Summoners Of the Muse: Obsequiae “The Palms Of Sorrowed Kings”

“Sodden floor of the woodlands
Scattered with severed petals
Beneficence of the Springtide
Observed by a younger Sun

When all songs are heard
And buds are on the bough
The Goddess’s pale countenance
Reigns over all that grows

White as the footprints of Olwen
The flowering ash reveals
Sap of the sky-fallen manna
Harvested in the ancestress’s fields

Dull and faded ochre stains the landscape like iron

Pools of a vernal paradise
Reflect the splendors of the season
In a furious palette of iridescence
Where the Meliai bathe undisturbed

Light of equal duration
Radiance shown upon stone
Emanating aligned formations
Shadows cast a vernal unknown”

(Pools Of A Vernal Paradise)

Το τρίτο από τα έξι μέρη της μεσαιωνικής σειράς Lady And The Unicorn με τίτλο Hearing, την οποία το σχήμα χρησιμοποίησε στο ομώνυμο demo του, το 2009.

Θα απαιτούσε έρευνα και έκταση να καταγράψει κάποιος τις εφαρμογές των (υπό μια μεταμοντέρνα οπτική, θεωρούμενων/αντιλαμβανόμενων στη σημερινή εποχή ως) μεσαιωνικών μουσικών στοιχείων/οργάνων/θεματικών στο metal κόσμο, όμως για χάρη του κειμένου (και για να τονίσουμε περαιτέρω την ιδιαιτερότητα των όντως ξεχωριστών Obsequiae) θα μπορούσαμε να ορίσουμε δύο μεγάλες αρχικές κατηγορίες: 1) τα folk metal σχήματα με τη συνύπαρξη παραδοσιακών metal οργάνων και οργάνων στις συνθέσεις (όπως άσκαυλοι, άρπες, διάφορα κρουστά), το αντίστοιχο “εξωτικό” image και στίχους της εποχής (με χαρακτηριστικότερο σχήμα μάλλον τους Γερμανούς In Extremo, ακολουθούμενους από τους πιο κλασικότροπους Haggard κοκ) και 2) τα black metal σχήματα και κυκλοφορίες με μεσαιωνικό image ή θεματικές, όπου συνήθως η χρήση τέτοιων στοιχείων είναι μάλλον περιορισμένη (κάποια μουσικά θέματα μέσα στις συνθέσεις ήχοι φλάουτου ή περάσματα με ακουστικές κιθάρες), αλλά έχουν το χαρακτηριστικό πως έχουν αφομοιώσει στιχουργικά/αισθητικά την έντονα δυϊκή θεώρηση του κόσμου, εκείνης της περιόδου (ας πούμε χονδρικά περί ενός αγνού πνευματικού πεδίου του Θεού και ενός μιαρού/μολυσμένου/αμαρτωλού υλικού πεδίου, συν τις ποινικές/λογοκριτικές/δεισιδαιμονικές προεκτάσεις που είχε σαν κοινωνική επίδραση) την οποία όμως φυσικά ανέστρεψαν πλήρως δημιουργικά υπέρ του “κακού” πόλου, την πολεμική αισθητική της αλλά και το φολκλόρ της.

Η δεύτερη κατηγορία σίγουρα παρήγαγε κάποια αριστουργήματα, κάποια πολύ καλά albums και ένα από τα επιβλητικότερα photo sessions στην ιστορία του ιδιώματος, μεταξύ άλλων. Στη δεύτερη κατηγορία φυσικά μπορούν να συμπεριληφθούν και σχήματα όπως οι Summoning ή οι Caladan Brood, ανοίγοντας έτσι μια γενικότερη κουβέντα περί του τι θεωρείται (και πως κατέληξε να θεωρείται)  ως μεσαιωνικό στοιχείο σήμερα, μέσω των διάφορων πτυχών της ποπ κουλτούρας όπως η φανταστική λογοτεχνία κοκ.

Οι αμερικανοί Obsequiae λοιπόν, στη σελίδα τους στο metal archives χαρακτηρίζονται ως melodic black metal σχήμα, μια κατηγοριοποίηση που μάλλον πιο πολύ δειχνει την τάση και επιθυμία που έχουμε (ως ακροατές/μουσικογραφιάδες/έμποροι) να εντάσσουμε τα πάντα-όσο κι αν “στριμώχνονται”-σε ένα ήδη οριοθετημένο πλαίσιο χάριν συνεννόησης/κατανόησης και ως προς αυτό η ταμπέλα black metal αποτελεί ένα “σιγουράκι”, αφενός επειδή το ιδίωμα είναι παραγωγικότατο (προφανώς και με πολλή πλέμπα μέσα, φυσικά) και αφετέρου επειδή έχει επεκταθεί υφολογικά αρκετά ώστε να περιλάμβάνει και πράγματα πλήρως αντιθετικά μεταξύ τους (ακόμα και χωρίς να συνυπολογίσουμε τις “post” πτυχές του). Παραμένει μια συμβατική ταμπέλα πάντως, καθώς το σχήμα από την αρχή της δραστηριοποίησης του έχει και εξελίσσει χαρακτηριστικά που δεν ταυτίζονται με καμιά από τις παραπάνω δύο μεγάλες κατηγορίες που προαναφέρθηκαν.

Αρχικά, οι Obsequiae είναι μετριοπαθείς ως προς τον “μεσαιωνισμό” τους από την αρχή της πορείας τους και μέχρι σήμερα σε επίπεδο εικόνας και δηλώσεων: δεν διακηρύττουν κάποιες δάφνες αυθεντικότητας η βαθύτερης προσέγγισης (άσχετα αν θα μπορούσαν), ενώ η σκηνική τους παρουσία δεν περιλαμβάνει αντίστοιχα αξεσουάρ. Παρόλα αυτά αυτή τους η στάση (το ότι δηλαδή τα εν λόγω στοιχεία τους υφίστανται σε ένα πλαίσιο έξω από το θεατρικό χαρακτήρα του αντίστοιχου image που υπάρχει στις περισσότερες προαναφερθείσες περιπτώσεις) τους έχει καθιερώσει στα μάτια του μεταλλικού συναφιού ως μια πιο αυθεντική περίπτωση παραδόξως, παρά το αντίθετο.

Δεύτερον, η προαναφερθείσα υιοθέτηση και αντιστροφή του “ιεροεξεταστικού” μοντέλου που πραγματοποιούν τα μαυρομεταλλικά σχήματα που δημιουργούν με μεσαιωνικές θεματικές (“εμείς είμαστε ο μιαρός υλικός κόσμος/το δαιμονικό στοιχείο και οι μάγοι/μάγισσες που φοβάστε” κοκ) αλλά και οι πολεμικές ατμόσφαιρες, απουσιάζουν. Ο στιχουργικός κόσμος των Obsequiae έχει έντονες αναφορές σε μύθους και χαρακτήρες της ελληνικής και κέλτικης/ουαλικής (μεταξύ άλλων) μυθολογίας,προφανώς μεσαιωνικούς όρους, έντονη φυσιολατρεία, ποιητική γραφή και μια γενικότερη ατμόσφαιρα που ταυτίζεται με το μυστηριακό, το νοσταλγικό και το ρομαντικό, αλλά σπάνια με το σκοτεινό στοιχείο. Όσο με αφορά, το Aria Of Vernal Tombs λόγου χάρη συγχρονίζεται πολύ καλύτερα με της μονοφωνικές και πολυφωνικές συνθέσεις του Llibre Vermell de Montserrat (τις βρίσκετε σε διάφορες εκτελέσεις με ένα απλό youtube search) παρά με το Verwüstung / Invoke the Dark Age των Abigor ή το (τρομερό κατά τα άλλα) Witchcraft των Obtained Enslavement, το οποίο είναι μάλλον μια προφανής διαπίστωση.

Τρίτον, οι Obsequiae συνειδητά διαφοροποιούν τα ακουστικά/”μεσαιωνικά” κομμάτια από τα metal (στα δύο τελευταία albums τους λόγου χάρη τα instrumental κομμάτια στα οποία ακούμε την άρπα του Vicente La Camera Mariño, δεν παρεμβάλλονται ανάμεσα στις άλλες συνθέσεις, αλλά λειτουργούν σαν ιντερλούδια), μολονότι προφανώς αντίστοιχα μουσικά θέματα/περάσματα υπάρχουν και στις metal συνθέσεις. Για την ακρίβεια, ο mainman του σχήματος Tanner Anderson έχει δηλώσει πως θα ήθελε να κάνει ένα album αμιγούς μεσαιωνικής μουσικής αλλά σαν ξεχωριστό project, το οποίο σημαίνει πως αναγνωρίζει πως στη δική του (με την ευρεία έννοια) metal τέχνη οι δισολίες και τα riffs (οι κιθάρες γενικότερα) είναι τα πρωτεύοντα για τη δημιουργία ατμόσφαιρας πάνω από όλα και δεδομένης της καταγωγής και των εφηβικών ερεθισμάτων μου, μπορώ να κάνω συγκεκριμένους συνειρμούς σχετικούς με αυτή τη νοοτροπία:

Προφανώς αντίστοιχα κάποιος θα μπορούσε να αναφέρει τους Amorphis του 1994 ή τους Dark Tranquillity του 1993 (δηλωμένη κιόλας από τον ίδιο τον Anderson ως μεγάλη επιρροή) ή ακόμα και τους (προ 21ου αιώνα) Septic Flesh αντίστοιχα και η αλήθεια είναι πως αν πρέπει σώνει και καλά οι Obsequiae να ενταχθούν σε ένα πλαίσιο αυτό είναι το καταλληλότερο, των extreme (death/doom επί το πλείστον, μολονότι οι Rotting Christ του 1996 είναι χαρακτηριστικότατη περίπτωση) σχημάτων δηλαδή που στο πρώτο μισό των 90’s καλλιέργησαν το καθένα το δικό του ατμοσφαιρικό ύφος, χωρίς όμως να “αραιώνουν” το metal χαρακτήρα τους ηχητικά.

Με το φετινό τρίτο full-length τους ονόματι “The Palms of Sorrowed Kings” (το οποίο αποτέλεσε και την αφορμή για την παρούσα σύνοψη) λοιπόν, οι Obsequiae δε διαφοροποιούνται ριζικά από το προαναφερθέν πλαίσιο συνεπώς δεν υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης που υπήρξε στο ντεμπούτο τους “Suspended In The Brume Of Eos” του 2011 ή η εισαγωγή κάποιου νέου στοιχείου όπως λόγου χάρη η άρπα στο προ τετραετίας “Aria Of Vernal Tombs”: παρ’ όλα αυτά, αφενός αποτελεί κατά τον γράφοντα το ποιοτικότερο δείγμα γραφής τους μέχρι τώρα και αφετέρου η ίδια η μοναδικότητα της προσέγγισης τους (δεν υπάρχει άλλο σχήμα στη σκηνή σήμερα σαν αυτούς), τους παρέχει το καλύτερο “συγχωροχάρτι”.

Κοντολογίς (και έχοντας πάντα υπόψη τα χαρακτηριστικά της εγχώριας μεταλλικής ταυτότητας), όσοι από εσάς νοσταλγείτε/προτιμάτε τις περιόδους των Rotting Christ και Septic Flesh όπου οι κιθάρες και η ανάδειξη των θεμάτων τους ήταν ο κύριος πυρήνας των συνθέσεων τους, όσοι θεωρείτε πως το όραμα των Lordian Guard δεν υλοποιήθηκε ποτέ πλήρως,αλλά και όσοι έχετε σε περίοπτη θέση στην καρδιά σας το Aion των Dead Can Dance, (ξέρετε για άλλη μια φορά πως) εδώ θα νιώσετε σαν το σπίτι σας. Για τους υπόλοιπους, η μοναδική απάντηση που έχετε να δώσετε στον εαυτό σας αν δεν έχετε έρθει ακόμα σε επαφή μαζί τους είναι αν εν τέλει αποζητάτε ή έστω, δε σας χαλάει η ομορφιά στις μεταλλικές φαντασιακές σας αποδράσεις. Μη βιαστείτε να απαντήσετε, πριν τσεκάρετε το παρακάτω link.

 

label

Σεμεδάκι & Φοντάν: Abhor/Abysmal Grief “Legione Occulta / Ministerium Diaboli”

Πως θα ήταν η αισθητική ενός album, αν ο δημιουργός κρύβει στα καμώματά του, τα δικά σου μύχια σύμβολα; Η Μεγάλη Ιταλική συνουσία ράβει το μυαλό σου, με κλωστή από τα βαφτιστικά σου ρουχαλάκια, για να κλειδώσει την καθεστηκυία τάξη που το κυβερνά. Είναι τοποθετημένη με ακρίβεια να θωπεύει το υποσυνείδητό, ενώ χαζογελάς, ανήμπορος ν’ αντιδράσεις στο πνεύμα της ιλαρότητας που σου προσφέρει. Ανασταλεί κάθε ικμάδα της κράσης σου, κι εσύ χάσκεις αποσβολωμένος μπροστά στο χοντροκομμένο πανηγύρι του ζοφερού τρόμου που ετόλμησαν.

Στο πρώτο κομμάτι “Legione Occulta” οι ημίθεοι Ιταλοί Abhor ντύνουν με μουσικές νότες έναν εξορκισμό. Άμεση εισαγωγή στο θέμα με ένταση στα riff σε mid-tempo ρυθμό, άτρωτα φωνητικά και organ μεγαλοπρέπεια μέχρι να σκάσει το κουκούλι. Τότε, τα γυναικεία «φωνητικά» (δαιμονισμένη) που υβρίζουν στα Ιταλικά, καθώς και η επιτακτική δυναμική του ιερέα (εξορκιστή) δίνουν την δυνατότητα στον Ulfhedhnir (ή τον Domine Saevum Graven) να διηγηθούν την ιστορία από την πλευρά του βιβλικά Κακού. To heavy πλαίσιο του ρυθμού και τα πλήκτρα δυναμιτίζουν όσα γίνονται στο background, δημιουργώντας μια αγχώδη εσωτερική ένταση που καθώς η διαδικασία προχωρά μετατρέπεται σε μάγκωμα ψυχής και σαγήνη για όσα επιτελούνται. Ο εξορκισμός δημιουργεί μια εμμονή, μέσα στην οποία ενώ δεν θες να δεις- κοιτάς -και τελικά τίποτε δεν αφήνει να σιγάσει το πάθος και η αποστροφή που σε κυριεύουν. Αποταγή! άναψε τα φώτα και σκέψου πόσο θα μας είχε στιγματίσει αν το έγραφαν στα 90’s.. Το “Possession Obsession” συνεχίζει την διήγηση μ’ ένα εξαιρετικό κεντρικό riff. Μπορεί να είναι το «κανονικό» κομμάτι του split, σε δομικό επίπεδο, αλλά χρησιμοποιεί ιδανικά τα κλισέ της occult εκεχειρίας. Κυρίως στο συνδυασμό riff και πλήκτρα που ολοένα και μετατρέπουν τον ρυθμό, καταφέρνοντας να συνεπάρει σταδιακά και τελικά να δυναμιτίζει με τρόπο που σε μαγνητίζει. Το επιστέγασμα της μουσικής των Abhor θα δοθεί μ’ αισθητική ζοφερής αρχοντιάς.

Abhor

Larte Dellorrore: Ο άνθρωπος στο εξώφυλλο είναι δαιμονισμένος. Το βλέμμα του είναι χαμένο κάπου μέσα του ψάχνοντας τι βρωμερό στέκει επάνω στην καρδιά του, ενώ το αίμα στάζει από ακαθόριστες πληγές στα λευκά σεντόνια. Το σημείο που οδηγεί στην αρπαγή του νου, είναι η στάση δυσώπησης (επίμονη παράκληση, ικεσία) που μοιάζει να οδηγείται το σώμα, από την ελάχιστη ψυχή που απέμεινε στο κατεχόμενο κουφάρι. Σαν οδική βοήθεια στα κανάλια του υποσυνείδητου, η εικόνα αυτή μας πηγαίνει πίσω σε αφετηριακά οδυνηρά συμβάντα. Στιγμές που έχουμε κρατήσει, όπως ο άρρωστος συγγενής στο κρεββάτι. Οι Ιταλοί χτυπούν με αμόνι την υπόφυση του ποιμνίου, χρησιμοποιώντας το λευκό σεντόνι, την παλιά πρίζα, τον διακόπτη στον πράσινο τοίχο και βέβαια τον εσταυρωμένο (το ότι είναι βαλμένος ανάποδα, χάριν θέματος, δεν αλλάζει τις πλοηγήσεις του υποσυνειδήτου). Το παλαιό σπίτι κουβαλά και άσχημες αναμνήσεις, που κάπως/κάποτε θα γίνουν ολοζώντανές σκηνές σε όσους κρατούν τη θύμηση του κακού.

Οι Abysmal Grief βάζουν τη βελόνα στη τελετουργική νηνεμία και φτιάχνουν το μεγαλύτερο έπος της ιστορίας τους, υπό τον τίτλο “Ministerium Diaboli”, που είναι χωρισμένο σε τρία μέρη. Το πρώτο τρίλεπτο λειτουργεί σαν intro. Περίφημα πλήκτρα και φωνές μιλούν αδιόρατα στο αμφιθέατρο των αποφάσεων και απροσδιόριστα μας οδηγούν στη μυστικιστική φαντασμαγορία, όταν λίγο πριν το τέταρτο λεπτό, η επαναλαμβανόμενη και εύκρατα πένθιμη μελωδία των πλήκτρων αλλάζει ρότα στη διήγηση. Τότε, ο βαρύτονος ξεκινά ν’ απαγγέλει με ύφος γραμματικού, ακατάλυπτα λόγια που μας ταξιδεύουν μεθυστικά δίπλα στη μουσική διάβαση, μέχρι ν’ αφεθούμε μετέωροι στον υπνωτικό λήθαργο που ξυπνά έναν άλλο εαυτό, εαυτό μυστηρίων. Λίγο πριν το ένατο λεπτό αρχινά η doom κατάβαση. Το αργό σουλάτσο με τις heavy κιθάρες έρχεται σαν είδος βαδίσματος και θα μεγαλώσει με φωνές ωσότου βγει σε solo κουμπωμένο στο ύφος, με την απαραίτητη φρενίτιδα εντός των doom τειχών. Το επιστέγασμα της μουσικής των Abysmal Grief θα δοθεί μ’ αισθητική εστέτ παρακμής.

Abysmal

Larte Dellorrore: Μπαίνεις πάλι στο σπίτι της θείας που δεν είναι πλέον κοντά μας. Έχει σκόνη επάνω στον πλαστικό μουσαμά, αράχνες ντύνουν τα κρύσταλλά στη παλιά σερβάντα. Μα εσύ στέκεις όρθιος και κοιτάς το τραπέζι που καθόσαστε παλιά, θυμάσαι την πορτοκαλάδα στο κακοπλυμένο ποτήρι. Μα το τραπέζι έχει πια εγκαταλειφθεί. Σαν οδική βοήθεια στα κανάλια του υποσυνείδητου, η εικόνα αυτή μας πηγαίνει πίσω σε τυπικές υποχρεώσεις. Στιγμές που όλοι έχουμε ζήσει, όπως ο καταναγκασμός των εθιμοτυπικών επισκέψεων (Και μην ξεχάσεις, τώρα που θα φτάσουμε, να πεις τα χρόνια πολλά στη θεία). Οι Ιταλοί χτυπούν με αμόνι την υπόφυση του ποιμνίου, χρησιμοποιώντας σεμεδάκι σε τραπέζι καθιστικού, δίπλα σε τσίγκινο τασάκι και μαύρη φοντανιέρα. Σαν κερασάκι στη τούρτα μαρτύριο, ο κόρυμβος του τρόμου, το αποκεφαλισμένο παιχνίδι του μακρινού παρελθόντος..

Γυρνώντας ως αντίδωρο το δώρο που μας έκαναν Abhor & Abysmal Grief, πάμε να τιμήσουμε τους προπάτορες αλλά και την ιστορία του Ιταλικού Black Metal. Με πλοηγό τον βαρκάρη με το δρέπανο θα φτάσουμε στην Alessandria του Piedmont, όταν οι δούλοι της μίζερης καταχνιάς τράνταζαν τα μάρμαρα του ψόφου.

Mortuary Drape “Into the Catachthonium”

Catachthonium

Κανονικά, θα έπρεπε να έβαζα το All the Witches Dance” για να βλέπατε το εξώφυλλο στην μεγαλοπρέπειά του. Ωστόσο, το 2002 βγήκε ένα bootleg compilation από την Unisound, με τίτλο που ξεκλειδώνει και υποσυνείδητο τεχνοκράτη. Ακόμα νιώθω θαυμασμό για τη λέξη Catachthonium (ο Τζανετάτος υπέγραψε εδώ, ότι και να ήταν/όπως και να έγιναν τα πράγματα) σε συνδυασμό βέβαια με το απροκάλυπτο πτώμα, τα κεριά και τις πραγματικές εικόνες που είχα (καταπακτή με κόκκαλα και κρανία που είχε/έχει το οστεοφυλάκιο του χωριού μου και ανοίξαμε αρκετές φορές μέσα στα χρόνια).

Στο “Into the Catachthonium” θα βρούμε το ντεμπούτο του ’94 και το Ep του ’92, άρα την βασική δράση των Ιταλών όταν έγραφαν ιστορία στο underground. Το Black Metal των Mortuary Drape οφείλει πολλά σε Venom, Mercyful Fate, το thrash των late 80’s αλλά και τα soundtrack των Ιταλικών θρίλερ. Πέρα από αυτά, είναι βαπτισμένο στον ελληνικό ήχο, όπως αυτός διαμορφώθηκε από Νecromantia, Varathron και Rotting Christ. Το άρτιο κέντημα όλων τα παραπάνω εμφανίζει μια λαμπυρίζουσα προσωπικότητα, που θα ήταν τελικά δίκαιο να θεωρηθεί αυτόνομη. Δομικά το heavy riffing κρατά τα γκέμια στ’ άλογα του occult άρματος. Μελωδικά περάσματα και ουσιαστικά samples χρωματίζουν την πλοκή ενώ η χρήση γυναικείων φωνητικών μας μεταφέρει πέρα μακριά από σκοτεινούς αιώνες στις παρυφές του Άδη. Η ουσία της ομίχλης που πλουμίζουν τα συγκεκριμένα μοτίβα είναι καθοριστική για το μεγαλείο των Ιταλών. Το βασικό χαρακτηριστικό του χθες είναι παρόν. Μια κιθάρα παίζει μπροστά από το ρυθμικό μέρος, δημιουργώντας άδειο «χώρο» (λυπάμαι που ενώ υπήρξε αναβίωση του ελληνικού ήχου, ακόμα δεν το είδα σαν εφαρμογή), παράλληλα αυτό που κάνουν με τα solos είναι αξιοσημείωτο. Γιατί το solo σαν τρόπος παιξίματος είναι πολύ μακριά από το μαυρομεταλλικό ύφος και ήθος (solo=επίδειξη και όχι ουσία) και οι Ιταλοί κατάφεραν περίφημα να το εντάξουν χωρίς να γλασάρουν την πλοκή. Το μπάσο είναι σημείο αναφοράς και δουλεύει πολύ (περισσότερο στο Ep “Into the Drape”) ενώ τα φωνητικά έχουν αυτή τη βαθιά και παχιά άρθρωση που εν μέρη μπουκώνει αλλά τελικά βοηθά το σύνολο να κοντέψει το μνήμα απ’ τον περίβολο. Εκτιμώ, πως το παλαντζάρισμα metal ρυθμός/ατμόσφαιρα δεν αναιρούσε την σκιά τότε, ενώ στο σήμερα έχει σημεία που τα λες και cheesy. Το πάντρεμα αυτό ήταν όμως ο σκοπός, ήθελαν την ενσωμάτωση και είναι καταδεκτικό του τρόπου που έγραφαν. Εδώ έχουμε ιστορία, που αναφέρει τις δύο αυτές κυκλοφορίες στην ομάδα εκείνων που δημιουργούσαν την οπτική. Με λίγα λόγια, έτσι οδηγήθηκε το heavy metal στο σκοτάδι και αργότερα απέκτησε την αυτόνομη δύναμη να σκουρύνει οριστικά. Οι Mortuary Drape είναι ένα σχήμα που στα πρώιμα χρόνια είχε περιβληθεί καπνούς μυστηρίου σχετιζόμενο με αίρεση. Είναι δεκάδες οι φήμες για μέλη πτωμάτων επί σκηνής αλλά και οι εικασίες (κάποιες ήταν αλήθεια, στο μέτρο του επιτρεπτού) για τα Live που έκαναν. Ωστόσο το βασικό μοντέλο κεριά, κουκούλες και απόκρυφα διακριτικά έζησε από το χθές μέχρι και το σήμερα..

official να ‘ν οι ώρες σας.

Ο δεύτερος λόγος που μ’ έκανε να επιλέξω το bootleg αντί για το Full-album είναι οικονομικός. Νισάφι πια με την ακριβή ιστορία του black metal, που είναι ανοιχτή σε μια ακαθόριστη ελίτ, που πληρώνει χρήματα επειδή της είπανε πως πρέπει, ενώ παίζει να μη νιώθει δράμι. Είναι γελοίο να κοστίζει το ντεμπούτο του ’94, σαράντα ευρώ στην ελάχιστη τιμή του discogs, ενώ το συγκεκριμένο bootleg να κάνει στη χειρότερη όσο ένα εισιτήριο σινεμά. Παράλληλα είναι και ζήτημα ευκολίας. Κάθε κυκλοφορία πρέπει να μπορεί να βρεθεί. Τα bootleg σαν αυτό, δεν πωλούνται πλέον στο discogs, αλλά σίγουρα θα τα βρείτε στο μοναστηράκι σε μαγαζιά ή σε κάποια λίστα. Πιστεύω ακράδαντα πως κάθε κυκλοφορία θα πρέπει να μπορεί να βρίσκεται στη κατοχή των οπαδών (και προφανώς δεν έχουν όλοι χρήματα για να βρουν την πρώτη κοπή). Η πρόσβαση είναι προϋπόθεση της αγοράς. Η αγορά είναι συμμετοχή. Η συμμετοχή δημιουργεί αντικείμενα μνήμης.

Αντικείμενα Μνήμης.

Μια κυκλοφορία σε οποιαδήποτε μορφή κι αν αποκτηθεί, είναι ένα αντικείμενο μνήμης. Το υλικό μέρος ενός album καταφέρνει να εσωκλείει συναισθήματα που ταξιδεύουν από το παρελθόν κάθε εαυτού στο εκάστοτε παρόν έκθεσης. Με τον τρόπο αυτό υπάρχει ένα ανοιχτό κανάλι μνήμης και συναισθηματικής προόδου απέναντί στο album. Είναι προφανές πως αυτή η πρόοδος είναι παράλληλα και προσωπική/εσωτερική, που θα πάει ακόμα πιο βαθιά μέσα μας. Ωστόσο, εδώ μας ενδιαφέρει η κυκλοφορία ως διαχρονικό εργαλείο, σε σχέση με το ίδιο το περιεχόμενο. Κάθε εποχή κουβαλά πολλά στοιχεία που την θυμίζουν, όταν το album έρχεται στα χέρια μας και ξεκινά η διαδικασία αναπαραγωγής. Πέρα από τη μουσική και τους στίχους, είναι το artwork και οι φωτογραφίες αλλά και λεπτομέρειες όπως η ποιότητα του χαρτιού και του πλαστικού ή ακόμα και η προχειρότητα ή τα λάθη (όπως για παράδειγμα το tracklist του “Into the Catachthonium”- γιατί μαθαίνεις για τη demo period από τον λάθος τίτλο στο τελευταίο κομμάτι) που ενδεχομένως έχει. Σκοπός του αντικειμένου μνήμης είναι να προκαλέσει «εισβολή του παρελθόντος» σε κάθε εκάστοτε παρόν έκθεσης. Ο σκόπελος αυτής της «εισβολής» είναι η νοσταλγία, γιατί η διαδικασία χρωματίζει άμεσα το σήμερα με την ώχρα του χθες. Αναζητάμε το περιεχόμενο, με το βάθος της συσχέτισης που έχει επιτελέσει η ζύμωση του χρόνου. Κι εδώ η νοσταλγία μπορεί εύκολα να μετασχηματίσει σ’ ένα είδος αυτολύπησης (για το ψυχολογικό παρόν της έκθεσης σε σχέση με το παρελθόν των εκθέσεων). Εκείνο που ενδιαφέρει το νοσταλγό είναι λιγότερο το Παρελθόν από αυτό καθ’ εαυτό το αίσθημα της νοσταλγίας. Αυτό πρέπει να προσπεραστεί, όχι μόνο γιατί σαν ψυχική δρομολόγηση δεν οδηγεί κάπου, αλλά επειδή η «εισβολή του παρελθόντος» είναι παρούσα στο παρόν μέσω ενός αντικειμένου μνήμης. Στόχος δεν είναι η αναβίωση αλλά η εκ νέου κατανόηση του παρελθόντος, με όπλο τη γνώση όσων ήλθαν αργότερα (την εκπαίδευση που έχει πραγματοποιηθεί). Εν τέλη βάση των παραπάνω θα μπορούσε να ειπωθεί πως η έκθεση σε οποιαδήποτε κυκλοφορία του παρελθόντος είναι εν δυνάμει παρόν.

Psicologia Del Miglioramento: Φωτοσκοπούμε τους τριγμούς που επιφέρει η τρομάρα του δαιμονικού στο θυμικό, η πανώλη των δεισιδαιμονιών στη λογική και ο κυνισμός του απευκταίου στο ένστικτο (του ζωντανού που κοιτά ένα πτώμα, γνωρίζοντας πως κάποτε θα πάρει κι αυτός τη θέση του στο μνήμα). Καγχάσαμε ως ανάλγητοι για την πίκρα που μας προσφέρει η γνώση της ζωής και τελικά οδηγηθήκαμε σε συμβιβασμό, αγνοώντας το δεδικασμένο. Ωστόσο, οι μυημένοι στο μυστήριο της μαυρομεταλλικής αισθητικής αλλά και της occult θεματολογίας γενικότερα, έχουν περάσει προ πολλού τον ψυχολογικό φραγμό της αποστροφής μετέχοντας με κέφι στο γλέντι του αποτρόπαιου. Διαθέτουν έναν μηχανισμό στήριξης, ένα φαντασιακό πλαίσιο θέασης που τελικά εκπέμπει ζεστασιά. Μοιάζει σχήμα οξύμωρο αλλά είναι απλά ένα αντισταμινικό ζοφερότητας, μια άχρονη εποχή θρύλων και οιωνών προς την αλλεργία της καλλωπισμένης ρουτίνας του παρφουμαρισμένου τους Τίποτε.

https://ironbonehead.de/frame.htm

 

Were YOU a witness; Lingua Ignota “Caligula”

Αν ο χωροχρόνος ήταν μια παράμετρος που θα μπορούσαμε να αψηφήσουμε (με μεθόδους πέρα από τη φαντασία μας η άλλες διανοητικές ασκήσεις εννοώ), ένα από τα μέρη που θα ήθελα να παραστώ θα ήταν ο καθεδρικός ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Νέα Υόρκη, στις 12 και 13 Οκτωβρίου του 1990 συγκεκριμένα: τότε δηλαδή, που ηχογραφήθηκε το Plague Mass live album της Diamanda Galas. Η ιστορία γύρω από το album είναι λίγο πολύ γνωστή (όπως και η γενικότερη ακτιβιστική δράση της Galas), δηλαδή πως η performance μέσα στο ναό αποτέλεσε προφανώς ένα κατηγορώ απέναντι στην-τότε-αδιαφορία των θρησκευτικών και πολιτικών αρχών απέναντι στην πρόληψη και αντιμετώπιση του AIDS. Το Plague Mass είναι προφανώς μια λειτουργία και η ερμηνεία της μέσα στον καθεδρικό ναό ήταν επί της ουσίας ένας τρόπος να επαναπροσδιορίσεις και να στρέψεις τα μέσα του “εχθρού” εναντίον του: την ακουστική/αρχιτεκτονική υποβλητικότητα του χώρου, τους θρησκευτικούς/μεταφυσικούς/ενοχικούς συνειρμούς που προκαλεί ένα τέτοιο μέρος (είτε είσαι πιστός είτε όχι), το ότι απευθύνεται στο κοινό σε πρώτο πρόσωπο σαν να κηρύττει, την ίδια την εξοντωτική (για το δέκτη) φύση της ερμηνείας της.

(όταν ντύνεσαι όλη τη βρωμιά του κόσμου προκειμένου να τη στρέψεις πίσω στα πλαίσια μιας performance, είναι λογικό να μοιάζεις κάπως έτσι)

Κοντολογίς, το Plague Mass σου ρουφάει την ενέργεια καθώς το ακούς να διαπερνάει το χωροχρόνο και τα ακουστικά/ηχεία και να σε κοιτάζει κατάματα μέσα σου, εκπέμποντας την δίκαιη οργή του, συνεπώς μόνο να φανταστώ μπορώ πόσο έντονη εμπειρία θα ήταν για τους παρευρισκόμενους.

Η Διαμάντω επί το έργο © Ebet Roberts, 1990

Η Lingua IgnotaKristin Hayter, συμβατικά) λοιπόν, περισσότερο χρησιμοποιεί εκφραστικά/αισθητικά εργαλεία παρόμοιας νοοτροπίας και στρατηγικής με την Galas-σε συγκεκριμένο θεματικό πεδίο και άλλο ηχητικό πλαίσιο φυσικά-παρά παίζει με την αντίθεση του ιερού/αγνού με το μολυσμένο/ανίερο από την οπτική του μύστη (όπως συχνότερα αγαπάμε/συνηθίζουμε στην κουλτούρα μας, όσοι από εμάς έχουμε extreme metal αλλά και μάλλον πιο συγκεκριμένα μαυρομεταλλικές καταβολές) κι αυτό είναι κάτι που με τη μια μου χτύπησε όταν άκουσα το αρκετά καλό All Bitches Die τέλη του 2017 και το παρουσίασα στο Underground Kommandoz του Metal Hammer Φεβρουαρίου 2018, με το όνομα της ήδη να συζητούνταν σε underground κύκλους (λίγους μήνες μετά το album θα επανακυκλοφορούσε από την Profound Lore και θα ξεκινούσε μια πιο επίσημη προώθηση). Το ότι αργότερα έμαθα πως η πτυχιακή της εργασία για το Master Καλών Τεχνών της περιλάμβανε μια εννοιολογική ταύτιση μέσω μιας μαθηματικής συσχετιστικής μεθόδου, στίχων αισθητικού μισογυνισμού από extreme μπάντες με δικαστικά έγγραφα/αστυνομικές αναφορές/ηχητικά ντοκουμέντα από της δικές της εμπειρίες ως θύμα κακοποιητικής σχέσης (το οποίο αφορά και τον κύριο στιχουργικό ερέθισμα του μουσικού της project έως τώρα, ως γνωστόν) απλά συμπλήρωσε ιδανικά την παραπάνω αίσθηση και εικόνα, όπως και η δραστηριοποίηση της στον ευρύτερο noise/experimental χώρο φυσικά.

Αυτά όμως ίσχυαν μέχρι τον Ιούλιο του 2019, καθώς το φετινό full-length της ονόματι Caligula, δείχνει το industrial/noise/neoclassical ύφος της να διευρύνεται σημαντικά αλλά και να ολοκληρώνεται ως όραμα, όντας μια δουλειά που δεν είμαι σίγουρος σε τι βαθμό έχουμε ακούσει παρόμοια, ως τελικό απόσταγμα.Μια τρόπο τινά κυριολεκτική ηχητική Lingua Ignota στην ευρύτερη extreme σκηνή;Όχι, αλλά ναι παράλληλα.

Το Caligula δείχνει την Hayter να εισάγει έγχορδα (τσέλο/βιολί) καθώς και φυσικά τύμπανα και κρουστά σε σημεία, να χρησιμοποιεί επιρροές από black metal(σε κάποιες φωνητικές ερμηνείες, χρήση κρουστών αλλά και ενορχηστρώσεις, λόγου χάρη στα Days Of Tears And Mourning και Spite Alone Holds Me Aloft, ή στα “υπο-blasts” του If My Poison Won’t Take You My Dogs Will), sludge (σε κάποια heavy σημεία με τύμπανα και στρώματα θορύβου τα οποία θα φέρουν συνειρμικά και μάλλον αναμενόμενα το αδελφικό σχήμα των The Body, των οποίων ο Lee Buford συμμετέχει εδώ επίσης, μεταξύ άλλων εκλεκτών συντελεστών), εκκλησιαστική μουσική και μεσαιωνικές μελωδίες, να έχει γενικότερα μια πιο ψυχωμένη φωνητική απόδοση σε σχέση με τα δύο προηγούμενα πονήματα της που σε συνδυασμό με το ούτως η άλλως φορτισμένο (και πιο απλωμένο σε ερμηνείες,αναφορές και συμβολισμούς πάντως) στιχουργικό περιεχόμενο οδηγεί έως και σε ανατριχιαστικά αποτελέσματα (αποκορύφωμα ο παντελώς στοιχειωτικός επίλογος I Am The Beast, αν και μπορούν να αναφερθούν οι περισσότερες συνθέσεις) και εν τέλει σε ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα με δική του προσωπικότητα και μια δουλειά που θα χαρακτηρίσει τόσο την-ποιοτικότατη παρεμπιπτόντως-χρονιά που διανύουμε αλλά και τη δεκαετία που φεύγει.

Απομένει να τα διαπιστώσουμε αυτά και δια ζώσης όπου ελπίζω όχι μόνο να του κόψει κάποιου διοργανωτή να κανονίσει ένα event για να τη δούμε ζωντανά σε οποιοδήποτε κλειστό χώρο στην Ελλάδα, αλλά ιδανικά να του κόψει αρκετά ώστε να γίνει στην Αγγλικανική εκκλησία του Αγίου Παύλου στην Αθήνα (όπου ως γνωστόν πραγματοποιούνται μουσικά events πειραματικής και λιγότερο πειραματικής μουσικής κάθε χρόνο).

Είμαι σίγουρος πως ο συναισθηματικός απόηχος-ή το πνεύμα, αν προτιμάτε-που γέννησε το βίωμα των παρευρισκόντων στο event της Galas το 1990 στη Νέα Υόρκη, θα είναι εκεί.

label

Katholic Magick against Mammon’s wrath: Atlantean Kodex “The Course Of Empire”

“The fantasy is a reassurance—promise that the peace of Paradise, which was known first within the mother womb, is not to be lost; that it supports the present and stands in the future as well as in the past (is omega as well as alpha); that though omnipotence may seem to be endangered by the threshold passages and life awakenings, protective power is always and ever present within or just behind the unfamiliar features of the world. One has only to know and trust, and the ageless guardians will appear”.

(Joseph Campbell, The Hero With A Thousand Faces)

There is the moral of all human tales:

‘Tis but the same rehearsal of the past,

First Freedom, and then Glory–when that fails,

Wealth, vice, corruption–barbarism at last.

And History, with all her volumes vast,

Hath but ONE page

(Lord Byron, Childe Harold’s Pilgrimage)

The Course of Empire-Desolation

Υποθέτω πως κάποιοι θα απορήσουν με την επιλογή των Atlantean Kodex για κείμενο στο NDRGRND KMMNDZ και όχι αδίκως, δεν σας έχουμε συνηθίσει-και ούτε θα σας συνηθίσουμε-σε epic (doom) metal κυκλοφορίες:  από την άλλη θεωρούμε ότι πάνω από όλα προσπαθήσαμε (και όσο υπήρχαμε σε έντυπη μορφή) και προσπαθούμε να γράφουμε για μουσικές των οποίων η όλη αισθητική ξεχωρίζει (πάνω από όλα και οι 4 KMMNDZ είμαστε οπαδοί της υψηλής/σημαντικής αισθητικής, όπως την αντιλαμβάνεται ο καθένας μας) και αξίζουν να ειπώνονται κάποια λόγια παραπάνω. Κατά τη γνώμη μου λοιπόν, το πενταμελές σχήμα από τη Βαυαρία με το νέο του full-length The Course Of Empire ανήκει στην παραπάνω κατηγορία.

Πριν επεκταθώ στο The Course Of Empire(το οποίο είναι απλά αφορμή για να μιλήσουμε για το σχήμα γενικότερα), ποια είναι πραγματικά τα στοιχεία που έχουν χαρίσει στους Atlantean Kodex το χαρακτηρισμό της σημαντικότερης σύγχρονης επικής μπάντας, για πολλούς;

Φυσικά υπάρχει το μουσικό στοιχείο, αυτός ο εμπλουτισμός του επικού doom metal τους (βασισμένο στους Solstice κυρίως και στις πιο μεγαλειώδεις στιγμές των Candlemass δευτερευόντως) με έντονες Manowar, Bathory αλλά έως και power metal (σε κάποια refrains) επιρροές σε συνήθως  μεσαίας έως μεγάλης διάρκειας συνθέσεις,κοινώς μια προσπάθεια αφομοίωσης στοιχείων από σχεδόν κάθε υποιδίωμα του (μη ακραίου) metal που κάποτε «κουβάλησε» το χαρακτηρισμό του επικού.

Όμως η αλήθεια είναι πως o πραγματικός πόλος έλξης των Atlantean Kodex, αυτός που τους ανέβασε κατακόρυφα το status στην σκηνή είναι κυρίως αισθητικός: οι 4 πυλώνες του στιχουργικού σύμπαντος τους είναι 1) ένας μαγικός (όπου μαγεία εδώ πρακτικά κυρίως οι προ-θρησκευτικές λατρείες, συνήθειες και έθιμα των λαών της Ευρώπης από τη νεολιθική εποχή και μετά, 2) ένας ιστορικός (με προτίμηση στους λαούς της δύσης του νεολιθικού κόσμου και τους πρώτους πολιτισμούς καθώς και την αλληλεπίδραση τους, 3) ένας σύγχρονος (με κάποιες συνθέσεις να εμπεριέχουν έμμεσο/συμβολικό σχολιασμό για την τρέχουσα κοινωνικοπολιτική κατάσταση και 4) ένας τρόπον τινά “αρχετυπικός” (λόγου χάρη το Ταξίδι του Ήρωα στο ντεμπούτο και στο νέο album περισσότερο, ή η Λευκή Θεά του Graves έστω ως αναφορά και στα 3 full-lengths). Το δε χαρακτηριστικό είναι πως οι Kodex συμπεριφέρονται στους παραπάνω πυλώνες σαν μια ενοποιημένη πραγματικότητα μέσα στις θεματικές που ρέουν στα albums, μια Μυθιστορία της ηπείρου χωρίς χωροχρονικούς η φυσικούς περιορισμούς(θα τολμούσα να το χαρακτηρίσω έως και eternalist metal, χαριτολογώντας) συνήθως με πεσιμιστική/τραγική προσέγγιση για τη μοίρα όλων των πολιτισμών, αλλά παράλληλα της συνέχισης τους σε άλλα πεδία,φυσικά (μέσω των παραδόσεων κλπ) και μη. Και αυτή είναι μια συνειδητή προσπάθεια διεύρυνσης της αντίληψης των ανθρώπων για την πραγματικότητα γύρω τους σε μια εποχή κυνισμού, σαν ξόρκι μέσω της τέχνης (εδώ μιας και λέμε για ξόρκια, να θυμίσω και το κάπως μαγικά «μοντέρνο» σαν στιχουργική διατύπωση Temple Of Katholic Magick) πάνω από οτιδήποτε άλλο. Όμως αυτή η προσέγγιση, μολονότι συμβαίνει με συνέπεια και ποιοτικό αποτέλεσμα μάλλον ανώτερο από οποιονδήποτε άλλον στο συνάφι μας μέχρι σήμερα, πρέπει να τονιστεί πως έχει τις εμπνευσιακές τις ρίζες σε ένα συγκεκριμένο album από το 1991.

Ναι, αυτό το album.

Όπως προείπαμε οι μουσικές αναφορές στους Manowar και τους Solstice (άλλωστε και το όνομα Atlantean Kodex παραπέμπει έμμεσα στο κομμάτι Cimmerian Codex των δεύτερων) υφίστανται, αλλά αφενός σε καίρια σημεία των 2 τελευταίων albums (το κομμάτι Enthroned in Clouds and Fire από το The White Goddess, το Under The Runes-ικό riff του He Who Walks Behind the Years στο νέο album, η χορωδιακή μελωδία του ομώνυμου Έπους The Course of Empire που παραπέμπει συνειρμικά στην αντίστοιχη μελωδία του One Rode To Asa Bay, ο συναισθηματικός ρόλος του επιλόγου Die Welt von Gestern πάλι στο νέο album που παραπέμπει σε αυτόν του Heimfard από το Nordland των Bathory) οι Kodex επικαλούνται αντίστοιχα ανατατικά τεχνάσματα με αυτά του Quorthon και αφετέρου, υπάρχει ο παράγοντας Twilight Of The Gods.

Στο πιο “υποτονικό” ηχητικά (αλλά εντονότατο συναισθηματικά) από τα επικά albums των Bathory, o Quorthon φθονεί την σύγχρονη εποχή που «μάθαμε ότι δεν υπάρχουν θρόνοι πάνω στον ουρανό», χρησιμοποιεί συμβολικό λόγο για εσωτερικές αναζητήσεις (Enter Your Mountain, Bond Of Blood, εν τέλει φτιάχνει δικό του ρούνο στο οπισθόφυλλο του δίσκου προτείνοντας έτσι εμμέσως πως η παράδοση είναι οδηγός για το σήμερα παρά στείρες εθιμοτυπίες και ως εκ τούτου δημιούργησε ένα album του οποίου η (viking) κουλτούρα επιθυμεί να μη γνωρίζει πρακτικά χρονικούς περιορισμούς, να τρέφεται από την ίδια την τραγωδία της ήττας της γιατί τίποτα δεν τελειώνει πραγματικά,να μεταφέρεται σε άλλες σφαίρες ύπαρξης/νόησης και να συνεχίζει να επηρεάζει, εφόσον δεν λησμονιέται. Λοιπόν, αυτό το album και αυτή η θεώρηση που πρωτοδιατυπώθηκε εδώ εκφραστικά είναι συγκεκριμένα κατά τον γράφοντα η καρδιά της τέχνης των Atlantean Kodex, μολονότι είναι πιο ακαδημαϊκοί και πιο διευρυμένοι ως προς τις αναφορές τους σε σχέση με τον Σουηδό metal θρύλο.

Όλα τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά των Atlantean Kodex παρουσιάστηκαν στην πιο πλήρη μέχρι σήμερα μορφή τους με το δεύτερο full-length τους The White Goddess του 2013 και σήμερα, 6 χρόνια μετά με το The Course Of Empire, το σχήμα χτίζει τόσο στιχουργικά όσο και μουσικά από εκεί που σταμάτησε, καταφέρνοντας να φτάσει σαν καλλιτεχνικό απόσταγμα τον προκάτοχο του.

Έχοντας ως αφηγηματικό έναυσμα αφενός το ταξίδι του ήρωα όπως αυτό διατυπώθηκε από τον Campbell (μέσω αυτούσιων και έμμεσων αναφορών) αλλά περισσότερο την σειρά πινάκων του Thomas Cole Η Πορεία της Αυτοκρατορίας, το album αποτελεί στιχουργικά ένα στοχασμό στην κυκλικότητα των πολιτισμών και την αναπόφευκτη(;) εναλλαγή της παρακμής και αναγέννησης τους, καθώς και την πορεία των λαών τους προς το συλλογικό ασυνείδητο.

Στο μουσικό τομέα, η φόρμουλα παραμένει η προαναφερθείσα ίδια, αλλά αφενός κατευθύνονται σε ένα πιο βαρύ, δραματικό και σκοτεινό ήχο (με την χαρακτηριστική αντίθεση των σχεδόν power metal φωνητικών σε κάποια σημεία) και αφετέρου η ίδια η ροή του album (με την εναλλαγή των πρελουδίων και των συνθέσεων, τις συναισθηματικές διακυμάνσεις από κομμάτι σε κομμάτι) είναι κατά πολύ πιο προσεγμένη και δίνει την αίσθηση της ενιαίας αφήγησης που ούτως η άλλως ήθελαν να πετύχουν ανέκαθεν, καλύτερα από τις δύο προηγούμενες δουλειές τους. Σε επίπεδο συνθέσεων δεν υπάρχει αδύναμη στιγμή (υποθέτω πως προσωπικά αξιολογώ πιο κάτω το Lion Of Chaldea, αλλά δεν έχει σημασία), για την ακρίβεια τα People of the Moon (Dawn of Creation) και ο ομώνυμος ύμνος (ακούγεται υποχρεωτικά/ιδανικά μαζί με με το Spell of the Western Sea που το προλογίζει,αλλά και τον επίλογο του album που το διαδέχεται) θέτουν σοβαρή υποψηφιότητα για το καλύτερο κομμάτι που έχουν γράψει ποτέ οι Kodex. 

Εν κατακλείδι, το The Course Of Empire είναι σχεδόν Πλατωνικά Ιδεατό επικό metal, ανήκει στο πάνθεον του ιδιώματος σαν δημιούργημα και ο χρόνος θα το τοποθετήσει εκεί που του αρμόζει.

Ως επίλογο, θα ήθελα να τονίσω να μην παραξενεύεστε από το ανατατικό κλείσιμο του album (τις 3 τελευταίες γραμμές των στίχων της ομώνυμης σύνθεσης) σε σχέση με την ουροβορική φύση του concept που έχουν εδώ-αλλά και γενικά-οι Kodex: ενάντια στην οργή του Μαμωνά και στην εποχή των τάφων στη Mare Nostrum, η τέχνη τους θέλει να είναι όπως προείπαμε πάνω από όλα, ένα ξόρκι αφύπνισης.

Art’s power is immediate and irrefutable, immense. It shifts the consciousness, noticeably, of both the artist and her audience. It can change men’s lives and thence change history, society itself. It can inspire us unto wonders or else horrors. It can offer supple, young, expanding minds new spaces to inhabit or can offer comfort to the dying. It can make you fall in love, or cut some idol’s reputation into ribbons at a glance and leave them maimed before their worshippers, dead to posterity. It conjures Goya devils and Rosetti angels into visible appearance. It is both the bane and most beloved tool of tyrants. It transforms the world which we inhabit, changes how we see the universe, or those about us, or ourselves. What has been claimed of sorcery that art has not already undeniably achieved?

(Alan Moore, Fossil Angels)

 

label

Ελάλησε το χαροπούλι: Černý Kov “Společenství”

ΑιντινηςΈχετε ανέβει πότε κάποιο βουνό τη νύχτα, με σκοπό να δείτε την ανατολή από τη κορφή του; Η συναισθηματική λογική, αν υπάρχει κάτι τέτοιο, αλλάζει από την στιγμή που τ’ οδοιπορικό ξεκινά. Εδώ δε πας στη δημοσιά, η φύση μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί μονάχα με δύναμη και συμμετοχή. Στο ξεκίνημα περπατάς ήρεμα για τους πρόποδες και σε λίγο θα πάρεις το ανηφορικό αυλάκι. Είναι αλήθεια πως θα κουραστείς αρκετά, μα θα ‘ρθει και η ανταμοιβή. Σα παχύνει η νυχτιά, θ’ ακούσεις την απόκοσμη στριγκιά της κι ευθύς η ανάσα σταματά. Γιατί ξέρεις την λαϊκή παράδοση που λέει, πως η κουκουβάγια ήτανε πάντοτε οιωνός κακών. Σα φτάνεις όμως τον σοφό θηρευτή, είσαι πλέον μίλια μακριά από το αστικό καζάνι, έχε το σαν παρηγοριά. Αν τότε φανεί σαν σύμμαχος το φεγγάρι, γύρνα και δες τα δέντρα και τη θέα που καραδοκεί στο σκοτάδι. Αν δεν είναι ολόγιομο, έχεις γι’ ανταμοιβή τ’ αστέρια. Πέρασες δύσκολα, μα σίγουρα ένα πρανές θα βρεθεί να ξαποστάσεις. Να φτιάξεις την ανάσα σου για το δρόμο το βαρύ. Ανηφόρα σε κροκάλες και βάτα. Δεν έχει δέντρα εδώ, άγονη φύση, μάρτυρας μονάχα της ποιμενικής ιστορίας του ανθρώπου. Δύσβατο μονοπάτι, μα θα σε φτάσει στο διάσελο. Αυτό είναι το μόνο που θέλεις για να καβαλήσεις ψηλότερα βουνά, αυτά που πατιούνται μονάχα κορυφή. Δεν θ’ αργήσει να ‘ρθει η ώρα που θ’ αγγίξεις μια γραμμή που τη βλέπεις από παιδί και πάντα σου μοιάζε απόσταση μεγάλη. Είναι τελικά ένα μικρό μονοπάτι, που στεριώθηκε στον αυχένα του βουνού για να θαυμάζεις. Νύχτα ακόμα σα φτάνεις το στόχο και περιμένεις τον ουράνιο χορό. Τα χρώματα αλλάζουν. Σε λίγο φεγγάρι και ήλιος θα ζήσουν για λίγο αντάμα κι εσύ στη μέση, το πλάσμα που ορίζει τον χρόνο του κόσμου. Βλέπεις την χαραυγή πέρα μακριά και κάτω κι αναμένεις στωικά το θάμβος της ζωής, μέχρι να φύγει ο έσπερος και να ‘ρθει η αυγή.

SpolečenstvíΑυτό το album είναι ένας φόρος τιμής στον εκλιπόντα Vlad Blasphemer (1974-2015) (Maniac Butcher, Dark Storm). Το μεγαλύτερο μέρος των κομματιών γράφτηκε από το 2006-2018 από την παρέα που ονομάστηκε Circle of Souls. Η δημιουργία και η ηχογράφηση έγινε σταδιακά σε διάφορα μέρη (κυρίως στη ύπαιθρο) σε συγκεκριμένες συνθήκες, με τη διάθεση ως φόντο και το αποτέλεσμα πολλών κοινών εμπειριών στη φαρέτρα, παράλληλα με τ’ άλλα project των μελών του Circle of Souls. Γνωστότερος εξ’ αυτών ο Infernal Vlad (Cult Of Fire, Death Karma), ωστόσο στα τύμπανα ήταν ο Vlad Blasphemer. Το σχήμα χρησιμοποιεί Τσέχικά και τ’ όνομα λένε σημαίνει μαύρο μέταλλο (αν και αστείο, το έχουν σημειώσει επιμελώς ότι πρόκειται για μέταλλο και όχι για κάποιο είδος μουσικής που έχει παρόμοιο όνομα) ενώ ο τίτλος του album σημαίνει Κοινότητα.

Με την αισθητική αυτάρκεια ως θεματοφύλακα, βάζουν για εξώφυλλο μια φωτογραφία από τις ηχογραφήσεις στο βουνό. Έρχονται μπροστά μας μονάχα με τη βασική προϋπόθεση, το stratum basale του Είδους, γι’ αυτό και είναι σχεδόν αδιόρατοι. Ενδεικτικά μιλάμε για τίτλους όπως Νυχτα και Αυγή, Μήνυμα, Από τα βάθη τη ψυχής, Νεκροταφείο, Χειμώνας. Η μηδενική μετακίνηση από το σημείο συναρμογής του μαυρομεταλλικού κόσμου, είναι εδώ σα χιονισμένο τοπίο, έρμαιο του πάθους που τυγχάνει να έχουν για το ύφος. Με απλότητα, η παρέα των Τσέχων κάνει πυρωμένο σάλτο με καθαρόαιμο black metal που πιάνει την κορυφογραμμή Darkthrone-Gehenna (Společenství) με κάποια από τα πιο έντονα riff της χρονιάς. Ταχύτητα με πνιχτά φωνητικά σε αργή έκφραση, μελωδικά riff και ρυθμικό που κρατά tempo. Αργότερα με riff που θυμίζει Ψ.Χ (Noční úsvit) κι ευθύβολη πορεία θα πάρει το δρόμο της νύχτας, λέγοντας ένα σκυθρωπό μύθο μέχρι να φτάσει το πρωί. Ως και πομπώδες θα γίνει, αλλά με όρια συμβατά του δέους που προκαλεί η φύση (IV). Μα βρίσκει κι άλλους τρόπους όπως τα riff ξυράφια που λιμνάζουν μελωδικά τη διήγηση σε mid tempo (Poselství, Hřbitovní). Το γλεύκος της πλοκής ονομάζεται Z hlubin duše, με τη riffara (Burzum, Belus/Fallen) και τυμπανική πλάνη που χαρίζει στόμφο πλοκής. Για φινάλε έχουμε τη live ηχογράφηση του Zima, που αξίζει καλύτερα να δείτε. Υπάρχουν album που θέλουν μελέτη, με δυσνόητους στίχους και μουσικά άλματα. Ετούτο δεν είναι τέτοιο, αυτό είναι δικό μας album. Ανήκει σε όλους εκείνους που κάποτε βρήκαν στο Black Metal, τους τριγμούς εκείνους που ύψωσαν τον τρόμο και την οργή της φαντασίας τους, από τον αδιάφορο αστικό δρόμο στ’ απάτητα ενδιαιτήματα τα ζοφερά.

Art Brut: Η αισθητική του είδους έχει λάβει δεκάδες μορφές μέσα στα χρόνια. Στο μέτρημα όσων απορρίψαμε κάποτε, συνέβη κι ένα παράδοξο. Κάποια σχήματα που στην εποχή τους τ’ αποφύγαμε χαμογελώντας, έχουν πλέον μίαν άλλη θέση. Αυτό συνέβη αφενός επειδή εκπέμπουν το σήμα μιας εποχής που αγαπήσαμε και αφετέρου γιατί δεκάδες άλλα που μνημονεύσαμε αργότερα ωχριούν στη μέθη που προσφέρουν αυτά. Ωστόσο, όπως όλοι ξέρουμε στη ψυχική έξαψη δεν υψώνεσαι μονάχα από τη ποιοτική αξία ενός album, απαιτείται πρώτα το βεργολύγισμα του μυαλού σου. Γι’ αυτό, σα τελειώσει το Společenství, πάμε πίσω στο χρόνο, όταν οι αλλοπρόσαλλοι βλάμηδες γλέντησαν με πάθος τo αποτρόπαιο. Αντίο Vlad._

Oι Παραφωνίες της Γενεύης – BRUTALIST

Λαμβάνω τηλεγράφημα αρχές Μαρτίου από τον αδερφό Roderic Mounir (Κnut, πρώην Vuyvr). Αρχίζω να διαβάζω, έχει ανέβει το demo του νέου project του man, Brutalist. Σταματάω να διαβάζω, ανοίγω το bandcamp, ακούω, γουστάρω, διαβάζω τη συνέχεια: έχουν διαλυθεί, σκατά.

Oι Brutalist εκτός από τον Roderic, ήταν οι Adriano Perlini (Commodore – το καλύτερο όνομα συγκροτήματος που θα διαβάσετε σήμερα), συν οι δύο κιθαρίστες των Knut επί εποχής “Wonder”: Tim Robert-Charrue (o oποίος είναι παντρεμένος με Ελληνίδα FTW!) και  Christian Valleise (επίσης: Impure Wilhelmina).

Aφού διαλύθηκαν (πριν περίπου 2 χρόνια) αποφάσισαν να αφήσουν ένα δισκογραφικό στίγμα κάντοντας edit το υλικό από 2 πρόβες με mastering από τον Lad Agabekov (Nostromo – το νου σας κυκλοφόρησαν πρόσφατα νέο mini-LP!).

Aυτό που παίζουν είναι ένα δυσαρμονικό, ενίοτε παιχνιδιάρικο, instrumental noise rock (“Piton”, “Cobra”, “Trabajo”), το οποίο συχνά εξωκείλει σε αφηρημένο, πειραματικό τζαμάρισμα (“Instant Magique”, “New Light”).

Το αποτέλεσμα είναι τόσο σπιρτόζικο και προκλητικό ηχητικά με τον Roderic να είναι σε μεγάλη φόρμα στα τύμπανα και τα έγχορδα (διαφορετικά κουρδισμένα μεταξύ τους και συμπεριλαμβανομένης μίας βαρύτονης κιθάρας) να δίνουν ρέστα με παραισθησιογόνες, νευρικές μελωδίες, ώστε να μας κάνει να αισθανόμαστε ότι δεν πέρασε μια μέρα από τις ημέρες δόξας του hydrahead metal!

Το περιορισμένο CD-R έχοντας εξαντληθεί και αναμένοντας ενδεχομένη επανακυκλοφορία, κατεβάστε την ψηφιακή έκδοση η οποία είναι διαθέσιμη σαν name-your-price.

Πυράντοχο Κονίαμα: Martire “Brutal Legions of the Apocalypse”

 

1991Πριν χρόνια, σε κάποιο διάλειμμα των ηχογραφήσεων της ραδιοφωνικής εκπομπής με τον Νίκο Αναστόπουλο, μιλούσαμε για death metal σχήματα που άξιζαν αλλά κάπου χάθηκαν στην πορεία (βασικά μιλούσε και άκουγα). Κάπου μέσα στις κουβέντες, μου πρότεινε ν’ ακούσω το Ep των Αυστραλών Martire που βγήκε πίσω στα 1991. Death Metal με ταχύτητα και δύναμη, αρκετά ξεσπάσματα με φωνητικά που αγγίζουν μελανές ακτές κι ένα ρυθμικό μέρος να σπέρνει πώρωση μέχρι το φινάλε. Και το καλύτερο, να φανταστείτε, είναι τα riff. Τέλος, η αισθητική στο εξώφυλλο ήταν όσο cult έπρεπε, μέσα στον πρωτόλειο χαρακτήρα της.

2012Είπαμε αρκετά για τους Martire με το Νίκο σε ‘κείνο το διάλειμμά, αλλά κανένας μας δεν μπήκε στον κόπο να βάλει το ντεμπούτο του σχήματος, που κυκλοφόρησε το 2012. Μέχρι πριν δυο βδομάδες, που πάτησα το Play. Ορυμαγδός ρυθμικού, ευκρινές μπάσο σε κίνηση, υπερφορτισμένα riff, φωνή μαύρος σκύλος… ήταν σα να παίζουν οι Cynic (του Focus) διασκευές Archgoat. Progressive Black/Death και το σαγόνι μου κόλλησε σ’ ένα βιετναμέζικο τιμολόγιο (ήμουν στη δουλειά). Αγορά, δίχως δεύτερη σκέψη._

Παρένθεση: Αν υπάρχει ένα σχήμα που μπορείς να πεις ότι παίζει Progressive Black/Death αυτό είναι οι Portal [συν το alter ego τους Impetuous Ritual (μόνο δισκάρες)] άντε να μπουν σ’ αυτή την ομάδα και οι Teitanblood του Death. Όλοι αυτοί όμως ΔΕΝ είναι ατσούμπαλοι. Και όταν μιλάμε για Black/Death ΠΡΕΠΕΙ να είναι αφετηριακά ατσούμπαλο. Μουσικά ατσούμπαλο. Είναι η βάση απόλαυσης αυτού του ήχου. Γι’ αυτό χρόνια τώρα λέμε καλά λόγια σε ότι κι αν κάνουν οι Profanatica. Γι’ αυτό οι Black Witchery γέμιζαν μαγαζιά και κούνησαν ακόμα και «μόνο θρας» σβέρκους. Γι’ αυτό οι Blasphemy έχουν δεκάδες οπαδούς που αγοράζουν κάθε χρόνο τον ίδιο δίσκο σ’ επανέκδοση (κυριολεκτικά όχι μεταφορικά).

Εδώ έχουμε την ένωση τεχνικής και κτηνωδίας, που δημιουργεί μια πρωτότυπη εφαρμογή για το ύφος, ακόμα και συναισθηματικά (υπερβολή, το ξέρω). Δεν απορώ που πέρασε απαρατήρητο. Δυστυχώς, τέτοιες περιπτώσεις δεν έχουν οπαδούς. Κι αν το δεις λογικά, στέκει. Όποιος ζητά τεχνική, θέλει δαντελωτές κυβιστήσεις, όποιος ζητά κτηνωδία χοιρομέρι seviche. Οι Martire δεν είναι εδώ για κανέναν. Στην πραγματικότητα όλα τα κομμάτια του ντεμπούτου έρχονται από άλλες εποχές (Ep ’98 και δυο split των 00’s) και οι πρώτες εκτελέσεις φέρουν τα περισσότερα στοιχεία απ’ όσα αναφέρω. Αυτό που έκαναν το 2012 ήταν μια ανύψωση του υλικού μέσω παραγωγής και η έντεχνη εμφάνιση του μπάσου. Αρχικά, ο όγκος είναι η παλέτα πάνω στην οποία χτίζει το μπάσο. Τύμπανα και κιθάρα δίνουν ότι ακριβώς θέλει o Great Righteous Destroyer ή Damon Good για να ξεχαρβαλώσει. Η κίνηση των κομματιών θυμίζει οδοστρωτήρα που κάνει γαργάρα μπετόβεργες και για τη καούρα κουμπώνει ρουθήνιο. Οπότε, αν είσαι σε φάση να ξεκινήσεις ακρόαση, κάντο σε σοβαρό volume, να ‘ξοκείλεις – τ’ οφείλεις στον εαυτό σου. Εδώ έχει headbanging (υπερβολή, το ξέρω). Το εθιστικό των κομματιών οφείλεται στο rhythm section. Αυτοί οι δυο (μπάσο, τύμπανα) είναι τα βασικά μέλη των επίσης Αυστραλών StarGazer (βάλτε μια φορά το “A Merging to the Boundless”, prog/extreme metal με stevia). Οι κιθάρες θα έρθουν να συμπληρώσουν τη κράση, να φέρουν ηλεκτρισμό, το heavy/thrash στοιχείο για να ολοκληρωθεί το μηχανοστάσιο και να δούμε το πορτρέτο. Που δεν είναι άλλο, από τον πάλαι ποτέ κραταιό, τώρα γερόλυκο Vince Feleppa, που συμπληρώνει την ιστορία με τη φωνάρα του. Αν και μιλάμε για ένα δίσκο που έχει μόνο κομματάρες, το instrumental (Ω! ναι) “Lucixion” είναι ικανό να προκαλέσει αποξύρηση ωτικού λαβυρίνθου. Τέλος, η αισθητική στο εξώφυλλο είναι όσο πρωτόλεια πρέπει, μέσα στον cult χαρακτήρα της.

Λαϊκισμός: Μιας και στο παρόν κείμενο έγινε αναφορά στον πυρήνα της αισθητικής του Black/Death, θα ήθελα να προσθέσω πως ακόμα περιμένω κάνα μαλάκα (σαν εμένα) συνοδοιπόρο, να γράψει  ε π ι τ έ λ ο υ c ποιμενικό black/death, demo με τίτλο «Γίδα βραστή» κι έτσι. Αν δεν κατάλαβες το παρόν υστερόγραφο, λογικά θ’ άκουγες τη δεύτερη Batushka. Το ξέρω, θα ήθελες να λέγονταν Babushka, για να ‘χει κι άλλες… ΕΓΩ ΟΧΙ.

 

 

Mind’s II:An Isolated Mind “I’m Losing Myself”/The Caretaker

An Isolated Mind – I’m Losing Myself cover
An Isolated Mind – I’m Losing Myself cover

Γενικότερα, όσοι μας παρακολούθησαν και στην έντυπη μορφή του blog, θα θυμούνται πως δεν είχαμε κάποιο θέμα να ταιριάξουμε (στο ίδιο κείμενο ή δισέλιδο) φαινομενικά “αταίριαστες” μουσικές, εφόσον νιώθαμε μια κάποιου τύπου (αισθητική, στιχουργική κλπ) συσχέτιση.Αυτό θα συνεχιστεί και στο NDRGRND KMMNDZ.

Σε αυτή την περίπτωση, ίσως λόγω του γενικού του τίτλου και των τίτλων των κομματιών, ίσως λόγω του θέματος (πρακτικά ένα album το οποίο καταπιάνεται με την αποτύπωση της εμπειρίας του Kameron Bogges , μοναδικού μέλους του σχήματος, της ολιγοήμερης νοσηλείας του σε ψυχιατρική κλινική καθώς και τη διάγνωση ότι πάσχει από διπολική διαταραχή),ίσως λόγω των γενικών vibes που γεννά η μουσική “των” An Isolated Mind,ίσως συγκεκριμένα και λόγω του 17λεπτου ambient επιλόγου “I’ve Lost Myself” (το οποίο θα μπορούσε να περιλαμβάνεται σε κυκλοφορία του παρακάτω αναφερθέντα)  το “I’m Losing Myself” με παρέπεμψε συνειρμικά στο-ήδη κλασικό-“Everywhere At The End Of Time” project του βρετανού The Caretaker (κατά κόσμο James Kirby), που ολοκληρώθηκε επίσης φέτος.

The Caretaker-Everywhere At The End Of Time Stage 4 cover

Για όσους δε γνωρίζουν, πρόκειται για μια εξαλογία που αφορά την προοδευτική εξέλιξη της άνοιας και την κατά προσέγγιση μεταφορά της σε ήχους (το project γενικά χρησιμοποιεί σαν πρώτη ύλη επεξεργασμένες μουσικές και ηχητικά κολάζ κυρίως των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα,οι οποίες στο “ Everywhere At The End Of Time” ξεκινούν με κύριο αισθητικό γνώρισμα την νοσταλγία για να καταλήξουν προοδευτικά στην αποδόμηση τους και εν τέλει σε μια ολική αφαίρεση/ εκφυλιστική μεταμόρφωση των γνωρισμάτων τους).Ειδικά κάποια αποσπάσματα των τριών albums που αφορούν την μετασυνειδησιακή κατάσταση (το τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο στάδιο) είναι από τα πιο (ουσιωδώς) τρομακτικά ambient/experimental πράγματα που έχει ακούσει ο γράφοντας, συνεπώς η (με τη σειρά) μελέτη τους προτείνεται, μέχρι να πάρουμε απόφαση να κάνουμε ένα πιο εκτενές αφιέρωμα στην δισκογραφία του Kirby.

LABEL

Επιστρέφοντας στην κύρια αφορμή του κειμένου, το “I’m Losing Myself” είναι φυσικά ένα επί της ουσίας metal album,με αρκετά διαφορετική ηχητική/συνθετική προσέγγιση (προφανώς ακόμη και το ερέθισμα για τη δημιουργία του είναι αρκετά διαφορετικό, καθώς και προσπάθεια έκφρασης προσωπικού βιώματος),μάλλον λιγότερο φιλόδοξο αλλά με άλλες χάρες.Στο μουσικό κομμάτι, τα σύνθετα ρυθμικά μέρη θα θυμίσουν σε πολλούς mathcore/technical death metal λογικές, ενώ σαν μάλλον φυσικό αποτέλεσμα στις πιο «τραχείς» στιγμές τους (πιο συγκεκριμένα,  στα πρώτα μέρη των κομματιών “Afraid Of Dissonance” και “Eternity In A Minute”) θα ομοιάσουν με τους Νεοζηλανδούς Ulcerate.Αυτή όμως είναι μόνο η μια όψη του νομίσματος, καθώς οι συνθέσεις του “I’m Losing Myself” ποτέ δε μένουν στο σημείο έναρξης τους, ούτε από πλευράς διαθέσεων ούτε από ηχητικής πλευράς: αντιθέτως, θα περιπλανηθούν σε αμιγώς post rock δρόμους μεταξύ άλλων, ενώ κάποια ambiences και ο τρόπος που γεμίζουν τα κομμάτια θα θυμίσουν πράγματα όπως το “Oceanic” των Isis (δώστε βάση πχ στο δεύτερο μισό του highlight του album “Turritopsis dohrnii”), δίνοντας-στα δικά μου αυτιά τουλάχιστον-έναν  τελείως late 90’s/00’s χαρακτήρα στο album και παραπέμποντας συνειρμικά στην νοοτροπία των κυκλοφοριών της Hydrahead και τον τρόπο με τον οποίο έσπρωξαν τα όρια του extreme ήχου.Είναι όμως σημαντικό να τονιστεί πως ο Bogges εδώ δεν πουλάει εκκεντρικότητα για χάρη της εκκεντρικότητας (που μάλλον θα μπορούσε εύκολα να το κάνει), αλλά-διαβάζοντας και τους στίχους-σου δίνει την εντύπωση πως το “I’m Losing Myself” αποτελεί περισσότερο προϊόν ειλικρινούς έκφρασης παρά οτιδήποτε άλλο, οι υφολογικές εναλλαγές των συνθέσεων είναι ουσιαστικά περιπετειώδεις και όχι αχταρμάς και εν κατακλείδι, αν οι περισσότερες αγαπημένες σας μουσικές περιγράφονται με κάποιον “post-something” χαρακτηρισμό,οι An Isolated Mind σίγουρα σας αφορούν.

 

BUY