
“Sodden floor of the woodlands
Scattered with severed petals
Beneficence of the Springtide
Observed by a younger Sun
When all songs are heard
And buds are on the bough
The Goddess’s pale countenance
Reigns over all that grows
White as the footprints of Olwen
The flowering ash reveals
Sap of the sky-fallen manna
Harvested in the ancestress’s fields
Dull and faded ochre stains the landscape like iron
Pools of a vernal paradise
Reflect the splendors of the season
In a furious palette of iridescence
Where the Meliai bathe undisturbed
Light of equal duration
Radiance shown upon stone
Emanating aligned formations
Shadows cast a vernal unknown”

Θα απαιτούσε έρευνα και έκταση να καταγράψει κάποιος τις εφαρμογές των (υπό μια μεταμοντέρνα οπτική, θεωρούμενων/αντιλαμβανόμενων στη σημερινή εποχή ως) μεσαιωνικών μουσικών στοιχείων/οργάνων/θεματικών στο metal κόσμο, όμως για χάρη του κειμένου (και για να τονίσουμε περαιτέρω την ιδιαιτερότητα των όντως ξεχωριστών Obsequiae) θα μπορούσαμε να ορίσουμε δύο μεγάλες αρχικές κατηγορίες: 1) τα folk metal σχήματα με τη συνύπαρξη παραδοσιακών metal οργάνων και οργάνων στις συνθέσεις (όπως άσκαυλοι, άρπες, διάφορα κρουστά), το αντίστοιχο “εξωτικό” image και στίχους της εποχής (με χαρακτηριστικότερο σχήμα μάλλον τους Γερμανούς In Extremo, ακολουθούμενους από τους πιο κλασικότροπους Haggard κοκ) και 2) τα black metal σχήματα και κυκλοφορίες με μεσαιωνικό image ή θεματικές, όπου συνήθως η χρήση τέτοιων στοιχείων είναι μάλλον περιορισμένη (κάποια μουσικά θέματα μέσα στις συνθέσεις ήχοι φλάουτου ή περάσματα με ακουστικές κιθάρες), αλλά έχουν το χαρακτηριστικό πως έχουν αφομοιώσει στιχουργικά/αισθητικά την έντονα δυϊκή θεώρηση του κόσμου, εκείνης της περιόδου (ας πούμε χονδρικά περί ενός αγνού πνευματικού πεδίου του Θεού και ενός μιαρού/μολυσμένου/αμαρτωλού υλικού πεδίου, συν τις ποινικές/λογοκριτικές/δεισιδαιμονικές προεκτάσεις που είχε σαν κοινωνική επίδραση) την οποία όμως φυσικά ανέστρεψαν πλήρως δημιουργικά υπέρ του “κακού” πόλου, την πολεμική αισθητική της αλλά και το φολκλόρ της.
Η δεύτερη κατηγορία σίγουρα παρήγαγε κάποια αριστουργήματα, κάποια πολύ καλά albums και ένα από τα επιβλητικότερα photo sessions στην ιστορία του ιδιώματος, μεταξύ άλλων. Στη δεύτερη κατηγορία φυσικά μπορούν να συμπεριληφθούν και σχήματα όπως οι Summoning ή οι Caladan Brood, ανοίγοντας έτσι μια γενικότερη κουβέντα περί του τι θεωρείται (και πως κατέληξε να θεωρείται) ως μεσαιωνικό στοιχείο σήμερα, μέσω των διάφορων πτυχών της ποπ κουλτούρας όπως η φανταστική λογοτεχνία κοκ.
Οι αμερικανοί Obsequiae λοιπόν, στη σελίδα τους στο metal archives χαρακτηρίζονται ως melodic black metal σχήμα, μια κατηγοριοποίηση που μάλλον πιο πολύ δειχνει την τάση και επιθυμία που έχουμε (ως ακροατές/μουσικογραφιάδες/έμποροι) να εντάσσουμε τα πάντα-όσο κι αν “στριμώχνονται”-σε ένα ήδη οριοθετημένο πλαίσιο χάριν συνεννόησης/κατανόησης και ως προς αυτό η ταμπέλα black metal αποτελεί ένα “σιγουράκι”, αφενός επειδή το ιδίωμα είναι παραγωγικότατο (προφανώς και με πολλή πλέμπα μέσα, φυσικά) και αφετέρου επειδή έχει επεκταθεί υφολογικά αρκετά ώστε να περιλάμβάνει και πράγματα πλήρως αντιθετικά μεταξύ τους (ακόμα και χωρίς να συνυπολογίσουμε τις “post” πτυχές του). Παραμένει μια συμβατική ταμπέλα πάντως, καθώς το σχήμα από την αρχή της δραστηριοποίησης του έχει και εξελίσσει χαρακτηριστικά που δεν ταυτίζονται με καμιά από τις παραπάνω δύο μεγάλες κατηγορίες που προαναφέρθηκαν.

Αρχικά, οι Obsequiae είναι μετριοπαθείς ως προς τον “μεσαιωνισμό” τους από την αρχή της πορείας τους και μέχρι σήμερα σε επίπεδο εικόνας και δηλώσεων: δεν διακηρύττουν κάποιες δάφνες αυθεντικότητας η βαθύτερης προσέγγισης (άσχετα αν θα μπορούσαν), ενώ η σκηνική τους παρουσία δεν περιλαμβάνει αντίστοιχα αξεσουάρ. Παρόλα αυτά αυτή τους η στάση (το ότι δηλαδή τα εν λόγω στοιχεία τους υφίστανται σε ένα πλαίσιο έξω από το θεατρικό χαρακτήρα του αντίστοιχου image που υπάρχει στις περισσότερες προαναφερθείσες περιπτώσεις) τους έχει καθιερώσει στα μάτια του μεταλλικού συναφιού ως μια πιο αυθεντική περίπτωση παραδόξως, παρά το αντίθετο.
Δεύτερον, η προαναφερθείσα υιοθέτηση και αντιστροφή του “ιεροεξεταστικού” μοντέλου που πραγματοποιούν τα μαυρομεταλλικά σχήματα που δημιουργούν με μεσαιωνικές θεματικές (“εμείς είμαστε ο μιαρός υλικός κόσμος/το δαιμονικό στοιχείο και οι μάγοι/μάγισσες που φοβάστε” κοκ) αλλά και οι πολεμικές ατμόσφαιρες, απουσιάζουν. Ο στιχουργικός κόσμος των Obsequiae έχει έντονες αναφορές σε μύθους και χαρακτήρες της ελληνικής και κέλτικης/ουαλικής (μεταξύ άλλων) μυθολογίας,προφανώς μεσαιωνικούς όρους, έντονη φυσιολατρεία, ποιητική γραφή και μια γενικότερη ατμόσφαιρα που ταυτίζεται με το μυστηριακό, το νοσταλγικό και το ρομαντικό, αλλά σπάνια με το σκοτεινό στοιχείο. Όσο με αφορά, το Aria Of Vernal Tombs λόγου χάρη συγχρονίζεται πολύ καλύτερα με της μονοφωνικές και πολυφωνικές συνθέσεις του Llibre Vermell de Montserrat (τις βρίσκετε σε διάφορες εκτελέσεις με ένα απλό youtube search) παρά με το Verwüstung / Invoke the Dark Age των Abigor ή το (τρομερό κατά τα άλλα) Witchcraft των Obtained Enslavement, το οποίο είναι μάλλον μια προφανής διαπίστωση.
Τρίτον, οι Obsequiae συνειδητά διαφοροποιούν τα ακουστικά/”μεσαιωνικά” κομμάτια από τα metal (στα δύο τελευταία albums τους λόγου χάρη τα instrumental κομμάτια στα οποία ακούμε την άρπα του Vicente La Camera Mariño, δεν παρεμβάλλονται ανάμεσα στις άλλες συνθέσεις, αλλά λειτουργούν σαν ιντερλούδια), μολονότι προφανώς αντίστοιχα μουσικά θέματα/περάσματα υπάρχουν και στις metal συνθέσεις. Για την ακρίβεια, ο mainman του σχήματος Tanner Anderson έχει δηλώσει πως θα ήθελε να κάνει ένα album αμιγούς μεσαιωνικής μουσικής αλλά σαν ξεχωριστό project, το οποίο σημαίνει πως αναγνωρίζει πως στη δική του (με την ευρεία έννοια) metal τέχνη οι δισολίες και τα riffs (οι κιθάρες γενικότερα) είναι τα πρωτεύοντα για τη δημιουργία ατμόσφαιρας πάνω από όλα και δεδομένης της καταγωγής και των εφηβικών ερεθισμάτων μου, μπορώ να κάνω συγκεκριμένους συνειρμούς σχετικούς με αυτή τη νοοτροπία:

Προφανώς αντίστοιχα κάποιος θα μπορούσε να αναφέρει τους Amorphis του 1994 ή τους Dark Tranquillity του 1993 (δηλωμένη κιόλας από τον ίδιο τον Anderson ως μεγάλη επιρροή) ή ακόμα και τους (προ 21ου αιώνα) Septic Flesh αντίστοιχα και η αλήθεια είναι πως αν πρέπει σώνει και καλά οι Obsequiae να ενταχθούν σε ένα πλαίσιο αυτό είναι το καταλληλότερο, των extreme (death/doom επί το πλείστον, μολονότι οι Rotting Christ του 1996 είναι χαρακτηριστικότατη περίπτωση) σχημάτων δηλαδή που στο πρώτο μισό των 90’s καλλιέργησαν το καθένα το δικό του ατμοσφαιρικό ύφος, χωρίς όμως να “αραιώνουν” το metal χαρακτήρα τους ηχητικά.
Με το φετινό τρίτο full-length τους ονόματι “The Palms of Sorrowed Kings” (το οποίο αποτέλεσε και την αφορμή για την παρούσα σύνοψη) λοιπόν, οι Obsequiae δε διαφοροποιούνται ριζικά από το προαναφερθέν πλαίσιο συνεπώς δεν υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης που υπήρξε στο ντεμπούτο τους “Suspended In The Brume Of Eos” του 2011 ή η εισαγωγή κάποιου νέου στοιχείου όπως λόγου χάρη η άρπα στο προ τετραετίας “Aria Of Vernal Tombs”: παρ’ όλα αυτά, αφενός αποτελεί κατά τον γράφοντα το ποιοτικότερο δείγμα γραφής τους μέχρι τώρα και αφετέρου η ίδια η μοναδικότητα της προσέγγισης τους (δεν υπάρχει άλλο σχήμα στη σκηνή σήμερα σαν αυτούς), τους παρέχει το καλύτερο “συγχωροχάρτι”.

Κοντολογίς (και έχοντας πάντα υπόψη τα χαρακτηριστικά της εγχώριας μεταλλικής ταυτότητας), όσοι από εσάς νοσταλγείτε/προτιμάτε τις περιόδους των Rotting Christ και Septic Flesh όπου οι κιθάρες και η ανάδειξη των θεμάτων τους ήταν ο κύριος πυρήνας των συνθέσεων τους, όσοι θεωρείτε πως το όραμα των Lordian Guard δεν υλοποιήθηκε ποτέ πλήρως,αλλά και όσοι έχετε σε περίοπτη θέση στην καρδιά σας το Aion των Dead Can Dance, (ξέρετε για άλλη μια φορά πως) εδώ θα νιώσετε σαν το σπίτι σας. Για τους υπόλοιπους, η μοναδική απάντηση που έχετε να δώσετε στον εαυτό σας αν δεν έχετε έρθει ακόμα σε επαφή μαζί τους είναι αν εν τέλει αποζητάτε ή έστω, δε σας χαλάει η ομορφιά στις μεταλλικές φαντασιακές σας αποδράσεις. Μη βιαστείτε να απαντήσετε, πριν τσεκάρετε το παρακάτω link.