωνικό στοιχείο σήμερα, μέσω των διάφορων πτυχών της ποπ κουλτούρας όπως η φανταστική λογοτεχνία κοκ.

Οι αμερικανοί Obsequiae λοιπόν, στη σελίδα τους στο metal archives χαρακτηρίζονται ως melodic black metal σχήμα, μια κατηγοριοποίηση που μάλλον πιο πολύ δειχνει την τάση και επιθυμία που έχουμε (ως ακροατές/μουσικογραφιάδες/έμποροι) να εντάσσουμε τα πάντα-όσο κι αν “στριμώχνονται”-σε ένα ήδη οριοθετημένο πλαίσιο χάριν συνεννόησης/κατανόησης και ως προς αυτό η ταμπέλα black metal αποτελεί ένα “σιγουράκι”, αφενός επειδή το ιδίωμα είναι παραγωγικότατο (προφανώς και με πολλή πλέμπα μέσα, φυσικά) και αφετέρου επειδή έχει επεκταθεί υφολογικά αρκετά ώστε να περιλάμβάνει και πράγματα πλήρως αντιθετικά μεταξύ τους (ακόμα και χωρίς να συνυπολογίσουμε τις “post” πτυχές του). Παραμένει μια συμβατική ταμπέλα πάντως, καθώς το σχήμα από την αρχή της δραστηριοποίησης του έχει και εξελίσσει χαρακτηριστικά που δεν ταυτίζονται με καμιά από τις παραπάνω δύο μεγάλες κατηγορίες που προαναφέρθηκαν.

Αρχικά, οι Obsequiae είναι μετριοπαθείς ως προς τον “μεσαιωνισμό” τους από την αρχή της πορείας τους και μέχρι σήμερα σε επίπεδο εικόνας και δηλώσεων: δεν διακηρύττουν κάποιες δάφνες αυθεντικότητας η βαθύτερης προσέγγισης (άσχετα αν θα μπορούσαν), ενώ η σκηνική τους παρουσία δεν περιλαμβάνει αντίστοιχα αξεσουάρ. Παρόλα αυτά αυτή τους η στάση (το ότι δηλαδή τα εν λόγω στοιχεία τους υφίστανται σε ένα πλαίσιο έξω από το θεατρικό χαρακτήρα του αντίστοιχου image που υπάρχει στις περισσότερες προαναφερθείσες περιπτώσεις) τους έχει καθιερώσει στα μάτια του μεταλλικού συναφιού ως μια πιο αυθεντική περίπτωση παραδόξως, παρά το αντίθετο.

Δεύτερον, η προαναφερθείσα υιοθέτηση και αντιστροφή του “ιεροεξεταστικού” μοντέλου που πραγματοποιούν τα μαυρομεταλλικά σχήματα που δημιουργούν με μεσαιωνικές θεματικές (“εμείς είμαστε ο μιαρός υλικός κόσμος/το δαιμονικό στοιχείο και οι μάγοι/μάγισσες που φοβάστε” κοκ) αλλά και οι πολεμικές ατμόσφαιρες, απουσιάζουν. Ο στιχουργικός κόσμος των Obsequiae έχει έντονες αναφορές σε μύθους και χαρακτήρες της ελληνικής και κέλτικης/ουαλικής (μεταξύ άλλων) μυθολογίας,προφανώς μεσαιωνικούς όρους, έντονη φυσιολατρεία, ποιητική γραφή και μια γενικότερη ατμόσφαιρα που ταυτίζεται με το μυστηριακό, το νοσταλγικό και το ρομαντικό, αλλά σπάνια με το σκοτεινό στοιχείο. Όσο με αφορά, το Aria Of Vernal Tombs λόγου χάρη συγχρονίζεται πολύ καλύτερα με της μονοφωνικές και πολυφωνικές συνθέσεις του Llibre Vermell de Montserrat (τις βρίσκετε σε διάφορες εκτελέσεις με ένα απλό youtube search) παρά με το Verwüstung / Invoke the Dark Age των Abigor ή το (τρομερό κατά τα άλλα) Witchcraft των Obtained Enslavement, το οποίο είναι μάλλον μια προφανής διαπίστωση.

Τρίτον, οι Obsequiae συνειδητά διαφοροποιούν τα ακουστικά/”μεσαιωνικά” κομμάτια από τα metal (στα δύο τελευταία albums τους λόγου χάρη τα instrumental κομμάτια στα οποία ακούμε την άρπα του Vicente La Camera Mariño, δεν παρεμβάλλονται ανάμεσα στις άλλες συνθέσεις, αλλά λειτουργούν σαν ιντερλούδια), μολονότι προφανώς αντίστοιχα μουσικά θέματα/περάσματα υπάρχουν και στις metal συνθέσεις. Για την ακρίβεια, ο mainman του σχήματος Tanner Anderson έχει δηλώσει πως θα ήθελε να κάνει ένα album αμιγούς μεσαιωνικής μουσικής αλλά σαν ξεχωριστό project, το οποίο σημαίνει πως αναγνωρίζει πως στη δική του (με την ευρεία έννοια) metal τέχνη οι δισολίες και τα riffs (οι κιθάρες γενικότερα) είναι τα πρωτεύοντα για τη δημιουργία ατμόσφαιρας πάνω από όλα και δεδομένης της καταγωγής και των εφηβικών ερεθισμάτων μου, μπορώ να κάνω συγκεκριμένους συνειρμούς σχετικούς με αυτή τη νοοτροπία:

Προφανώς αντίστοιχα κάποιος θα μπορούσε να αναφέρει τους Amorphis του 1994 ή τους Dark Tranquillity του 1993 (δηλωμένη κιόλας από τον ίδιο τον Anderson ως μεγάλη επιρροή) ή ακόμα και τους (προ 21ου αιώνα) Septic Flesh αντίστοιχα και η αλήθεια είναι πως αν πρέπει σώνει και καλά οι Obsequiae να ενταχθούν σε ένα πλαίσιο αυτό είναι το καταλληλότερο, των extreme (death/doom επί το πλείστον, μολονότι οι Rotting Christ του 1996 είναι χαρακτηριστικότατη περίπτωση) σχημάτων δηλαδή που στο πρώτο μισό των 90’s καλλιέργησαν το καθένα το δικό του ατμοσφαιρικό ύφος, χωρίς όμως να “αραιώνουν” το metal χαρακτήρα τους ηχητικά.

Με το φετινό τρίτο full-length τους ονόματι “The Palms of Sorrowed Kings” (το οποίο αποτέλεσε και την αφορμή για την παρούσα σύνοψη) λοιπόν, οι Obsequiae δε διαφοροποιούνται ριζικά από το προαναφερθέν πλαίσιο συνεπώς δεν υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης που υπήρξε στο ντεμπούτο τους “Suspended In The Brume Of Eos” του 2011 ή η εισαγωγή κάποιου νέου στοιχείου όπως λόγου χάρη η άρπα στο προ τετραετίας “Aria Of Vernal Tombs”: παρ’ όλα αυτά, αφενός αποτελεί κατά τον γράφοντα το ποιοτικότερο δείγμα γραφής τους μέχρι τώρα και αφετέρου η ίδια η μοναδικότητα της προσέγγισης τους (δεν υπάρχει άλλο σχήμα στη σκηνή σήμερα σαν αυτούς), τους παρέχει το καλύτερο “συγχωροχάρτι”.

Κοντολογίς (και έχοντας πάντα υπόψη τα χαρακτηριστικά της εγχώριας μεταλλικής ταυτότητας), όσοι από εσάς νοσταλγείτε/προτιμάτε τις περιόδους των Rotting Christ και Septic Flesh όπου οι κιθάρες και η ανάδειξη των θεμάτων τους ήταν ο κύριος πυρήνας των συνθέσεων τους, όσοι θεωρείτε πως το όραμα των Lordian Guard δεν υλοποιήθηκε ποτέ πλήρως,αλλά και όσοι έχετε σε περίοπτη θέση στην καρδιά σας το Aion των Dead Can Dance, (ξέρετε για άλλη μια φορά πως) εδώ θα νιώσετε σαν το σπίτι σας. Για τους υπόλοιπους, η μοναδική απάντηση που έχετε να δώσετε στον εαυτό σας αν δεν έχετε έρθει ακόμα σε επαφή μαζί τους είναι αν εν τέλει αποζητάτε ή έστω, δε σας χαλάει η ομορφιά στις μεταλλικές φαντασιακές σας αποδράσεις. Μη βιαστείτε να απαντήσετε, πριν τσεκάρετε το παρακάτω link.

 

label

Were YOU a witness; Lingua Ignota “Caligula”

Αν ο χωροχρόνος ήταν μια παράμετρος που θα μπορούσαμε να αψηφήσουμε (με μεθόδους πέρα από τη φαντασία μας η άλλες διανοητικές ασκήσεις εννοώ), ένα από τα μέρη που θα ήθελα να παραστώ θα ήταν ο καθεδρικός ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Νέα Υόρκη, στις 12 και 13 Οκτωβρίου του 1990 συγκεκριμένα: τότε δηλαδή, που ηχογραφήθηκε το Plague Mass live album της Diamanda Galas. Η ιστορία γύρω από το album είναι λίγο πολύ γνωστή (όπως και η γενικότερη ακτιβιστική δράση της Galas), δηλαδή πως η performance μέσα στο ναό αποτέλεσε προφανώς ένα κατηγορώ απέναντι στην-τότε-αδιαφορία των θρησκευτικών και πολιτικών αρχών απέναντι στην πρόληψη και αντιμετώπιση του AIDS. Το Plague Mass είναι προφανώς μια λειτουργία και η ερμηνεία της μέσα στον καθεδρικό ναό ήταν επί της ουσίας ένας τρόπος να επαναπροσδιορίσεις και να στρέψεις τα μέσα του “εχθρού” εναντίον του: την ακουστική/αρχιτεκτονική υποβλητικότητα του χώρου, τους θρησκευτικούς/μεταφυσικούς/ενοχικούς συνειρμούς που προκαλεί ένα τέτοιο μέρος (είτε είσαι πιστός είτε όχι), το ότι απευθύνεται στο κοινό σε πρώτο πρόσωπο σαν να κηρύττει, την ίδια την εξοντωτική (για το δέκτη) φύση της ερμηνείας της.

(όταν ντύνεσαι όλη τη βρωμιά του κόσμου προκειμένου να τη στρέψεις πίσω στα πλαίσια μιας performance, είναι λογικό να μοιάζεις κάπως έτσι)

Κοντολογίς, το Plague Mass σου ρουφάει την ενέργεια καθώς το ακούς να διαπερνάει το χωροχρόνο και τα ακουστικά/ηχεία και να σε κοιτάζει κατάματα μέσα σου, εκπέμποντας την δίκαιη οργή του, συνεπώς μόνο να φανταστώ μπορώ πόσο έντονη εμπειρία θα ήταν για τους παρευρισκόμενους.

Η Διαμάντω επί το έργο © Ebet Roberts, 1990

Η Lingua IgnotaKristin Hayter, συμβατικά) λοιπόν, περισσότερο χρησιμοποιεί εκφραστικά/αισθητικά εργαλεία παρόμοιας νοοτροπίας και στρατηγικής με την Galas-σε συγκεκριμένο θεματικό πεδίο και άλλο ηχητικό πλαίσιο φυσικά-παρά παίζει με την αντίθεση του ιερού/αγνού με το μολυσμένο/ανίερο από την οπτική του μύστη (όπως συχνότερα αγαπάμε/συνηθίζουμε στην κουλτούρα μας, όσοι από εμάς έχουμε extreme metal αλλά και μάλλον πιο συγκεκριμένα μαυρομεταλλικές καταβολές) κι αυτό είναι κάτι που με τη μια μου χτύπησε όταν άκουσα το αρκετά καλό All Bitches Die τέλη του 2017 και το παρουσίασα στο Underground Kommandoz του Metal Hammer Φεβρουαρίου 2018, με το όνομα της ήδη να συζητούνταν σε underground κύκλους (λίγους μήνες μετά το album θα επανακυκλοφορούσε από την Profound Lore και θα ξεκινούσε μια πιο επίσημη προώθηση). Το ότι αργότερα έμαθα πως η πτυχιακή της εργασία για το Master Καλών Τεχνών της περιλάμβανε μια εννοιολογική ταύτιση μέσω μιας μαθηματικής συσχετιστικής μεθόδου, στίχων αισθητικού μισογυνισμού από extreme μπάντες με δικαστικά έγγραφα/αστυνομικές αναφορές/ηχητικά ντοκουμέντα από της δικές της εμπειρίες ως θύμα κακοποιητικής σχέσης (το οποίο αφορά και τον κύριο στιχουργικό ερέθισμα του μουσικού της project έως τώρα, ως γνωστόν) απλά συμπλήρωσε ιδανικά την παραπάνω αίσθηση και εικόνα, όπως και η δραστηριοποίηση της στον ευρύτερο noise/experimental χώρο φυσικά.

Αυτά όμως ίσχυαν μέχρι τον Ιούλιο του 2019, καθώς το φετινό full-length της ονόματι Caligula, δείχνει το industrial/noise/neoclassical ύφος της να διευρύνεται σημαντικά αλλά και να ολοκληρώνεται ως όραμα, όντας μια δουλειά που δεν είμαι σίγουρος σε τι βαθμό έχουμε ακούσει παρόμοια, ως τελικό απόσταγμα.Μια τρόπο τινά κυριολεκτική ηχητική Lingua Ignota στην ευρύτερη extreme σκηνή;Όχι, αλλά ναι παράλληλα.

Το Caligula δείχνει την Hayter να εισάγει έγχορδα (τσέλο/βιολί) καθώς και φυσικά τύμπανα και κρουστά σε σημεία, να χρησιμοποιεί επιρροές από black metal(σε κάποιες φωνητικές ερμηνείες, χρήση κρουστών αλλά και ενορχηστρώσεις, λόγου χάρη στα Days Of Tears And Mourning και Spite Alone Holds Me Aloft, ή στα “υπο-blasts” του If My Poison Won’t Take You My Dogs Will), sludge (σε κάποια heavy σημεία με τύμπανα και στρώματα θορύβου τα οποία θα φέρουν συνειρμικά και μάλλον αναμενόμενα το αδελφικό σχήμα των The Body, των οποίων ο Lee Buford συμμετέχει εδώ επίσης, μεταξύ άλλων εκλεκτών συντελεστών), εκκλησιαστική μουσική και μεσαιωνικές μελωδίες, να έχει γενικότερα μια πιο ψυχωμένη φωνητική απόδοση σε σχέση με τα δύο προηγούμενα πονήματα της που σε συνδυασμό με το ούτως η άλλως φορτισμένο (και πιο απλωμένο σε ερμηνείες,αναφορές και συμβολισμούς πάντως) στιχουργικό περιεχόμενο οδηγεί έως και σε ανατριχιαστικά αποτελέσματα (αποκορύφωμα ο παντελώς στοιχειωτικός επίλογος I Am The Beast, αν και μπορούν να αναφερθούν οι περισσότερες συνθέσεις) και εν τέλει σε ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα με δική του προσωπικότητα και μια δουλειά που θα χαρακτηρίσει τόσο την-ποιοτικότατη παρεμπιπτόντως-χρονιά που διανύουμε αλλά και τη δεκαετία που φεύγει.

Απομένει να τα διαπιστώσουμε αυτά και δια ζώσης όπου ελπίζω όχι μόνο να του κόψει κάποιου διοργανωτή να κανονίσει ένα event για να τη δούμε ζωντανά σε οποιοδήποτε κλειστό χώρο στην Ελλάδα, αλλά ιδανικά να του κόψει αρκετά ώστε να γίνει στην Αγγλικανική εκκλησία του Αγίου Παύλου στην Αθήνα (όπου ως γνωστόν πραγματοποιούνται μουσικά events πειραματικής και λιγότερο πειραματικής μουσικής κάθε χρόνο).

Είμαι σίγουρος πως ο συναισθηματικός απόηχος-ή το πνεύμα, αν προτιμάτε-που γέννησε το βίωμα των παρευρισκόντων στο event της Galas το 1990 στη Νέα Υόρκη, θα είναι εκεί.

label

Katholic Magick against Mammon’s wrath: Atlantean Kodex “The Course Of Empire”

“The fantasy is a reassurance—promise that the peace of Paradise, which was known first within the mother womb, is not to be lost; that it supports the present and stands in the future as well as in the past (is omega as well as alpha); that though omnipotence may seem to be endangered by the threshold passages and life awakenings, protective power is always and ever present within or just behind the unfamiliar features of the world. One has only to know and trust, and the ageless guardians will appear”.

(Joseph Campbell, The Hero With A Thousand Faces)

There is the moral of all human tales:

‘Tis but the same rehearsal of the past,

First Freedom, and then Glory–when that fails,

Wealth, vice, corruption–barbarism at last.

And History, with all her volumes vast,

Hath but ONE page

(Lord Byron, Childe Harold’s Pilgrimage)

The Course of Empire-Desolation

Υποθέτω πως κάποιοι θα απορήσουν με την επιλογή των Atlantean Kodex για κείμενο στο NDRGRND KMMNDZ και όχι αδίκως, δεν σας έχουμε συνηθίσει-και ούτε θα σας συνηθίσουμε-σε epic (doom) metal κυκλοφορίες:  από την άλλη θεωρούμε ότι πάνω από όλα προσπαθήσαμε (και όσο υπήρχαμε σε έντυπη μορφή) και προσπαθούμε να γράφουμε για μουσικές των οποίων η όλη αισθητική ξεχωρίζει (πάνω από όλα και οι 4 KMMNDZ είμαστε οπαδοί της υψηλής/σημαντικής αισθητικής, όπως την αντιλαμβάνεται ο καθένας μας) και αξίζουν να ειπώνονται κάποια λόγια παραπάνω. Κατά τη γνώμη μου λοιπόν, το πενταμελές σχήμα από τη Βαυαρία με το νέο του full-length The Course Of Empire ανήκει στην παραπάνω κατηγορία.

Πριν επεκταθώ στο The Course Of Empire(το οποίο είναι απλά αφορμή για να μιλήσουμε για το σχήμα γενικότερα), ποια είναι πραγματικά τα στοιχεία που έχουν χαρίσει στους Atlantean Kodex το χαρακτηρισμό της σημαντικότερης σύγχρονης επικής μπάντας, για πολλούς;

Φυσικά υπάρχει το μουσικό στοιχείο, αυτός ο εμπλουτισμός του επικού doom metal τους (βασισμένο στους Solstice κυρίως και στις πιο μεγαλειώδεις στιγμές των Candlemass δευτερευόντως) με έντονες Manowar, Bathory αλλά έως και power metal (σε κάποια refrains) επιρροές σε συνήθως  μεσαίας έως μεγάλης διάρκειας συνθέσεις,κοινώς μια προσπάθεια αφομοίωσης στοιχείων από σχεδόν κάθε υποιδίωμα του (μη ακραίου) metal που κάποτε «κουβάλησε» το χαρακτηρισμό του επικού.

Όμως η αλήθεια είναι πως o πραγματικός πόλος έλξης των Atlantean Kodex, αυτός που τους ανέβασε κατακόρυφα το status στην σκηνή είναι κυρίως αισθητικός: οι 4 πυλώνες του στιχουργικού σύμπαντος τους είναι 1) ένας μαγικός (όπου μαγεία εδώ πρακτικά κυρίως οι προ-θρησκευτικές λατρείες, συνήθειες και έθιμα των λαών της Ευρώπης από τη νεολιθική εποχή και μετά, 2) ένας ιστορικός (με προτίμηση στους λαούς της δύσης του νεολιθικού κόσμου και τους πρώτους πολιτισμούς καθώς και την αλληλεπίδραση τους, 3) ένας σύγχρονος (με κάποιες συνθέσεις να εμπεριέχουν έμμεσο/συμβολικό σχολιασμό για την τρέχουσα κοινωνικοπολιτική κατάσταση και 4) ένας τρόπον τινά “αρχετυπικός” (λόγου χάρη το Ταξίδι του Ήρωα στο ντεμπούτο και στο νέο album περισσότερο, ή η Λευκή Θεά του Graves έστω ως αναφορά και στα 3 full-lengths). Το δε χαρακτηριστικό είναι πως οι Kodex συμπεριφέρονται στους παραπάνω πυλώνες σαν μια ενοποιημένη πραγματικότητα μέσα στις θεματικές που ρέουν στα albums, μια Μυθιστορία της ηπείρου χωρίς χωροχρονικούς η φυσικούς περιορισμούς(θα τολμούσα να το χαρακτηρίσω έως και eternalist metal, χαριτολογώντας) συνήθως με πεσιμιστική/τραγική προσέγγιση για τη μοίρα όλων των πολιτισμών, αλλά παράλληλα της συνέχισης τους σε άλλα πεδία,φυσικά (μέσω των παραδόσεων κλπ) και μη. Και αυτή είναι μια συνειδητή προσπάθεια διεύρυνσης της αντίληψης των ανθρώπων για την πραγματικότητα γύρω τους σε μια εποχή κυνισμού, σαν ξόρκι μέσω της τέχνης (εδώ μιας και λέμε για ξόρκια, να θυμίσω και το κάπως μαγικά «μοντέρνο» σαν στιχουργική διατύπωση Temple Of Katholic Magick) πάνω από οτιδήποτε άλλο. Όμως αυτή η προσέγγιση, μολονότι συμβαίνει με συνέπεια και ποιοτικό αποτέλεσμα μάλλον ανώτερο από οποιονδήποτε άλλον στο συνάφι μας μέχρι σήμερα, πρέπει να τονιστεί πως έχει τις εμπνευσιακές τις ρίζες σε ένα συγκεκριμένο album από το 1991.

Ναι, αυτό το album.

Όπως προείπαμε οι μουσικές αναφορές στους Manowar και τους Solstice (άλλωστε και το όνομα Atlantean Kodex παραπέμπει έμμεσα στο κομμάτι Cimmerian Codex των δεύτερων) υφίστανται, αλλά αφενός σε καίρια σημεία των 2 τελευταίων albums (το κομμάτι Enthroned in Clouds and Fire από το The White Goddess, το Under The Runes-ικό riff του He Who Walks Behind the Years στο νέο album, η χορωδιακή μελωδία του ομώνυμου Έπους The Course of Empire που παραπέμπει συνειρμικά στην αντίστοιχη μελωδία του One Rode To Asa Bay, ο συναισθηματικός ρόλος του επιλόγου Die Welt von Gestern πάλι στο νέο album που παραπέμπει σε αυτόν του Heimfard από το Nordland των Bathory) οι Kodex επικαλούνται αντίστοιχα ανατατικά τεχνάσματα με αυτά του Quorthon και αφετέρου, υπάρχει ο παράγοντας Twilight Of The Gods.

Στο πιο “υποτονικό” ηχητικά (αλλά εντονότατο συναισθηματικά) από τα επικά albums των Bathory, o Quorthon φθονεί την σύγχρονη εποχή που «μάθαμε ότι δεν υπάρχουν θρόνοι πάνω στον ουρανό», χρησιμοποιεί συμβολικό λόγο για εσωτερικές αναζητήσεις (Enter Your Mountain, Bond Of Blood, εν τέλει φτιάχνει δικό του ρούνο στο οπισθόφυλλο του δίσκου προτείνοντας έτσι εμμέσως πως η παράδοση είναι οδηγός για το σήμερα παρά στείρες εθιμοτυπίες και ως εκ τούτου δημιούργησε ένα album του οποίου η (viking) κουλτούρα επιθυμεί να μη γνωρίζει πρακτικά χρονικούς περιορισμούς, να τρέφεται από την ίδια την τραγωδία της ήττας της γιατί τίποτα δεν τελειώνει πραγματικά,να μεταφέρεται σε άλλες σφαίρες ύπαρξης/νόησης και να συνεχίζει να επηρεάζει, εφόσον δεν λησμονιέται. Λοιπόν, αυτό το album και αυτή η θεώρηση που πρωτοδιατυπώθηκε εδώ εκφραστικά είναι συγκεκριμένα κατά τον γράφοντα η καρδιά της τέχνης των Atlantean Kodex, μολονότι είναι πιο ακαδημαϊκοί και πιο διευρυμένοι ως προς τις αναφορές τους σε σχέση με τον Σουηδό metal θρύλο.

Όλα τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά των Atlantean Kodex παρουσιάστηκαν στην πιο πλήρη μέχρι σήμερα μορφή τους με το δεύτερο full-length τους The White Goddess του 2013 και σήμερα, 6 χρόνια μετά με το The Course Of Empire, το σχήμα χτίζει τόσο στιχουργικά όσο και μουσικά από εκεί που σταμάτησε, καταφέρνοντας να φτάσει σαν καλλιτεχνικό απόσταγμα τον προκάτοχο του.

Έχοντας ως αφηγηματικό έναυσμα αφενός το ταξίδι του ήρωα όπως αυτό διατυπώθηκε από τον Campbell (μέσω αυτούσιων και έμμεσων αναφορών) αλλά περισσότερο την σειρά πινάκων του Thomas Cole Η Πορεία της Αυτοκρατορίας, το album αποτελεί στιχουργικά ένα στοχασμό στην κυκλικότητα των πολιτισμών και την αναπόφευκτη(;) εναλλαγή της παρακμής και αναγέννησης τους, καθώς και την πορεία των λαών τους προς το συλλογικό ασυνείδητο.

Στο μουσικό τομέα, η φόρμουλα παραμένει η προαναφερθείσα ίδια, αλλά αφενός κατευθύνονται σε ένα πιο βαρύ, δραματικό και σκοτεινό ήχο (με την χαρακτηριστική αντίθεση των σχεδόν power metal φωνητικών σε κάποια σημεία) και αφετέρου η ίδια η ροή του album (με την εναλλαγή των πρελουδίων και των συνθέσεων, τις συναισθηματικές διακυμάνσεις από κομμάτι σε κομμάτι) είναι κατά πολύ πιο προσεγμένη και δίνει την αίσθηση της ενιαίας αφήγησης που ούτως η άλλως ήθελαν να πετύχουν ανέκαθεν, καλύτερα από τις δύο προηγούμενες δουλειές τους. Σε επίπεδο συνθέσεων δεν υπάρχει αδύναμη στιγμή (υποθέτω πως προσωπικά αξιολογώ πιο κάτω το Lion Of Chaldea, αλλά δεν έχει σημασία), για την ακρίβεια τα People of the Moon (Dawn of Creation) και ο ομώνυμος ύμνος (ακούγεται υποχρεωτικά/ιδανικά μαζί με με το Spell of the Western Sea που το προλογίζει,αλλά και τον επίλογο του album που το διαδέχεται) θέτουν σοβαρή υποψηφιότητα για το καλύτερο κομμάτι που έχουν γράψει ποτέ οι Kodex. 

Εν κατακλείδι, το The Course Of Empire είναι σχεδόν Πλατωνικά Ιδεατό επικό metal, ανήκει στο πάνθεον του ιδιώματος σαν δημιούργημα και ο χρόνος θα το τοποθετήσει εκεί που του αρμόζει.

Ως επίλογο, θα ήθελα να τονίσω να μην παραξενεύεστε από το ανατατικό κλείσιμο του album (τις 3 τελευταίες γραμμές των στίχων της ομώνυμης σύνθεσης) σε σχέση με την ουροβορική φύση του concept που έχουν εδώ-αλλά και γενικά-οι Kodex: ενάντια στην οργή του Μαμωνά και στην εποχή των τάφων στη Mare Nostrum, η τέχνη τους θέλει να είναι όπως προείπαμε πάνω από όλα, ένα ξόρκι αφύπνισης.

Art’s power is immediate and irrefutable, immense. It shifts the consciousness, noticeably, of both the artist and her audience. It can change men’s lives and thence change history, society itself. It can inspire us unto wonders or else horrors. It can offer supple, young, expanding minds new spaces to inhabit or can offer comfort to the dying. It can make you fall in love, or cut some idol’s reputation into ribbons at a glance and leave them maimed before their worshippers, dead to posterity. It conjures Goya devils and Rosetti angels into visible appearance. It is both the bane and most beloved tool of tyrants. It transforms the world which we inhabit, changes how we see the universe, or those about us, or ourselves. What has been claimed of sorcery that art has not already undeniably achieved?

(Alan Moore, Fossil Angels)

 

label

Mind’s II:An Isolated Mind “I’m Losing Myself”/The Caretaker

An Isolated Mind – I’m Losing Myself cover
An Isolated Mind – I’m Losing Myself cover

Γενικότερα, όσοι μας παρακολούθησαν και στην έντυπη μορφή του blog, θα θυμούνται πως δεν είχαμε κάποιο θέμα να ταιριάξουμε (στο ίδιο κείμενο ή δισέλιδο) φαινομενικά “αταίριαστες” μουσικές, εφόσον νιώθαμε μια κάποιου τύπου (αισθητική, στιχουργική κλπ) συσχέτιση.Αυτό θα συνεχιστεί και στο NDRGRND KMMNDZ.

Σε αυτή την περίπτωση, ίσως λόγω του γενικού του τίτλου και των τίτλων των κομματιών, ίσως λόγω του θέματος (πρακτικά ένα album το οποίο καταπιάνεται με την αποτύπωση της εμπειρίας του Kameron Bogges , μοναδικού μέλους του σχήματος, της ολιγοήμερης νοσηλείας του σε ψυχιατρική κλινική καθώς και τη διάγνωση ότι πάσχει από διπολική διαταραχή),ίσως λόγω των γενικών vibes που γεννά η μουσική “των” An Isolated Mind,ίσως συγκεκριμένα και λόγω του 17λεπτου ambient επιλόγου “I’ve Lost Myself” (το οποίο θα μπορούσε να περιλαμβάνεται σε κυκλοφορία του παρακάτω αναφερθέντα)  το “I’m Losing Myself” με παρέπεμψε συνειρμικά στο-ήδη κλασικό-“Everywhere At The End Of Time” project του βρετανού The Caretaker (κατά κόσμο James Kirby), που ολοκληρώθηκε επίσης φέτος.

The Caretaker-Everywhere At The End Of Time Stage 4 cover

Για όσους δε γνωρίζουν, πρόκειται για μια εξαλογία που αφορά την προοδευτική εξέλιξη της άνοιας και την κατά προσέγγιση μεταφορά της σε ήχους (το project γενικά χρησιμοποιεί σαν πρώτη ύλη επεξεργασμένες μουσικές και ηχητικά κολάζ κυρίως των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα,οι οποίες στο “ Everywhere At The End Of Time” ξεκινούν με κύριο αισθητικό γνώρισμα την νοσταλγία για να καταλήξουν προοδευτικά στην αποδόμηση τους και εν τέλει σε μια ολική αφαίρεση/ εκφυλιστική μεταμόρφωση των γνωρισμάτων τους).Ειδικά κάποια αποσπάσματα των τριών albums που αφορούν την μετασυνειδησιακή κατάσταση (το τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο στάδιο) είναι από τα πιο (ουσιωδώς) τρομακτικά ambient/experimental πράγματα που έχει ακούσει ο γράφοντας, συνεπώς η (με τη σειρά) μελέτη τους προτείνεται, μέχρι να πάρουμε απόφαση να κάνουμε ένα πιο εκτενές αφιέρωμα στην δισκογραφία του Kirby.

LABEL

Επιστρέφοντας στην κύρια αφορμή του κειμένου, το “I’m Losing Myself” είναι φυσικά ένα επί της ουσίας metal album,με αρκετά διαφορετική ηχητική/συνθετική προσέγγιση (προφανώς ακόμη και το ερέθισμα για τη δημιουργία του είναι αρκετά διαφορετικό, καθώς και προσπάθεια έκφρασης προσωπικού βιώματος),μάλλον λιγότερο φιλόδοξο αλλά με άλλες χάρες.Στο μουσικό κομμάτι, τα σύνθετα ρυθμικά μέρη θα θυμίσουν σε πολλούς mathcore/technical death metal λογικές, ενώ σαν μάλλον φυσικό αποτέλεσμα στις πιο «τραχείς» στιγμές τους (πιο συγκεκριμένα,  στα πρώτα μέρη των κομματιών “Afraid Of Dissonance” και “Eternity In A Minute”) θα ομοιάσουν με τους Νεοζηλανδούς Ulcerate.Αυτή όμως είναι μόνο η μια όψη του νομίσματος, καθώς οι συνθέσεις του “I’m Losing Myself” ποτέ δε μένουν στο σημείο έναρξης τους, ούτε από πλευράς διαθέσεων ούτε από ηχητικής πλευράς: αντιθέτως, θα περιπλανηθούν σε αμιγώς post rock δρόμους μεταξύ άλλων, ενώ κάποια ambiences και ο τρόπος που γεμίζουν τα κομμάτια θα θυμίσουν πράγματα όπως το “Oceanic” των Isis (δώστε βάση πχ στο δεύτερο μισό του highlight του album “Turritopsis dohrnii”), δίνοντας-στα δικά μου αυτιά τουλάχιστον-έναν  τελείως late 90’s/00’s χαρακτήρα στο album και παραπέμποντας συνειρμικά στην νοοτροπία των κυκλοφοριών της Hydrahead και τον τρόπο με τον οποίο έσπρωξαν τα όρια του extreme ήχου.Είναι όμως σημαντικό να τονιστεί πως ο Bogges εδώ δεν πουλάει εκκεντρικότητα για χάρη της εκκεντρικότητας (που μάλλον θα μπορούσε εύκολα να το κάνει), αλλά-διαβάζοντας και τους στίχους-σου δίνει την εντύπωση πως το “I’m Losing Myself” αποτελεί περισσότερο προϊόν ειλικρινούς έκφρασης παρά οτιδήποτε άλλο, οι υφολογικές εναλλαγές των συνθέσεων είναι ουσιαστικά περιπετειώδεις και όχι αχταρμάς και εν κατακλείδι, αν οι περισσότερες αγαπημένες σας μουσικές περιγράφονται με κάποιον “post-something” χαρακτηρισμό,οι An Isolated Mind σίγουρα σας αφορούν.

 

BUY

Φθινοπωρινές μάγισσες στέκονται ξυπόλυτες στη Βόρεια Θάλασσα: NUSQUAMA “Horizon Ontheemt”

 

Από την ίδια ολλανδική δημιουργική μήτρα-Heresis Noviomagi-που μας έχει δώσει αξιόλογα σχήματα τα τελευταία χρόνια όπως οι Turia, Iskandr και Solar Temple (καθώς μέλη του παρόντος project συμμετέχουν και στους παραπάνω, μεταξύ άλλων) και υπό τη σκεπή της σεβαστής Eisenwald, το ντεμπούτο των Nusquama  κινείται riff-ολογικά σε ένα ύφος που αμφιταλαντεύεται μεταξύ της αγάπης που (προφανώς) τρέφει για την cascadian black metal σκηνή και τις δεδομένες blackgaze αναφορές του, ενώ εικάζω πως οι πιο παλιοί ακροατές θα ερμηνεύσουν κοινές συνισταμένες με τις πιο μεταλλικές στιγμές του ντεμπούτου των In The Woods…

Παντελώς φθινοπωρινό, μέσα στο τρόπον τινά «χαροποιόν πένθος» ως αισθητικό απόσταγμα, το “Horizon Ontheemt” είναι γοητευτικό και έως και όμορφο, μέσα στην εσωστρέφεια του.

LABEL