
Κατά βάθος μισώ τύπους σαν τον Mories, τον Jute Gyte, τον (00’s) Vinterriket και λοιπούς μουσικούς που μας βομβαρδίζουν με albums με παρόμοια ανελέητους ρυθμούς: αυτή η υπερπαραγωγικότητα την οποία νιώθουν την ανάγκη να μετασχηματίζουν συνέχεια προς τα έξω ως τελικά προϊόντα, καταλήγοντας σε κυκλοφορίες κάθε χρόνο (και πολύ συχνά πάνω από μια φορά το χρόνο), σύνηθες γνώρισμα των one-man projects του μαυρομεταλλικού σύμπαντος (αν και όχι μόνο), είναι πιθανότερο (συνδυαστικά και με τη γενικά μεγάλη παραγωγή του είδους, που έχει σχολιαστεί αρκετές φορές σε αυτό το blog) να με οδηγήσει προσωπικά σε κορεσμό ή σε διαλείμματα από την συνεχή παρακολούθηση τους, παρά να τσεκάρω on time ότι κυκλοφορούν.

H πεζή/πραγματιστική πτυχή μου σκέφτεται πως αφού ούτως η άλλως βρίσκονται σε δημιουργικό οργασμό, δεδομένου του ότι τα περισσότερα από αυτά τα projects υλοποιούνται βασικά σε home studios (άρα χαμηλό κόστος παραγωγής) και πλην της ψηφιακής τους διάθεσης κόβονται σε περιορισμένα (και συχνά αναλόγως τις προπαραγγελίες) αντίτυπα διάφορων φυσικών formats, είναι ένας τρόπος να είναι πλεονασματικοί, να βάζουν και λίγα χρήματα στην τσέπη από ότι κάνουν. Ωστόσο, ακόμη και αν αυτό αποτελεί ένα λόγο αυτής της στάσης, παραμένει μια νοοτροπία τόσο απαιτητική για τον (δύσμοιρο) fan που καταντά τελικά συμβατή με το είδος (με την έννοια πως το black metal όπως και γενικά τα extreme underground ιδιώματα, απαιτούσαν εξαρχής από τον ακροατή να έρθει κοντά στον καλλιτέχνη παρά το αντίθετο, λόγω των “δύσκολων” ήχων και θεματικών στους μη εξοικειωμένους και ως εκ τούτου απέκτησαν έναν έντονο “μυητικό” χαρακτήρα που στη συνέχεια καλλιέργησαν και σε επίπεδο αισθητικής πέρα από το ηχητικό επίπεδο, αλλά αυτό είναι ένα θέμα που σίγουρα θα επεκταθούμε στο μέλλον περισσότερο).
Ο Maurice De Jong (ή Mories όπως τον προαναφέραμε) λοιπόν, γνωστότερος από το black/sludge/noise/doom project του ονόματι Gnaw Their Tongues, από το 2017 δισκογραφεί (μεταξύ πάρα πολλών άλλων, άλλων λιγότερο και άλλων περισσότερο ενδιαφέροντων-τσεκάρετε πάντως ιδιαίτερα “τους” Νεκρομαντικώς ονομαζόμενους De Magia Veterum και ειδικά το “Verus Diuinus Magus” compilation album του 2008, αν δεν το έχετε ήδη κάνει) με το προσωνύμιο Hagetisse, δηλώνοντας στα 3 πρώτα albums του (όλα το 2017, μην ξεχνιόμαστε) την αγάπη του για το raw black metal όπως εκφράστηκε το 1997 από τους Ulver στο μνημειώδες “Nattens Madrigal”, πριν αποφασίσει πέρσι με το “De Reis Van Vernielde Zielen” album να δώσει στα riffs του έναν πιο ανατατικό/ανυψωτικό και μελωδικό χαρακτήρα που δείχνει να κλείνει το μάτι έως και στις φωτεινότερες τάσεις του ιδιώματος (λέγε με blackgaze).
Φέτος με το “The Seven Sorrows of the Virgin” (με προφανή την αναφορά του τίτλου) δείχνει να θέλει να παρουσιάσει ένα λιγότερο τραχύ ηχητικά χαρακτήρα, με riffs και ατμόσφαιρες που προσωπικά μου έφεραν στο μυαλό τόσο τους αγαπημένους μου Lurker of Chalice (εδώ να τονίσουμε πως ήδη κυκλοφορεί αυτό εκεί έξω) όσο και τους ύστερους Leviathan (αφουγκραστείτε λόγου χάρη την “υγρή” παραγωγή και προσέξτε τα “μπουκωμένα” φωνητικά του Mories), ιδιαίτερα από τη μέση του album και μετά, με αποκορύφωμα μάλλον το κλείσιμο του album ονόματι “Schurftkorsten op de bebloede kelder kaarsen”, ενώ τα διάφορα ηχητικά καρυκεύματα (οι “φαντασματικές” φωνές της πρώτης σύνθεσης και τα old school πλήκτρα, όπου εμφανίζονται στο album) καταλήγουν να είναι είναι πιο πολύ συμπληρωματικά παρά εκφυλιστικά στην παραπάνω διαπίστωση.
Το τελικό απόσταγμα των ακροάσεων είναι πως, για πολλοστή φορά, ο Ολλανδός είναι καλός, κάτι που με κάνει να επιστρέφω στην πρώτη παράγραφο της παρουσίασης που διαβάζετε και κατ επέκταση να σκέφτομαι όλο και περισσότερο τι θα γινόταν αν αποφάσιζε να αφιερώσει πχ ένα χρόνο από τη ζωή του, στη σύνθεση ΕΝΟΣ και μόνο album. Μέχρι αυτή η υποθετική σκέψη να πραγματοποιηθεί, εσείς μπορείτε να αφιερώσετε χρόνο σε μια από τις πρώτες καλές κυκλοφορίες του νέου έτους για το black metal.
Κι αν το κείμενο αυτή τη φορά βγήκε λίγο μικρότερο και συνοπτικό από ότι σας είχα συνηθίσει τελευταία, δεν τρέχει τίποτα: όπως επεσήμανε και ο σύντροφος Plunderer όταν συζητήσαμε για το album, εδώ ο ίδιος ο Mories δεν ασχολείται τόσο ενδελεχώς με την κάθε του κυκλοφορία, εμείς θα το κάνουμε;