Αρκετοί από εμάς γνωρίσαμε το Mysterion label ως distributor, μέσα από τις πολύ προσεκτικές επιλογές κυκλοφοριών που έκανε και δεν είχαν διανομή στη χώρα μας. Δικαιολογημένα μπορώ να εξάρω το γούστο τους και τη δυνατότητα που μας έδωσαν/δίνουν να εκτεθούμε σε άγνωστο υλικό, χαμένο στη σωρεία της σύγχρονης δισκογραφίας. Εξ’ αυτού και ο τίτλος της συνέντευξης, που όσο περνούν τα χρόνια έγινε μια καλή συνήθεια με το ίδιο επιτυχές αποτέλεσμα. Αφορμή για τη παρούσα κουβέντα στάθηκε η αισθητική και μουσική συμπόρευση που ένιωθα για το υλικό που επιλέγουν σαν διανομείς, αλλά αιτία αποτέλεσαν οι κυκλοφορίες τους. Κάπως έτσι φτάσαμε στο παρόν κείμενο που ξεκινά με μια συνέντευξη, στην οποία τους ζήτησα να με κατατοπίσουν σχετικά με τη προσπάθειά και το πνεύμα της. Στο δεύτερο μέρος, θα βρείτε τις σημειώσεις μου για τις κυκλοφορίες του label. Όπως πάντα οι ερωτήσεις είναι στενογραφικές γιατί οι απαντήσεις μετράνε.

Μέρος πρώτο.
Label/Distro.
Η ιδέα για τη δημιουργία ενός label γυρόφερνε πολλά χρόνια στα κεφάλια μας και είχε κατά καιρούς συζητηθεί, την παίρναμε όμως πάντα λίγο στο χαλαρό, ίσως λόγω έλλειψης χρόνου (σπουδές, δουλειά κτλ), ίσως λόγω τεμπελιάς. Όντας πολλά χρόνια ακροατές (δεν μας αρέσει η λέξη αλλά τη χρησιμοποιούμε χάριν συνεννόησης) και συλλέκτες, νοιώθαμε πως κάποια στιγμή έπρεπε να ολοκληρώσουμε αυτή την ιδέα. Η μουσική και η ακρόασή της, είναι κάτι πολύ σημαντικό και ιδιαίτερο για μας και η δημιουργία ενός label φάνταζε σαν κάτι αυτονόητο, κάτι σαν φυσική εκπλήρωση μιας πορείας. Σκοπός μας ήταν να συνδυάσουμε τις δικές μας κυκλοφορίες με την ποιοτική διανομή (για να λέμε την αλήθεια μάλλον αυτή ήταν η κυρίαρχη σκέψη αρχικά, δηλαδή να φέρουμε δίσκους από ξεχωριστές και ανερχόμενες εταιρίες. Δίσκους που θέλαμε οι ίδιοι για τη δισκοθήκη μας και που δεν υπήρχαν για διανομή στην Ελλάδα). Ο στόχος των δικών μας κυκλοφοριών ήταν πάντα παρών αλλά φάνταζε πιο δύσκολος, τόσο λόγω του κόστους όσο και της δυσκολίας να βρούμε κυκλοφορίες που να μας ικανοποιούν και σχήματα διατεθειμένα να συνεργαστούν μ’ ένα άγνωστο label από την Ελλάδα.
Sigil.
Το πρώτο logo μας είχε σχεδιαστεί από τον Reuben Sawyer, τον καλλιτέχνη που σχεδίασε το εξώφυλλο της πρώτης μας κυκλοφορίας (SPECTRAL LORE – I lp ). Για διάφορους λόγους θέλαμε να το αλλάξουμε, κάτι που έγινε σχετικά πρόσφατα. Υπεύθυνος για το νέο logo/έμβλημα είναι ο Bryan Maita της BMS Illustration. Κατά της γνώμη μας ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης έχει σχεδιάσει κάποια από τα καλύτερα εξώφυλλα/logos (αλλά και αυτόνομες δημιουργίες/concepts) των τελευταίων ετών και είχαμε σκεφτεί να συνεργαστούμε μαζί του από την πρώτη στιγμή που τον εντοπίσαμε. Του δώσαμε κάποιες πληροφορίες για το label και τον αφήσαμε να κινηθεί ελεύθερα. Η πρώτη του σκέψη ήταν μια σύνθεση με τον τίτλο “Τhe Skull And The Astolabe”. Για να μην τα πολυλογώ ή για να μην προβούμε σε άσκοπες ερμηνείες/μεταφράσεις, θα μεταφέρω την ερμηνεία του ίδιου του καλλιτέχνη: “Being the skull a symbol of humanity (Life in the body it previously was assembled, and Death itself for it’s own nature), and the Astrolabe a symbol of the Universe (which could probably be the first word or depiction one can have while thinking in ‘mystery’; the greatest of all mysteries) I placed them together to resemble a complex symbol of it’s permanent quest; that goes by the hand with Death; and the human die in a constant struggle for decoding his own mysteries. Vehemently seeking for them “. Μας άρεσε πολύ η προσέγγισή του, όπως και το σχέδιο προφανώς και κάπως έτσι έχουμε το νέο μας logo. Επίσης του ζητήσαμε να σχεδιάσει κάτι ακόμα με τη λέξη του ονόματος του label (με ελληνικούς χαρακτήρες) στο “automatic lettering” στυλ του, καθώς έχει κάνει κάποια εντυπωσιακά logo με την συγκεκριμένη μέθοδο και έτσι έχουμε και ένα εναλλακτικό logo (που δεν έχουμε παρουσιάσει κάπου ακόμα!). Ίσως χρησιμοποιηθεί στο μέλλον σε κάποια ταιριαστή περίσταση. Πιθανότατα η συνεργασία μας θα συνεχιστεί με κάποιο εξώφυλλο η σχέδιο.
Επιλογή Κυκλοφοριών.
Αν κάτι έχει αλλάξει η δημιουργία του label στις συνήθειές μας, είναι πως είμαστε “υποχρεωμένοι” ν’ ακούμε λίγο παραπάνω μουσική από το διαδίκτυο και αυτό για τον πολύ απλό λόγο ότι (σχεδόν) μόνο έτσι θα βγάλουμε “δικές μας”/πρωτότυπες κυκλοφορίες. Το να βγάζαμε κυκλοφορίες-σε διαφορετικό format -βασιζόμενοι σε πράγματα που έχουμε ήδη στις δισκοθήκες μας αφενός είναι δύσκολο γιατί μειονεκτούμε σε πολλά θέματα, έναντι άλλων εταιριών, που ενδεχομένως σκέφτονται να κάνουν το ίδιο (τουλάχιστον για κυκλοφορίες κάπως πιο “αναγνωρισμένες”) και αφετέρου αυτή η διαδικασία (της επανακυκλοφορίας ουσιαστικά) στερείται, σε κάποιο βαθμό, δημιουργικότητας. Μας εξιτάρει πολύ περισσότερο η διαδικασία της αναζήτησης και της επιλογής μιας δικής μας κυκλοφορίας χωρίς αυτό να είναι αυτοσκοπός. Πέρα από αυτό όμως ο τρόπος που ακούμε μουσική δεν έχει διαφοροποιηθεί και η αλυσίδα: διέγερση (μουσική/αισθητική)-αναγνώριση-αναζήτηση-αγορά-ακρόαση παραμένει αδιάσπαστη ακόμα και μέσα στα πλαίσια λειτουργίας του label. To lp LAUDANUM για παράδειγμα προέκυψε κάπως έτσι. Δηλαδή, το εντοπίσαμε, μας κίνησε την περιέργεια τόσο λόγω αισθητικής (εξωφύλλου) και ονόματος. Ακούσαμε ένα δείγμα στο internet, βρήκαμε το label που έβγαλε την κασέτα, το οποίο μας φάνηκε ιδιαίτερα ενδιαφέρον γενικά. Παραγγείλαμε την κασέτα, το ακούσαμε και είπαμε ότι αυτό είναι κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να κυκλοφορήσουμε σε βινύλιο. Ενεργούμε λοιπόν ακόμα σαν ακροατές/”οπαδοί”. Αδιαφορούμε για τις τάσεις και τις τακτικές που ακολουθούν άλλες εταιρίες, δεν βγαίνουμε στο “κυνήγι” γιατί είμαστε label και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εκπληρώσουμε στόχους, να φτάσουμε συγκεκριμένους αριθμούς, γιατί έτσι λειτουργεί η αγορά. Οπότε δεν υπάρχει κάτι πολύ συγκεκριμένο για την επιλογή των σχημάτων. Νομίζω η παραπάνω περίπτωση είναι χαρακτηριστική. Επιλέγουμε ένα σχήμα όταν το υλικό του μας συγκινήσει και νοιώσουμε ότι πληροί τις προδιαγραφές που έχουμε θέσει για το label.
Αισθητική.
Η αισθητική αποτελεί σίγουρα πολύ σημαντικό κομμάτι για μουσικές τις οποίες έχουμε επιλέξει ν’ ασχοληθούμε μέσω του label. Αν και για εμάς είναι αυτονόητο, πρέπει να τονίσουμε ότι μουσική και αισθητική αλληλοσυμπληρώνονται, η μία αποτελεί τον καθρέφτη της άλλης και το λέμε αυτό γιατί συναντάμε συχνά την άποψη ότι η αισθητική σε τέτοιου είδους μουσικές (black metal, ambient, noise κτλ) έχει πρωταγωνιστικό ρόλο ως αντιστάθμισμα στην έλλειψη “μουσικότητας”. Εμείς γνωρίζουμε καλά ότι οι μουσικοί που κινούνται σε αυτούς τους χώρους είναι άτομα με ιδιαίτερες ανησυχίες και ενδιαφέροντα, που έχουν συνειδητά απορρίψει τις συβάσεις και επικρατούσες απόψεις περί μουσικής θεωρίας/γνώσεων και τεχνικών αρετών. Στόχος τους είναι η Δημιουργία, η οποία απαιτεί Όραμα.
Η Αισθητική λοιπόν έρχεται ως λογική συνέπεια μιας τέτοιας αντίληψης. Δεν ισχυριζόμαστε βέβαια ότι όλοι όσοι ασχολούνται με αυτές τις μουσικές είναι τεχνικά καταρτισμένοι και αποφασίζουν να πετάξουν στο καλάθι των αχρήστων τις γνώσεις τους και τις ικανότητές τους προς χάριν του Οράματος. Είναι όμως άτομα που γνωρίζουν τις δυνατότητές τους και τι μπορεί να κάνουν με αυτές ή τι θέλουν να κάνουν με αυτές και πόσο (και αν) θέλουν να επεκταθούν πέρα από αυτές. Είναι φυσικά αυτονόητο ότι κάθε περίπτωση καλλιτέχνη/μπάντας είναι ξεχωριστή και κρίνεται ξεχωριστά. Παράλληλα το αποτύπωμα της ιδιαιτερότητάς της, δεν έχει εκ προοιμίου τα ίδια αποτελέσματα σε όλους. Αυτά είναι μερικά σχόλια που θέλαμε να κάνουμε με αφορμή το θέμα αυτό και αν και βασίζονται στις ίδιες αιώνιες κατηγορίες και μικρότητες ατόμων κυρίως περιστασιακών και υπό αυτή την έννοια ίσως δεν έχουν θέση σε μια τέτοια συζήτηση που είναι “μεταξύ υμών”.
Τώρα, όσο κι αν “νομιμοποιήσαμε” την ύπαρξη και τη σημασία της Αισθητικής, θα πρέπει να πούμε ότι έρχεται πάντα δεύτερη στη διαδικασία της ακρόασης. Προσοχή! δεν υποτιμάμε την ύπαρξή της και τα όσα σημειώσαμε στις πρώτες γραμμές της απάντησής μας ισχύουν στο έπακρο, αλλά τώρα ερχόμαστε στην “απογυμνωμένη” διαδικασία της ακρόασης που πάντα υπερισχύει στην κρίση μας για ένα δίσκο, έναν καλλιτέχνη/σχήμα κτλ. Θα πούμε το εξής πολύ απλό παράδειγμα: Σε ότι αφορά το black metal π.χ, υπάρχουν κάποιοι δίσκοι από τα 80’s και τα 90’s που έθεσαν τις βάσεις για ότι ακούμε σήμερα και οι οποίοι χαρακτηρίζονται από μάλλον μέτρια/αφελή θεματολογία και αισθητική. Το ένστικτο, το πάθος, η έμπνευση, η φλόγα της δημιουργικότητας, δεν συνοδεύονται πάντα από μεγαλειώδη και ιδιαίτερα αισθητικά αποτελέσματα. Σήμερα, η συσσωρευμένη γνώση, η εμπειρία δεκαετιών και η εξέλιξη του είδους έχουν κάνει τις περιπτώσεις τέτοιων αναντιστοιχιών σπάνιες, Ωστόσο φοβάμαι (για να πάρουμε τώρα εμείς τη θέση των “πολεμίων” και των περιστασιακών και να θέσουμε εμείς οι ίδιοι αυτό το ερώτημα στους εαυτούς μας) μήπως έχουμε περάσει στο στάδιο της υπερεκτίμησης της Αισθητικής μέσω της υπερ-ανάμειξης των εταιριών και των εφήμερων καλλιτεχνών που βρίσκουν τις ευκαιρίες τους μέσα από τις ευκολίες που παρέχει η τεχνολογία στις μέρες μας. Και το γράφουμε αυτό γιατί κατά τη γνώμη μας τα τελευταία χρόνια έχουμε δει (ακούσει) απίστευτες μετριότητες να περνάνε στο προσκήνιο στηριζόμενες στις αισθητικές τους επιλογές. Και εδώ βέβαια υπεισέρχονται ζητήματα γούστου, γνώσεων, εμπειριών κτλ. Η συζήτηση αυτή είναι μια επέκταση της προηγούμενης, αρκετά γενική και ατελείωτη.
Όσον αφορά τις κυκλοφορίες του label, πάντα “σκανάρουμε” τις επιλογές μας. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η συνέπεια μεταξύ μουσικής και αισθητικής. Θα κάνουμε τις προτάσεις μας αν χρειαστεί σε σχέση με το artwork/layout της κάθε μας κυκλοφορίας αλλά οι επιλογές και τελικές αποφάσεις ανήκουν στα σχήματα. Όπως είπαμε, έχουμε κάνει τον έλεγχό μας προτού κάνουμε την πρότασή μας σε ένα σχήμα/καλλιτέχνη και θεωρούμε εξαιρετικά απίθανο να έρθουμε κάποτε στη δύσκολη θέση να απορρίψουμε κάτι. Αν αυτό συμβεί, θα συμβεί μέσα από διάλογο. Προφανώς θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τι είναι αυτό που δεν μας αρέσει και γιατί θα πρέπει να ψάξουμε μια διαφορετική επιλογή π.χ για εξώφυλλο, φωτογράφιση κτλ.
Όσο αναφορά το site, υπάρχει για να καλύψει την αυτονόητη ανάγκη στέγασης της δουλειάς ενός label και της επικοινωνίας. Από την στιγμή όμως που υπάρχει, λειτουργεί αυτόματα και σα “βιτρίνα” της εταιρίας. Ήμαστε μάλλον υπέρ των μινιμαλιστικών επιλογών, θέλαμε η σελίδα μας να είναι αρκετά απλή και χρηστική, έχοντας πάντα στο μυαλό μας ότι ο κύριος λόγος ύπαρξής της είναι η επικοινωνία. Το λέμε αυτό γιατί γνωρίζουμε ότι κάποια πράγματα θα μπορούσαν να είναι καλύτερα (π.χ αυτή η γραμματοσειρά που συζητάμε από την αρχή ότι πρέπει ν’ αλλάξει, αλλά ακόμα εκεί είναι!).Τώρα για την επιλογή του φόντου, κάποιοι που μας έχουν στο μυαλό τους ως black metal label ίσως παραξενεύονται (δικαιολογημένα), ωστόσο εμείς δεν είχαμε ποτέ σκοπό να είμαστε απλώς ένα black metal label και η επιλογή του χρώματος υπήρξε μάλλον φυσική και αυτόματη. Το λευκό είναι χρώμα καθολικό και απόλυτο αλλά ταυτόχρονα διαλλακτικό, δέχεται τις τάσεις και τις προσθήκες χωρίς να χάνει τον χαρακτήρα του.
Εξώφυλλα, φωτογραφίες, αφίσες, αυτοκόλλητα, παράξενες συσκευασίες.
Στις περισσότερες κυκλοφορίες μας υπήρχε ήδη κάποιο εξώφυλλο η κάποια ιδέα για εξώφυλλο από την πλευρά των σχημάτων που μας ικανοποιούσε, οπότε τουλάχιστον σε αυτό τον τομέα δεν χρειάστηκε να παρέμβουμε ιδιαιτέρως. Κάπου κάπου κάνουμε τις προτάσεις μας, όταν νοιώθουμε ότι κάτι μπορεί να γίνει καλύτερα, αλλά ο τελευταίος λόγος ανήκει στους καλλιτέχνες/συγκροτήματα. Σχετικά με τις παράξενες συσκευασίες /ειδικές εκδόσεις κτλ φυσικά μας ενδιαφέρουν σαν ακροατές/αγοραστές αλλά σε ότι αφορά το label πρέπει να γίνεται μια προσεκτική διαχείριση τέτοιων ιδεών/καταστάσεων και όπως προ είπαμε, πάντα σε συνεννόηση με τα συγκροτήματα. Κάποιες κυκλοφορίες μας είναι πολύ λιτές (π.χ ISKANDR, LAUDANUM) γιατί έτσι τις ήθελαν οι καλλιτέχνες και νομίζουμε κι εμείς ότι αυτό ήταν το σωστό να γίνει. Πρέπει να ζυγίζεις πάντα το ειδικό φορτίο της κάθε κυκλοφορίας προτού προβείς σε προτάσεις για μια ειδική κυκλοφορία προτού την πραγματοποιήσεις. Η μοναδική φορά που ουσιαστικά “πήραμε πάνω μας” την απόφαση, ήταν η περίπτωση του cd των HYPNOSINOSIS. Είχαμε προτείνει η κυκλοφορία να είναι digipak, το συγκρότημα προτιμούσε jewel case και έτσι σκεφτήκαμε να κρατήσουμε το jewel case σαν κανονική έκδοση και να βγάλουμε και μια πιο περιορισμένη/ειδική έκδοση σε digipak. Σε αυτό το σημείο πρέπει να πούμε ότι η πραγματοποίηση τέτοιων εκδόσεων δεν είναι εύκολη υπόθεση αφού θα πρέπει να συνυπολογίσεις το (συνήθως) υψηλό κόστος για ένα label σαν το δικό μας, που για διάφορους λόγους δεν μπορεί να ελπίζει στην γρήγορη διάθεση των κυκλοφοριών του. Αυτός είναι ένας ανασταλτικός παράγοντας. Τα είδη όμως με τα οποία ασχολούμαστε στο label έχουν μεγάλη παράδοση στην παραγωγή ειδικών κυκλοφοριών υψηλής αισθητικής αξίας και ιδέες για ακόμα καλύτερες ειδικές εκδόσεις γυροφέρνουν πάντα στο κεφάλι μας, ενώ πάντα μπαίνουμε στον πειρασμό να διανείμουμε μια πολύ προσεγμένη έκδοση όταν αυτή υποπέσει στην αντίληψή μας. Τώρα για κυκλοφορίες που έχουμε στη δισκοθήκη μας και μας κάνανε να θέλουμε ν’ ασχοληθούμε κι εμείς με αυτή την διαδικασία ή ενίσχυσαν την πεποίθηση μας για την αναγκαιότητα αγοράς φυσικών κυκλοφοριών είναι πάρα πολλές…Πρόχειρα μας έρχεται στο νου η έκδοση του διπλού βινυλίου του “Satanic Blood Angel” των VON από το 2002. Ο συνδυασμός αυτής της μουσικής με το βαρύ, φτιαγμένο με ειδικό χαρτί, gatefold εξώφυλλο, με το -σαν fanzine- booklet που περιείχε την συνέντευξή, τους στίχους και τα σχέδια ήταν αποκαλυπτικό! Οι κυκλοφορίες της NWN! γενικά εκείνη την εποχή νομίζουμε ότι ανέδειξαν την αξία του βινυλίου, σαν εικαστικό και όχι μόνο σαν ακουστικό μέσο και προλόγισαν (άτυπα) την άνοδο της δημοτικότητάς του. Το booklet του “Kenose” των DEATHSPELL OMEGA μας φάνηκε επίσης εντυπωσιακό όταν βγήκε… Κάτι που είχαμε φέρει στο distro πριν μερικά χρόνια επίσης, το cd “Blessing From The Darkness” των AFFECTVS & LAMIA CULTA ήταν εξαιρετικό σαν κατασκευή. Γενικά σε αυτούς τους χώρους (ambient, noise, power electronics, neo-folk κτλ) υπάρχουν άπειρες καλές ιδέες και πολύ όμορφες DIY κυκλοφορίες και θα πρέπει να πούμε ότι θαυμάζουμε τους ανθρώπους που κάνουν τέτοια πράγματα σε σταθερή βάση γιατί από την μικρή μας ενασχόληση ξέρουμε πόσο δύσκολο και δαπανηρό είναι, να βρεις και να συνενώσεις όλα αυτά τα υλικά που χρειάζεσαι για να φτιάξεις κάτι τέτοιο. Πάντως αυτό που θα πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι τέτοιου είδους εκδόσεις θα πρέπει να βασίζονται στον χαρακτήρα της κάθε κυκλοφορίας και να τον αναδεικνύουν, ν’ αποπνέουν μια δημιουργική αύρα, να έχουν γίνει με αυτό που λέμε “μεράκι” και όχι να σου δίνουν την εντύπωση της εργοστασιακής τυποποίησης που δυστυχώς στις μέρες μας (και σε συγκεκριμένους χώρους) γίνεται ολοένα πιο συχνή.
Φυσικό format σ’ εποχές Bandcamp & Spotify.
Το Spotify το γνωρίζουμε μόνο σαν brand, αγνοούμε την λειτουργία του (η μάλλον, καλύτερα, τις δυνατότητές του). Ίσως το γεγονός ότι πρόκειται για μαζικό μέσο μας απωθεί. Το bandcamp φαίνεται λιγότερο απρόσωπο (άρα πιο ταιριαστό στο underground) και είναι ένα καλό εργαλείο για τις μπάντες που θέλουν να προωθήσουν τη δουλειά τους ή να συστηθούν στο κοινό, ακόμα και για εμάς που, όπως γράψαμε πιο πάνω, είμαστε αναγκασμένοι να χρησιμοποιούμε λίγο παραπάνω το internet για την εύρεση καινούργιων κυκλοφοριών. Ωστόσο, δεν το χρησιμοποιούμε σα label μέχρι στιγμής και δεν έχουμε την πρόθεση να το κάνουμε. Δουλεύουμε αποκλειστικά με φυσικές κυκλοφορίες και θέλουμε κάθε μας κίνηση να δείχνει αυτή μας την προτεραιότητα. Πιστεύουμε ότι ο μόνος τρόπος ν’ ασχοληθείς σωστά, ν’ ακούσεις και ν’ αφομοιώσεις μια δουλειά είναι η ύπαρξή της σε φυσικό format. Η “κατοχή” ενός δίσκου σε ένα φάκελο στον υπολογιστή σου ή σ’ ένα link στο internet κάνει την ενασχόλησή σου απρόσωπη και “αναίμακτη”, αποκλείει κάθε προσπάθεια και αφοσίωση. Δυστυχώς σε αυτή τη ζωή είναι όλα θέμα προτεραιοτήτων και ότι αγαπάς πραγματικά το πληρώνεις σε χρήμα και χρόνο, δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Γενικά στην καθημερινότητά μας υπάρχει η τάση ν’ αποβάλουμε την προσπάθεια και να τα κάνουμε όλα εύκολα και προσιτά. Αυτή την τάση την έχουμε αναγάγει σε “πρόοδο”, σ’ έναν αγώνα δρόμου για να τα προλάβουμε όλα. Η αλήθεια όμως είναι ότι μόνο μέσα από τη προσπάθεια έρχεται η εκπλήρωση των επιθυμιών μας και η πραγματική ανταμοιβή, πόσο μάλλον σε θέματα τόσο σημαντικά όπως η τέχνη γενικότερα και στην περίπτωσή μας η μουσική ειδικότερα. Αυτή είναι τουλάχιστον η δική μας πεποίθηση και σκοπός μας είναι να συνεχίσουμε σε αυτό τον δρόμο όσο αντέξουμε!
Επιρροές από άλλα Label .
Δεν θα λέγαμε ότι υπάρχουν κάποια label που μας σημάδεψαν τόσο πολύ, ώστε να πούμε εξαιτίας τους ότι “αυτό θέλουμε να κάνουμε” αλλά σίγουρα υπάρχουν labels που τα θαυμάζουμε/θαυμάσαμε για την συνέπειά τους ακόμα κι αν κάποια στιγμή υπέπεσαν σε αστοχίες (πάντα κατά τη γνώμη μας). Για παράδειγμα labels όπως η Cold Meat Industry ή η 4AD πέρασαν την δική τους ταυτότητα και αισθητική χωρίς να επιβάλλονται και να επισκιάζουν την ταυτότητα των σχημάτων τους. Στον metal χώρο η NWN! που αναφέραμε προηγουμένως ή η NOEVDIA υπήρξαν αρκετά συνεπής, από νεότερα labels FALLEN EMPIRE, AnnapurnA…Αυτά μας έρχονται αυτή τη στιγμή στο μυαλό και κάθε τόσο ξεπετάγονται καλά labels που αξίζει να παρακολουθήσεις. Δεν είναι όμως τα labels που μας έβαλαν σε αυτό το παιχνίδι αλλά η αγάπη μας για την μουσική και όλη αυτή η διαδρομή μέρος της οποίας είναι και τα labels.
Μουσική.
Δεν μας αρέσει να κάνουμε τέτοιου είδους συγκρίσεις αλλά η Μουσική είναι για εμάς η ανώτερη των τεχνών και η ακρόασή της κάτι ιδιαίτερο και απαραίτητο στην καθημερινότητά μας. Έχουμε μια πολλή μεγάλη γκάμα ακουσμάτων και γενικά δεν βάζουμε κανόνες στο τι θ’ ακούσουμε. Τα πάντα είναι ευπρόσδεκτα αρκεί να πληρούν κάποιες προϋποθέσεις (όπως: ειλικρίνεια, έμπνευση, δημιουργικότητα) που όμως στον καθένα προφανώς είναι διαφορετικές, ανάλογα με τις εμπειρίες και τις προσλαμβάνουσές του. Αποκλείουμε μόνο ότι θεωρούμε επιφανειακό και ευτελές. Τώρα όσον αφορά το label, θεωρήσαμε καλό να βάλουμε κάποιους περιορισμούς στο τι κυκλοφορούμε και διανέμουμε και να στηριχτούμε στο “κοινό έδαφος” των ακουσμάτων μας, που σε μεγάλο ποσοστό ήταν το black metal και κάποιες άλλες ιδιαίτερες, πειραματικές, τελετουργικές, άρρυθμες (η έστω ρυθμικές με έναν ιδιαίτερο τρόπο) μουσικές: ambient, neo-folk, noise/power electronics, death metal, συγκεκριμένες εκφάνσεις του doom metal κτλ. Θέλαμε να υπάρχει μια συνέπεια που ξεκινάει από το όνομα του label, την αντίληψη στον τρόπο προώθησης/επικοινωνίας του και φτάνει μέχρι τις κυκλοφορίες που διανέμουμε. Σε αυτό το σημείο, για να κάνουμε την σύνδεση με τα παραπάνω για σχήματα και albums που μας αρέσουν, αξίζει να ξεκινήσουμε με μια ειδική αναφορά στον Έλληνα συνθέτη Jani Christou, την μουσική του οποίου ακούγαμε πάρα πολύ κατά την αποκρυστάλλωση της ιδέας της δημιουργίας του label και του οποίου η σύνθεση “Mysterion” έπαιξε το δικό της ρόλο, μεταξύ άλλων και στην επιλογή του ονόματος.
Για σχήματα, καλλιτέχνες και album, η λίστα είναι ατελείωτη, θ’ αναφέραμε μόνο κάποια πιο γνωστά και επιδραστικά (για μας αλλά και γενικότερα): AIN SOPH, AUTOPSY, BATHORY, BAUHAUS, BEHERIT, BLACK SABBATH, BLASPHEMY, BRIGHTER DEATH NOW, BURZUM, CELTIC FROST, DARKSPACE, DEAD CAN DANCE, DARKTHRONE, DEATH IN JUNE, DEATHSPELL OMEGA, DESTRUCTION, DEVIL DOLL, DISEMBOWELEMENT, DODHEIMSGARD ,EMPEROR, ENTOMBED, FIELDS OF THE NEPHILIM, FLEURETY, GENOCIDE ORGAN, GOATLORD, INCANTATION, KAMMARHEIT, KING CRIMSON, LES JOYAUX DE LA PRICESSE, LEVIATHAN, MAYHEM, MORBID ANGEL, MORTIIS, MORTUARY DRAPE, MY DYING BRIDE, NECROMANTIA, NURSE WITH WOUND, PAGAN ALTAR, PAYSAGE D’ HIVER, PINK FLOYD, POISON (Ger), ROTTING CHRIST, ROOT, SARCOFAGO, SATYRICON, SISTERS OF MERCY, SLAYER, SODOM, SWANS, THORNS, TORMENTOR(Hun), ULVER, URFAUST, VED BUENS ENDE, VELVET CACOON, VENOM, VOIVOD, VON.
Τέλος, θέλουμε να τονίσουμε ότι δεν μένουμε εκεί. Όλα αυτά τα βλέπουμε και τα κρίνουμε στο σήμερα, με την άνεση της απόστασης, αλλά θεωρούμε ότι ακόμα και στην εποχή μας κυκλοφορούν εξαιρετικές δουλειές που αξίζουν την προσοχή μας και που σε κάποια χρόνια θα μπαίνουν σε ανάλογες λίστες, αρκεί να τις ακούμε με την ίδια διάθεση και χωρίς προκαταλήψεις δίνοντας τον απαραίτητο χρόνο στην ακρόαση κάθε δίσκου.
Μέρος δεύτερο.
Από το 2015 μέχρι και σήμερα το Mysterion ως Label έχει κόψει (συνεργατικά ή μόνο του) δώδεκα κυκλοφορίες που συνεπικουρούν την αισθητική του. Πάμε να δούμε τις δομές και το ύφος τους, ξεκινώντας από την πιο πρόσφατη μέχρι την αφετηρία.
Sleeping Bodies-The Composition of a Dead Star
(Mysterion-MYR 012)

Η περιγραφή ενός album είθισται να ξεκινά από την έναρξη. Εδώ όμως έχουμε ένα compilation με τα δυο demos των Αμερικανών. Οπότε εμείς θα πάμε πρώτα στο τελευταίο κομμάτι, το εξαιρετικό εικοσάλεπτο του περσινού πλέον “Cosmic Voyager” Single με τα έξοχα samples. Ο ήχος και η εμβέλειά, είναι σα μια τραβηγμένη κλωστή από την ανοιξιάτικη πλερέζα των Velvet Cacoon, δηλαδή το «κουβερτάκι» του ρυθμικού όπως το έπλεξε ο νεκροερημίτης της καρδιάς μας Malefic. Συναισθηματικά, δημιουργεί ένα ορυκτό με βάση τη μελαγχολία και λαξευμένη φλέβα την δύναμη. Δουλεύει σταθερά και δε θα χρειαστεί χρόνο για να εγκολπωθεί στον ψυχικό μανδύα του ακροατή. Λίγα χρόνια νωρίτερα στο πρώτο τους demo, ξεκινούσαν το δικό τους ταξίδι στο άπειρο. Το εναρκτήριο “Wandering Through Open Plains” είναι γραμμένο στη λογική του “Transilvanian Hunger”= ένα καλό riff φτάνει, ειδικά αν είναι ικανό να σε ταξιδέψει με ακρίβεια στο συναίσθημα που επιθυμεί ο δημιουργός του. Μουσικά αποκαλύπτει πως μας λείπουν ουσιαστικά οι Darkspace. Στο έτερο “Become Shackled to the Abyss” θα βρούμε την ambient πλευρά της ιστορίας τους. Αν και φρέσκο το “Composition of a Dead Star” εμπεριέχει μουσική οικειότητα. Δεν είναι ούτε δεδομένη, ούτε εύκολη για να τη προσφέρεις.
Ritual Cairn-Demo MMXX
(Mysterion-MYR 011)

Με προϊστορική ανάσα, κοντά στη θεματολογία των Antediluvian. Με doomy διάθεση στην πλοκή και παχιά φωνητικά, που φέρνουν στο μυαλό τους Φινλανδούς Hail στο σκιερό έπος “Inheritance Of Evilness”. Μια απομονωμένη κιθάρα που σαλεύει και σκαλίζει, φλερτάροντας με τους αρχαϊκούς Varathron. Δεν χτίζει αλλά πορεύεται. Δεν σφύζει ταχύτητες, παρά αγγίζει ένα αυξημένο mid-tempo χάριν διηγήσεως. Γεννά τη μελωδία στη λάσπη και σκοτεινιάζει ατέρμονα. Δομικά στηρίζει τη διέλευση κι επιλέγει να σταματά, να κωλυσιεργεί μέχρι να σε αφυπνίσει. Θα σε φέρει σε μια κατάσταση δυσοίωνης κατήφειας. Δε ξέρεις τι είναι κι όμως τη νιώθεις παρούσα και θα μείνει για πάντα μέσα σου. Τέλος, θα ήθελα να συγχαρώ τον Αμερικανό για τ’ όνομα που έδωσε στο project, αλλά και το εξαιρετικό logo που στέκει απόλυτα εναρμονισμένο με την θεματολογία του.
Hevnoraak-Sinking into Nothingness
(Mysterion-MYR 010)

Τα ονόματα Thergothon, Unholy αλλά και diSEMBOWELMENT μιλούν από μόνα τους σαν επιρροές για τον τρόπο ανάπτυξης των Hevnoraak. Μπορεί αυτό το 7άρι να παίζει σε Doom/Death εμβέλειες, αλλά δε τρέφεται από την αργοπορία και τα εφέ. Αντίθετα οι ιδέες αναπτύσσονται περνούν σε ταχύτητα με δυναμική κράση μέσα από death metal ρυθμικό. Ωστόσο, επιστρέφει συναισθηματικά μέσα από λίμνες ηρεμίας, στις οποίες θα φροντίσουν να υπάρχει το κατάλληλο riff και η μελωδία που έχεις ανάγκη για να εισπράξεις τα καθέκαστα. Εκ πρώτης άπονο μα τελικά δοτικό και όσο εσωστρεφές επιθυμείς. Εδώ βρίσκεται και η γοητεία του, σκοπεύει το θυμικό και προσφέρει απλόχερα συσχέτιση.
Hyalithe-As If Sunlight Could Warm the Deceased
(Mysterion-MYR 009)

Υπάρχουν solo project που θέτουν άμεσα το προκείμενο και ξέρεις ακριβώς τι παίζει. Αυτό θα νιώσεις κι εδώ, αλλά δεν θα έχεις δίκιο. Δεν είναι πως ο Jori Apedaile από τη Μοντάνα δημιουργεί ένα νέο sub-genre, αλλά πως το Depressive/Post Black Metal που παίζει είναι πηγαία έκφραση και όχι το ύφος που επέλεξε επειδή έμαθε λίγο κιθάρα. Υπάρχουν riff που δείχνουν τη δουλειά/έμπνευση και ξαφνιάζουν (Eurydice), αλλά περισσότερο θα φανεί συνθετικά, γιατί ενώ ανήκει καθ’ ολοκληρία στις επιρροές του δεν χρησιμοποιεί τη μανιέρα γραφής τους. Αντλεί όσα έμαθε, τηρεί κανόνες αλλά τα βάζει σε συναισθηματική σειρά έχοντας ειρμό, μέτρο και προσφέροντας συγκίνηση. Η διαφοροποίηση σε σχέση με το στυλ που παίζει θα βρεθεί στα φωνητικά, μιας κι επιλέγει βλοσυρές ερμηνείες στα χνάρια των Wrest, Hail Conjurer. Ιδανική πρόταση για όσους θα ήθελαν ν’ ακούσουν κάτι που ξεκινά τακτικά από τον Varg αλλά διαθέτει την καρδιά των πρώιμων Alcest. Τέτοιοι soloproject μουσικοί είναι «δικοί μας», απλοί ακροατές που πέρασαν στο «ποτάμι της δημιουργίας». Με το πέρασμα του χρόνου μένουν στις αναμνήσεις περισσότερο από τα μεγαλύτερα ονόματα που δισκογράφησαν την ίδια χρονιά. Αυτό συμβαίνει από underground γινάτι. Είναι ζήτημα ψυχικής επαφής με τον ομόσταυλο, που δεν έγινε ακόμα «μορφή» και παραμένει ένας από εμάς. Ανήκει στα albums του 2019 που άκουσα περισσότερο μέχρι σήμερα.
Veitstanz -Night Is My Heart
(Mysterion-MYR 008)

Βλέποντας τον τίτλο του demo, ένιωσα πως θα πρέπει να κατεβάσω τα standards των απαιτήσεων. Ωστόσο είχα μπροστά μου ένα εξώφυλλο με μια υπέροχη σύνθεση συμβόλων, ικανά να διηγηθούν από μόνα τους μια ιστορία. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στα κρανία με τα φτερά νυχτερίδας, που συνεχίζουν να πετούν γύρω μου ακόμα και μετά τις ακροάσεις. Μουσικά χτίζουν μια λυτρωτική ατμόσφαιρα. Μοιάζει με το κενό συναίσθημα μετά το γοερό κλάμα, εκεί που τα χρώματα λάμπουν λίγο περισσότερο αφού χάθηκε ο θυμός ή ο φόβος. Στην τακτική, μια απλή κίνηση του ρυθμικού μέρους δίνει τον απαραίτητο χώρο στα φωνητικά. Η εκφραστικότητά τους διαθέτει ένα μαγικό vibe. Χρησιμοποιεί καθαρά που υμνούν αλλοπρόσαλλα, μαγκωμένα του οδυρμού και το black metal γρέζι. Στο «Piercing The Veil» θα προηγηθεί παικτικά μ’ έξυπνους τρόπους, που φέρνουν στο μυαλό κυκλοφορίες της Ancient Records (Grifteskymfning, Hädanfärd, Grav) διανθίζοντας τη πλοκή και προκαλώντας την ανάγκη της επανάληψης.
Laudanum -III
(Mysterion-MYR 007)

Ένα Lp που υπογραμμίζει τη φράση underground black metal κυκλοφορία. Δεν επικροτώ για το cult της ιστορίας, ώστε να κοπεί κάθε demo tape σε Lp. Είναι επί του περιεχομένου παρατήρηση. Απογύμνωση και τέχνη της αφαίρεσης που εξάπτει τη φαντασία. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν έχεις να πιαστείς από πουθενά, σου παρέχουν ένα εξώφυλλο και την εμπειρία της ακρόασης. Δηλαδή, όλα τα χαρακτηριστικά που έκαναν στα 10’s ξεχωριστό υποείδος το Raw Black Metal. Σχήμα βυθισμένο στην άβυσσο χωρίς πληροφορίες, demo έκφρασης χωρίς θεματολογία, ήχος από τακτοποιημένο αχούρι, φωνητικά ως όργανο μέσα στην ροή, τύμπανα σα το χτύπο της καρδιάς και αστραπηδόν μελωδίες. Μελετημένο για να μην κουράζει, κουρνιάζει όταν πλατειάζει και γεμίζει φως αν και κατάγεται από τόπο δίχως ήλιο. Τα δυο bonus κομμάτια δένουν με το τρίτο demo, είναι τεταμένα και μονότονα με λιγότερο «καπνό» στον ήχο. Για το άγημα των Paysage d’Hiver. Τέλος, πριν από την κοπή του Mysterion label η κασέτα είχε κυκλοφορήσει από τo αξιολογότατο Σουηδικό label Cirsium Kollektivet.
Hypnosinosis -῾Υπνωσίνοσις
(Mysterion-MYR 006)

Οι Χιλιανοί με το ελληνικό όνομα δικής τους επινόησης (μια αυθαίρετη λέξη βασισμένη στην ύπνωση) δημιουργούν ένα κράμα που συνδυάζει την κράση με τις ατμόσφαιρες και μπορεί φέρει στο μυαλό την αύρα του “Draco Sit Mihi Dux”. Στιχουργικά καταπιάνονται με τη διανοητική διαταραχή και τα όρια της τρέλας. Μπορεί ρυθμικά να κάνουν ασφαλή διέλευση, αλλά τόσο η μουσική όσο και η έκφραση στα φωνητικά βρίσκεται στο ακριβές εκείνο σημείο που τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από το concept. Επιδιώκει να δημιουργήσει την απαραίτητη συνθήκη για τον ακροατή, μια διανοητική συμπόρευση. Το υλικό έχει μια κρυφή δυναμική που μπορεί να μεγαλώσει μέσα σου με τις ακροάσεις. Ξεχώρισα την ένταση και τα riff του “Through Dreams of Chaotic Sorrow” καθώς και το “Monumental Euphoric Trance” που δίνει χώρο στο μπάσο για να προεκτείνει τη περιήγησή, ώστε να μεγαλώσει τη διήγηση. Η έκδοση σε digi pack είναι περιορισμένη στα εκατό κομμάτια κι έρχεται με αφισάκι και κάρτα με το limitation.
Waal -Ruminations
(Mysterion-MYR 005)

Ένα εξαιρετικό cardboard cover εσωκλείει τη πρώτη κασέτα των Ισλανδών. Δωρεάν μαθήματα ελευθερίας μέσω μονοτονίας. Επικεντρωμένο στις διελεύσεις της κιθάρας προκαλεί «μηρυκασμό» μέσω της πλοκής. Τα riff είναι απλωτά και πολύ συγκεκριμένα ώστε να δίνουν την αίσθηση κλεισίματος και ανοίγματος. Θα το κάνουν επιθετικά, στα κόκκινα, αλλά από τη θέση μιας εσωτερικής νηνεμίας, δίχως να καταβάλουν ιδιαίτερη προσπάθεια. Το ρυθμικό μέρος δηλώνει παρόν κρατώντας τα γκέμια της ροής, είναι όμως ένα συνοδευτικό πλοκής όπως και τα λιγοστά φωνητικά που εποπτεύουν σε μια εσωτερικότητα και τελικά μοιάζουν σα να δαμάζουν τη υψηλή κράση των riff, προστάζοντάς τα να βγουν όλο και πιο ψηλά όλο και πιο μακριά. Ξεκάθαρα παίζει στο repeat.
Spectral Wound -Terra Nullius
(Mysterion-MYR 003, Arcane Angels-AAR 13-062)

Με βάση τα στατιστικά του Discogs το “A Diabolic Thirst” βρίσκεται στις πρώτες θέσεις (most wanted/most collected) για τις Black Metal κυκλοφορίες του 2021, μουσικά κάτι τέτοιο είναι δικαιολογημένο αλλά κυρίως τους άξιζε. Εμείς εδώ, θα πάμε πίσω στο χρόνο, όταν οι Καναδοί έκαναν το δικό τους ντεμπούτο. Αν και πέρασε μια επταετία από τότε, συμφωνώ ακόμα με όσα είχα σημειώσει για το “Terra Nullius” και είχαν καταχωρηθεί στο underground Kommandoz του Metal Hammer (11/2015 τεύχος No. 371). Συνοπτικά έλεγα, πως οι Καναδοί λειτούργησαν έχοντας κυριευτεί από το πνεύμα των Gorgoroth. Θέτουν σε πρώτο πλάνο την ταχύτητα και το λυσσασμένο riffing. Σταδιακά ρίχνουν τον ρυθμό αλλά δεν σταματούν να επιτίθενται, κρατώντας την ατμόσφαιρα στα επίπεδα της βουνοκορφής. Η παραγωγή είναι σχετικά τακτοποιημένη, αλλά στον ήχο των τύμπανων και την έξαψη των φωνητικών βγάζουν crust χάος. Ωστόσο η κραταιά μαυρομεταλλική δύναμη επανεμφανίζεται στα εμπνευσμένα riff κι επαναφέρει το νου μας στις κορυφογραμμές, δίνει ένταση στην ροή κι αφήνει τη γοητευτική αίσθηση της κυκλοθυμίας. Εικαστικά, η βινυλιακή κοπή εποπτεύει το φυσικό τοπίο, δίχως το παραμυθικό στοιχείο. Με αυτή την επιλογή κρατούν τη φύση σε μια σκιτσαριστά φωτογραφική θέση, κάνοντας “κριτική στο αντικείμενο” από μια post-black οπτική. Για τους απανταχού ενδιαφερόμενους η βινυλιακή κοπή που κυκλοφόρησαν Mysterion/Arcane Angels έγινε sold out (μετά το περσινό Hype) και αυτόματα άρχισε να «ζεματάει» στη μαύρη αγορά του Discogs, αλλά το cd της Arcane Angels είναι ακόμη διαθέσιμο (το παίζω στοίχημα για πόσο ακόμα).
Iskandr -Heilig Land & Zon
(Mysterion-MYR 002/MYR 004 Arcane Angels-AAR 13-033/AAR13-036, Haeresis Noviomagi)

Οι Ολλανδοί στο ντεμπούτο τους μπορούν να χαρακτηριστούν υποβλητικοί. Μουσικά ενοποιούν εύστοχα το Γερμανικό Depressive (Bethlehem) με το post Black Metal. Μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια, που ανοίγουν το πλάτος της επίθεσης με ωμό και γλυκύ τρόπο ταυτόχρονα. Κεντρικός πλοηγός της διήγησης είναι οι κιθάρες και παράπλευρα τα πονεμένα ουρλιαχτά, που δεν αγγίζουν τα όρια του σιχτιρισμού αλλά είναι υπερβολικά. Οι συνθέσεις είναι τακτοποιημένες, με ουσιώδης αλλαγές πλοκής ικανές ν’ αρπάξουν τη προσοχή σου (“Galgenveld”). Στο ep “Zon” εστιάζουν ακόμα περισσότερο στη χαρμολύπη μέσω μελωδίας και ήχου, καλιμπράρουν ένταση φωνητικών και λειαίνουν ακίδες. Η έξυπνη τακτική τους είναι το βασικό σημείο που πρέπει να εστιάσουμε. Σε κάθε κυκλοφορία, τα κομμάτια είναι άριστα τοποθετημένα ώστε ν’ αυξάνει η ένταση όσο περνά ο χρόνος της ακρόασης, καταφέρνοντας να εντάξουν ακόμα και τον αδιάφορο παρατηρητή στην ατραπό τους.
Spectral Lore -I
(Mysterion – MYR 001)

Σχεδόν δέκα χρόνια μετά τo cd-r την κασέτα και το cd, εδώ έχουμε τη κοπή σε βινύλιο και τέταρτη αισθητική απεικόνιση της πρώτης δουλειάς του project. Η ζωγραφιά του Reuben Sawyer στο εξώφυλλο, που θα φανεί ακόμα περισσότερο στην αφίσα που θα βρείτε σαν ένθετο, δίνει μια νέα διάσταση. Για το ντεμπούτο του Ayloss είχα γράψει αναλυτικά στο παρελθόν. Τα σχήματα και τα album που κάποτε ήρθες πολύ κοντά, σε ακολουθούν για πάντα. Βασικό ρόλο σε αυτό παίζει η μουσική και τα συναισθήματα που σου δημιουργεί. Ξεφεύγοντας από την προσωπική μου σχέση με το πρώτο κεφάλαιο των Spectal Lore, θα έλεγα πως ήρθε η ώρα για όσους έμαθαν το project από τις πιο πρόσφατες δουλειές του, να πάνε λίγο πίσω στην αφετηρία. Εδώ θα γνωρίσετε τον ακροατή/ερασιτέχνη που ξεκινά το ταξίδι του στη καλλιτεχνική οδό, θα εισπράξετε το συναίσθημα και τελικά μια και μόνο ακρόαση δε θα είναι αρκετή.
Επανεκδόσεις και διαφορετικές κοπές: Προσωπικά, θεωρώ την διατήρηση της αισθητικής σε μια δουλειά ως βασικό χαρακτηριστικό για ν’ αγοράσω μια επανακυκλοφορία. Το εξώφυλλο είναι ένα σύμβολο ικανό να σκαλίζει το δρόμο που θα κάνει η σκέψη παράλληλα με το ταξίδεμα που σου προσφέρει η μουσική. Οπότε θεωρώ πως είναι ζητούμενο να κρατούν οι επανεκδόσεις τα δεδομένα της πρώτης κοπής, την εικαστική βάση της αισθητικής. Με τον τρόπο αυτό δεν μεταγλωττίζουν τα εργαλεία που δίνουν στον ακροατή, κρατώντας το νοερό τμήμα της κυκλοφορίας αναλλοίωτο στο χρόνο. Ωστόσο, στο συγκεκριμένο album έχουμε την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Τέσσερις διαφορετικές και ολόσωστες επιλογές, που καταδεικνύουν πως αν συνδυαστούν σωστά αισθητικό κριτήριο και μεράκι μπορεί κάθε νέα εικαστική διάσταση να τροφοδοτήσει τη σκέψη, δίνοντάς την απαιτούμενη ελευθερία να κινηθεί δίχως όρια στο ταξίδι που απλόχερα προσφέρει η μουσική.



Fenriz
Dead
Euronymous
Count Grishnackh
Snorre
Eirik Hundvin (Pytten)
Attila
Η συναισθηματική σχέση που έχω με τους τους Paysage d’Hiver, θα μπορούσε να μ’ είχε οδηγήσει στο Burgdorf της Ελβετίας στις 25 Γενάρη του 2020. Θα έπρεπε όμως να είμαι ευκατάστατος Ευρωπαίος για φτάσω εκεί μονάχα για μια προακρόαση. Δεν είμαι, οπότε περίμενα κι εγώ καρτερικά ένα link, το οποίο αργούσε χαρακτηριστικά. Τελικά, μας ήρθε μέσω YouTube στις 7 του Απρίλη και χάθηκε αυθημερόν. Την ίδια ημέρα ο Tobias έγραψε, μέσω facebook, σε όλους τους “winter wanderers” τα παρακάτω: “As many of you already have noticed, ‘Im Wald’ has leaked throughout the internet. The only way this could’ve happened is that one of the guests of the exclusive listening event in January shared with the world a gift that was meant to be personal. Everyone who joined me on this special evening in January received a wood encased and engraved USB-stick with ‘I’m Wald’ on it as a memento of this special evening. I understand the high anticipation of a new PDH record, after so many years and I’m honored to see this. At the same time I do have to admit that it stings, that one of you with whom I shared this moment couldn’t keep this album to him or herself and shared with a world what was, in the end, mine to share.” Ο τρόπος που θέλει να μεταδώσει το έργο του ο δημιουργός, είναι αναμφισβήτητα μέρος της τέχνης. Δυστυχώς, όμως, ένα μεγάλο μέρος των ακροατών πιστεύει πως αν βοηθήσει να διαρρεύσει ένα album ή μιλήσει πριν άλλους γι’ αυτό, καρπώνεται ένα ιερό hail ή συμμετέχει τρόπον τινά στη δημιουργία του. Το ζήτημα ήταν, είναι και θα είναι η συμμετοχή και η προσωπική σχέση με την μουσική. Το αν θα μιλήσεις πρώτος ή θ’ ακούσεις τελευταίος, δε παίζει κανένα ρόλο.
Στην κουβέντα που κάναμε την ημέρα της «διαρροής», με φίλους τους σχήματος, τέθηκαν ερωτήματα κι ενδιαφέρουσες σκέψεις. Αρχικά, μπορούμε να δούμε ως συμβολική κίνηση, το ότι μετά από δέκα Demo, ο Tobias Möckl πήρε την απόφαση να βαφτίσει το ενδέκατο πόνημα Full-length. Η λογική που βλέπω πίσω από αυτή τη κίνηση είναι απλή. Εφ’ όσον η μουσική είναι δυο ώρες, το βλέπει ως πληρέστερο έργο και μας το θέτει ως Full-album. Από την άλλη ίσως είχε όρεξη να βγάλει γούστα με τους άμπαλους, που στα επικείμενα interview, θα του κάνουν ερωτήσεις για το «ντεμπούτο» των Paysage d’Hiver. Θα ήταν γελοίο, όσο γελοίο είναι να κάνουμε συζήτηση γι’ αλλοίωση του underground χαρακτήρα, επειδή δε το βάφτισε και αυτό Demo. Με τη συνέπεια που έχει ως καλλιτέχνης, δε θα με ξένιζε να κάνει φωτογράφιση και με σωσίβιο φλαμίνγκο, αρκεί βέβαια να την έκανε χειμώνα στο δάσος. Στην τελική, το pitchfork έχει κάνει παρουσίαση Darkspace, καιρός είναι να μάθει και τους
Πριν δούμε τις νότες, καλό θα ήταν να ρίξουμε μια ματιά στις λέξεις. Το λέμε πολλές φορές, δεν είναι μονάχα η μουσική και το εικαστικό μέρος. Όλοι μας περνάμε από δεκάδες album αγνοώντας το στιχουργικό κομμάτι, τις περισσότερες φορές από έλλειψη χρόνου. Ωστόσο, πέρα από την εξιστόρηση υπάρχουν στους στίχους extra κλειδιά, μέσα από τα οποία θα καταλάβεις και τη μουσική. Ειδικά στο “Im Wald” αυτό μοιάζει ξεκάθαρο και η αναφορά είναι υποχρεωτική. Για τον χρόνο της μουσικής που μας έστειλε οι στίχοι είναι μερικές αράδες, γραμμένοι με μια κατάφαση τόσο απτή και πραγματολογική που σε κάνουν να νιώθεις πως είναι αφελής. Δεν ισχύει όμως κάτι τέτοιο, ο Ελβετός γράφει σταράτα με λιτό ποιητικό ύφος, για την αίσθηση που είχε σε κάθε σημείο του δάσους που περιδιαβαίνει. Το παράδοξο είναι πως σ’ ένα κομμάτι δέκα ή δώδεκα λεπτών μπορεί να έχει μονάχα μια μικρή σκέψη. Θαρρώ πως το κάνει, γιατί θέλει να είναι ακριβής για τον αντίκτυπο που είχε μέσα του. Οπότε χρησιμοποιεί τη μουσική διάρκεια που νιώθει πως χρειάζεται για να μεταφέρει την αίσθηση της σκέψης αυτής. Πάμε να δούμε ένα παράδειγμα μέσα από τους στίχους του “ Im Winterwald”.

Κάποτε μόνο και μόνο το Logo της Norma Evangelium Diaboli προκαλούσε τρόμο και δέος. Σεβασμό για το περιεχόμενο, ανεξάρτητα από το project που το φιλοξενούσε. Αυτό το συναίσθημα κράτησε χρόνια. Θόλωσε και άρχισε να σβήνει, όταν ο «αγαπητός», κυκλοφόρησε τη ψαγμενιά “Occult Rock” του trio Aluk Todolo. Δεν είναι μεμπτό ν’ ακούς άλλες μουσικές αλλά μη προσπαθείς να πουλήσεις φούμαρα σε (προ)φανατικούς. Κάποτε μας είπες πως έδιωξες Sinn & Yohann, γιατί πρόδωσαν & ταπείνωσαν τους Hirilorn, με τη συμμετοχή τους σε hardcore project. Είκοσι χρόνια μετά σου πέρασε, είναι για σένα cool να κυκλοφορείς experimental/Psychedelic-Krautrock Rock από ΑΥΤΟ το label;
Το ταξίδι μας μέχρι την Ισλανδία είναι μακρινό, οπότε έχουμε αρκετό χρόνο για μια καλή ιστορική αναδρομή. Πρώτη στάση οι Flames of Hell και το ντεμπούτο τους “Fire And Steel”, που κυκλοφόρησε το 1987 (!). Σχήμα φάντασμα (όσο και iconic) για τους ντόπιους. Όσα έγιναν γνωστά για τα 3 αδέλφια Nicolaison (γνωστοί και φίλοι τους έλεγαν Nicolai), που ήταν πίσω από το project, ήρθαν από το στόμα του παλιού drummer των Potentiam G.Ó. Pálmason (μακρινός ανιψιός τους, η γιαγιά του ήταν αδελφή της μάνας τους). Η ηχογράφηση του μοναδικού album έγινε κρυφά στο studio της Χριστιανικής Αδελφότητας Νέων (YMCA) του Reykjavík. Μάλιστα, όταν ο Steinþór ηχογραφούσε τα φωνητικά, ο Leader της YMCA διαπίστωσε με φρίκη τι ακριβώς συνέβαινε. Το αστείο είναι πως τους άφησε να ολοκληρώσουν τις ηχογραφήσεις (Σκανδιναβική νοοτροπία) κι έπειτα άλλαξε τον χώρο του studio (επειδή το μαγάρισαν) και τους είπε να μην ξαναπατήσουν. Ωστόσο, ειδικά τα φωνητικά είναι το πιο ενδιαφέρον σημείο του album. Με βάση τις ως τότε επιρροές, εδώ έχουμε ολίγη από King Diamond, Franta Storm και Attila Csihar. Η φωνή του μπορεί να χαρακτηριστεί ως βαρύτονη ψευδο-οπερατική που ξανοίγει σε κραυγές με αλλοπρόσαλλο αποτέλεσμα. Οι δυο Nicolai έπαιζαν στο ντεμπούτο ενώ ο τρίτος, που ζούσε από νωρίς στη Γαλλία, επιμελήθηκε το εξώφυλλο και την κυκλοφορία του Lp (μέσω του εκδοτικού οίκου Draconian Books and Publishing έκανε το label Draconian Records). Μουσικά, έπαιξαν ένα περίεργο κράμα, σα Venom δίχως γκάζια, ενώ στο κομμάτι της αισθητικής αγγίζουν τους Bathory, έχοντας ένα πολύ σκοτεινό concept για την εποχή (Ας μην ξεχνάμε πως το πρώτο Black Metal album ιστορικά είναι το “Under the Sign of the Black Mark”, που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά).
Η Black Metal εποχή σηματοδοτήθηκε από το “Fire & Ice-An Icelandic Metal Compilation” του 1997, όπου θα βρείτε τα περισσότερα ενεργά σχήματα των 90’s σε διάφορα στιλ και ποιότητες. Ξεχωρίζουν, οι Solstafir του Til Valhallar (όπως κι αν είναι η σωστή προφορά, εγώ θα το λέω Χαλχαλάρ) τις καλές εποχές που αντέγραφαν ασάλιωτα Burzum, πριν αρχίσουν τα flirt με το hardcore στα φωνητικά ή τα κουραφέξαλα που βάζουν σήμερα (υβρίδια μαζικής κατανάλωσης για όσους θεωρούν τα «πλυντήρια» Prog νοοτροπία). Στα υπόλοιπα έστω και αναφορικά Mind as Mine, Ámsvartnir, Fields of the Filthy. Από εκεί και πέρα στα 00’s υπάρχουν πολλές μεμονωμένες περιπτώσεις όπως το “Bálsýn” (με το καταπληκτικό “Álfablóð” σε άλλο φόντο) των Potentiam (thanx Τόλη) και οι grinders Forgarður Helvítis με τους ποιητικούς στίχους στο “Gerningaveður” (thanx Πάνο).
Στα late 00’s-early 10’s κάθε πικραμένος που κατάφερνε να πιάσει τάστα και χορδές όπως οι Ulcerate, πίστευε ότι κοντεύει το απαύγασμα των 00’s, δηλαδή τους αρπισμούς μέσα στον κυκεώνα άρα το έργο του Christian Bouche από το 2004 μέχρι και σήμερα. Κάπως έτσι φτάνουμε στο 2015, την χρονιά που οι τυχάρπαστοι Πολωνοί Outre σκύλευσαν τ’ απομεινάρια της θείας κοινωνίας, με όνομα παρμένο από album των Portal και μουσική ξεπατικωτούρα Deathspell Omega. Την ίδια χρονική στιγμή οι Misþyrming ήταν μέσα στο ιερό κι έκοβαν τ’ αντίδωρα του παπαHasjarl. Στο “Ghost Chants” θα δεις τι σημαίνει στυγνή αντιγραφή στο έργο κάποιου, αντίθετα στο ντεμπούτο των Misþyrming θα δεις τι σημαίνει έμπνευση από το έργο κάποιου.
Συμπερασματικά, για το συγκεκριμένο Live ένιωθα την ίδια αμφιταλάντευση με τη φωτογράφιση των Sun Worship (στο πολύ δυνατό “Pale Dawn” του 2016). Είναι και τα δυο αρκετά μακριά από το ζητούμενο, ωστόσο το “Aesthetic operandi” (που ίσως έλεγε και μια ψυχή) δεν είναι ακλόνητο, μεταβάλλεται και σταδιακά θα κάνει αποδεκτές τις μοντέρνες τάσεις που με κάποιον τρόπο μιλούν μέσα μας.
Το πουλέν από τον ορμίσκο του καπνού επέστρεψε με δικαιολογημένη ευεξία αλλά με μια αδικαιολόγητη χαρά και τρόπον τινά πανηγυρική λογική στο ύφος. Πλέον στο Black Metal τους μπορείς να βάλεις το πρόθεμα «μελωδικό» και να περιγράψεις με ακρίβεια που τρέμει η βελόνα της πυξίδας. Στην ουσία εδώ θα βρούμε τον τρόπο που από τούδε και στο εξής θα περιοδεύουν. Η αδυσώπητη ενέργεια (ζέση & ταχύτητες) βρίσκεται σε κάθε σπιθαμή του album καταφέρνοντας να επευφημηθεί. Τα τραγούδια είναι στη πένα, ώστε να μην υπολείπεται κάποιο στο σύνολο. Στον τρόπο που παρουσιάζει τα κομμάτια ίσως φέρει στο μυαλό τους Sektemtum στο “Aut Caesar, aut Nihil”, με τα ευκολομνημόνευτα riff που γλυκοκοιτάζουν τη φάση του black n’ roll (σιχαμένο tag). Στις κιθάρες έπεσε μελέτη, έγραψε κάποια εξαιρετικά riff που διαχέονται και ρέουν. Σε σημεία βέβαια μοιάζουν σα να έχεις βάλει τον Hasjarl με περίστροφο στο κρόταφο να «συμμαζέψει» τις ιδέες του Hunter Hunt-Hendrix. Επιπρόσθετα, τα διακατέχει μια χαρμόσυνη και τρόπον τινά επική αύρα η οποία σε συνδυασμό με το μουντό τέμπλο φαλκιδεύει το peha. Είναι κι αυτό το αναθεματισμένο εναρκτήριο “Orgia” που με σαστίζει, γιατί μ’ έχω πιάσει να χορεύω..
Υπήρξε μια εποχή (mid/late 00’s-early 10’s) που το Depressive Black Metal ήταν πολύ δυνατό. Θα μπορούσαμε να πούμε πως έφτασε να θεωρηθεί ακόμα και ξεχωριστό sub-genre. Κάποιος μάλιστα είχε φτιάξει και το Depressive Black Metal blog, που αποδείκνυε του λόγου το αληθές. Δυο «ιστορίες» μου έρχονται στο μυαλό, σχετικά με αυτή τη μουσική διαδρομή από εκείνη την εποχή. Θυμάμαι τον φίλο μου Ηρακλή {[(χωρίς να έχει ακριβώς αυτό το γούστο [οπαδός tool, από αφετηρία, (δε κρατήθηκα!)]} να μου λέει πως κατέβαζε κάνα βράδυ, album από εκείνο το Blog. Ήξερε τι θα βγει σε λίγο από τα ηχεία του. Δεν έψαχνε το καλό σχήμα με τις εξαιρετικές ιδέες, αλλά το ύφος, τον ήχο και την ατμόσφαιρα που θα του έδιναν τα δεδομένα μοτίβα. Θυμάμαι ακόμα τον Τόλη, στο black metal αφιέρωμα του Metal Hammer (τεύχος Νο 299, 11/2009), να λέει αναφερόμενος στο Suicidal/Depressive Black Metal: «Αυτό-ακρωτηριασμός, παραίτηση, αυτοκτονικές τάσεις και πεσιμισμός που κάνει τον Schopenhauer να μοιάζει με τον.. Walt Disney».
Η ιστορία των Γερμανών Impavida από τη Βεστφαλία δεν είναι μεγάλη και δεν έχει κάποιο πιπεράτο ενδιαφέρον, αλλά έφερε τότε, κοντά με το καταπληκτικό Logo, ένα ώριμο γεμάτο συναισθήματα ντεμπούτο. Εδώ βασιλεύει μια ιδιότυπη ηρεμία, τουλάχιστον στον δικό μου ψυχισμό. Σαν συναίσθημα μοιάζει με την ανακούφιση που νιώθεις μετά από αναπάντεχη τρομάρα ή λίγο μετά το ξύπνημα από έναν απόκοσμο εφιάλτη. Ο τίτλος του album λειτουργεί σαν υποβλητικό εργαλείο, αλλά θα πρέπει να ενδώσεις για να δουλέψει μέσα σου. Θα δεχθείς να συνάψεις και πάλι εκείνη τη παλιά συμφωνία. Μια συμφωνία που θα μπορούσε να θεωρηθεί και ηθελημένη αφέλεια. Ξέρω πως μεγάλωσες και δεν είναι πρέπων ν’ αφεθείς σε όνειρα σαν είσαι ξυπνητός. Μη κουμπώνεσαι, θα’ ναι για λίγο.
Οι συναισθηματικές αποχρώσεις της αθώας περιήγησης που ξεκινούν από την πύλη της πρώτης κοπής σε cd και διαβαίνουν τις καμάρες του υπόγειου, στη φετινή επανέκδοση σε Lp, δεν εμπεριέχουν τρόμο σε πρώτη ανάγνωση. Βαδίζοντας όμως σε τέτοια μέρη, θα περάσεις μια συναισθηματική γκάμα που τον κοντεύει. Θα μπορούσε να ιδωθεί μέσα από τις αναταράξεις του θυμικού που συνοδεύουν τη λέξη «δέος» και το μάγκωμα που επιφέρει στον ψυχισμό το ανεξερεύνητο μέρος, εν προκειμένω ένα εγκαταλελειμμένο μέγαρο ή ακόμα καλύτερα ένα μαυσωλείο. Βαδίζοντας σ’ ανεξερεύνητα μέρη, κάνεις μια αθώα περιήγηση στο σκοτάδι, που το πιθανότερο είναι να μην εμπεριέχει τίποτε. Είναι όμως το χειρότερο μέρος για όποιον κουβαλά, από παιδί, διεγερμένο φαντασιακό. Κάπως έτσι μπορούν να ζωντανέψουν ανείπωτοι τρόμοι, που ζουν μονάχα στο δικό σου μυαλό. Ωστόσο, είπαμε το πιθανότερο είναι να μην υπάρχει τίποτε άλλο πέρα από εικόνες ερήμωσης, που μαθηματικά οδηγούν τη διάθεση στον τριγμό της απόγνωσης. Η απόγνωση αυτή δεν έχει να κάνει με το συναίσθημα που από λίγο ως πολύ όλοι μας έχουμε βιώσει κοινωνικά. Είναι κάτι διαφορετικό και το μόνο που μπορώ να κάνω για να σας το θυμίσω, είναι να ξυπνήσω (αν υπάρχει ακόμα) έναν πολύ παλιό φόβο. Όταν κάποτε είσαστε μικροί και οι γονείς σας άφηναν για λίγο μόνους στο σπίτι. Ένας μεγάλος κόσμος για έναν μικρό εαυτό, ικανός να μετατρέψει το παχνί της ασφάλειας σε τόπο μαγικό.
Στη πρώτη φράση του “Demons’ Eerie Flutes Accompany with the Decay of Corpses Defiled” ο Dennis Blomberg φωνάζει “Rusalka, spirit of water;”. Το όνομα αυτό προέρχεται από την Σλάβικη μυθολογία. Στις περισσότερες εκδοχές Rusalka είναι ένα νεκρό πλάσμα που δεν έχει βρει γαλήνη. Άτομα που πεθαίνουν βίαια και πρόωρα μετατρέπονται σε Ρουσάλκι. Η μυθολογία έβαλε τη γυναίκα ως κεντρικό πρόσωπο σε αυτή την ιστορία, γιατί η καταπίεση που δεχόταν ιστορικά οδήγησε αρκετά νεαρά κορίτσια ν’ αυτοκτονήσουν επειδή ήταν ανύπαντρες εγκυμονούσες. Σαφώς, η ποιητική προτίμηση θα έφερνε πιο μπροστά στη διήγηση όσες προδόθηκαν από τους εραστές τους και αφαίρεσαν τη ζωή τους. Η αλήθεια ωστόσο ήταν ωμή και ακραιφνώς κοινωνική. Rusalka είναι η οπτασία της ψυχής μιας νεαρής γυναίκας που πέθανε κοντά σε ποτάμι ή λίμνη και στοίχειωσε το μέρος. Θα της επιτραπεί να αναπαυθεί εν ειρήνη, μόνο αν πάρει εκδίκηση για το θάνατό της. Αν και η πρωταρχική της κατοικία είναι ο τόπος που έπεφτε νεκρή, έβγαινε από τα νερά τις νύχτες, σκαρφάλωνε σ’ ένα δέντρο και τραγουδούσε. Ακόμα μπορεί να καθόταν στις όχθες του ποταμού και να χτένιζε τα μαλλιά της ή να χόρευε μαζί με άλλες ρουσάλκι στα χωράφια. Η περιγραφή της έχει ως κεντρικό σημείο της μη-ορατές (μαύρες) ίριδες των ματιών της, που σχημάτιζαν μαζί με την κόρη έναν ενιαίο μαύρο κύκλο στον κατάλευκο βολβό των ματιών της. Ήταν υπερβολικά χλωμή με διάφανη επιδερμίδα και χρυσά ή πράσινα βρεγμένα μαλλιά. Δεν μπορούσε να υπάρξει πολύ εκτός νερού, γι’ αυτό είχε πάντοτε μαζί της ένα χτένι. Κάθε φορά που το χρησιμοποιούσε επικαλούνταν το υδάτινο στοιχείο, πάροχο της μεταθανάτιας ενέργειας μέχρι να ολοκληρώσει τον διακαή πόθο, την εκδίκηση. Σύμφωνα με κάποιους μύθους, αν στέγνωναν τα μαλλιά μιας Rusalka θα «πέθαινε» δίχως να έχει ολοκληρώσει το σκοπό της λύτρωσης. Τα πνεύματα ρουσάλκι προέρχονταν και από τα αβάπτιστα μωρά, συνήθως εκτός γάμου, που γι’ αυτό τον λόγο πνίγηκαν από τις μητέρες τους. Στην τελευταία εκδοχή, αυτά θα έπρεπε να εκδικηθούν τη μητέρα που τα φόνευσε.
Πέρασαν έντεκα χρόνια από το ντεμπούτο και οι Impavida επιστρέφουν στα κόκκινα, κοιτώντας με ειλικρίνεια τον ακροατή. Πρόσκληση, σ’ όποιον θέλει να καλπάσει μαζί τους σε μοντέρνους αλλά -ακόμα- true ορίζοντες. Ξεκινώντας από την αναφορά εκ προοιμίου, την πυγμή, το ύφος τους μοιάζει περισσότερο με τη Suicidal Black Metal λογική. Αν θέλουμε να βάλουμε ένα σημείο διαχωρισμού ανάμεσα στο Suicidal και το Depressive, είναι η χρήση ταχύτητας συν ένας extra οδυρμός στα φωνητικά, που ορισμένες φορές ξεπερνά τα εσκεμμένα μελαγχολικά (ψυχικά) τοπία πιάνοντας τις ανηφοριές της οργιαστικής μέθης για φρίκη. Αυτό ακριβώς συμβαίνει κι εδώ. Οι Γερμανοί όμως δεν επέστρεψαν μ’ έναν τυπικό δίσκο για να πάρουν τη θέση τους στα χαρακώματα της απαλεψιάς. Τα εξαιρετικά riff δημιουργούν έναν χαοτικό στρόβιλο μέσα στον οποίο ο νεόφερτος «τραγουδιστής» (εκ των Η.Π.Α) που φέρει το ψευδώνυμο “He, Who Walketh the Void” θα ουρλιάξει αβασάνιστα, δίχως περισπασμό. Στην ακατάπαυστη πορεία οι κιθάρες λιμνάζουν με άριστο τρόπο. Αρχικά μ’ ελαχιστοποίηση της ταχύτητας που σε κάνουν να νιώθεις πως θα ξαναπιάσουν πορείες, μα τελικά με άρτιες μελωδίες ομοιόμορφα μέσα στη ροή. Δεν αργεί όμως να ξεκινήσει και πάλι το κρεσέντο, μ’ εξαιρετικά riff που δημιουργούν όλους εκείνους τους χρωματισμούς που θα λειάνουν όσο χρειάζεται τον ακιδωτό χαρακτήρα της προσπάθειας, βρισκόμενα πίσω από κάθε στροφή της σφοδρής δίνης που σχηματοποιεί η μουσική με τα φωνητικά. Στις επιρροές δεν είναι (ευτυχώς) οι πρόσφατοι Lantlôs (μέχρι και το “.Neon” μετράνε) του έτερου Καππαδόκη Markus Siegenhort (ex-Impavida). Ωστόσο, υπάρχουν riff που μπορεί να θυμίσουν τους Sun Worship στο “Elder Giants” ή τους Αμερικάνους Barbelith του “Mirror Unveiled” (πολύ ενδιαφέρον post/black metal με απρόσμενη δύναμη για το συγκεκριμένο sub-genre και αξιοπρόσεκτες τεχνικές αρετές) όπως οι ίδιοι αναφέρουν με τόλμη (όταν είσαι λίγο πιο παλιός και βάζεις ως έμπνευση κάποιον νεότερο, μετράς διπλά). Παράλληλα όσο αναφορά την έμπνευση στη harsh πλευρά της μουσικής του, ο Dennis υπέδειξε τα “Banished From Time“ του
Τέλος, το ιδιαίτερο εξώφυλλο του Stephen Wilson (Porcupine Tree) ο οποίος περιγράφει τη δουλειά του μέσα από το τρίπτυχο των φράσεων “Self negation, life and death, creation and destruction” είναι εδώ για να εκφράσει τους δύο αντίθετους πόλους. Το σώμα είναι χωρισμένο σε δυο μέρη, το ένα εκπροσωπεί την συντήρηση και το άλλο την καταστροφή της ζωής. Υπάρχει μια εξαιρετική χρήση του λευκού και του γκρίζου, στον μαύρο καμβά, με την ανθρώπινη σιλουέτα όμως να μη βγάζει το ακριβές συναισθηματικό πλαφόν που θα επιθυμούσα. Υπάρχει ωστόσο ένα ακόμα σχέδιο του Wilson στο in-lay (που βλέπετε εδώ στ’ αριστερά) και θα έλεγα πως ενώ δεν εμπίπτει στο concept του album, βγάζει περισσότερα συναισθήματα που εξυπηρετούν το ύφος.
Υπάρχουν αρκετά Depressive/suicidal black metal project που μπορείς ν’ απολαύσεις εν είδη soundtrack. Ο τρόπος δεν αναιρεί το ύφος, ωστόσο το συγκεκριμένο sub-genre είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που μπορεί να λειτουργήσει άψογα ως ambient κατευόδιο, ειδικότερα τις πρωινές ώρες πριν τη χαραυγή. Στις δικές μου ακροάσεις το ντεμπούτο του Veineliis “Strained Movements Towards Imminent Death” που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά (2008) με το ντεμπούτο των Impavida έχει ακριβώς αυτό τον ρόλο. Ο Γερμανός από το Schwedt του Brandenburg σχηματίζει μελωδικά noise walls σε mid/slow tempos κι έπειτα δυναμιτίζει την πλοκή τους με ταχύτητες αλλά και αντιστρόφως. Η διαδικασία είναι κυκλική και σα καταλάβεις τι ακριβώς κάνει ίσως φανεί κι επιληπτική. Οι τίτλοι των κομματιών, κάποιοι στίχοι στ’ αγγλικά και τα liner notes στο Lp δίνουν περισσότερα σημεία για εμβάθυνση φτάνοντας τον ακροατή ως και τη συνοδοιπορία με τον καλλιτέχνη (π.χ “When Euphoria Turns into Despair”, “Indifference and Disdain”). Συναισθηματικά υπάρχει ένα καταθλιπτικό σύννεφο που κινείται απειλητικά, ως ζοφερό πέπλο διαφοροποίησης του ψυχισμού σου. Εξαρτάται όμως από το ποιος είναι ο δέκτης. Προσωπικά, νιώθω αυτό το album σαν ενήλικο χουζούρεμα. Γνωρίζω πως είναι περίεργος αυτός ο χαρακτηρισμός, αλλά σ’ ένα μυαλό/ψυχισμό που δεν βρίσκεται στο τέλμα της ψυχολογικής πίεσης, το νοητικό/συναισθηματικό γινόμενο μπορεί να είναι πολύ διαφορετικό από τον σκοπό του καλλιτέχνη. Στα παραπάνω συνηγορεί και το γουργουρητό που κάνουν τα riff σε συνδυασμό με τον ήχο στα τύμπανα, που μοιάζει σα καρδιακός σφυγμός και αποκαλύπτει τους κλυδωνισμούς της διάθεσης που θέλει να σε ταξιδέψει.
Η μουσική έρχεται πάντα πρώτη. Αν δεν υπάρχουν ήχοι να δημιουργήσουν τοπίο, δεν βρίσκω νόημα να γράψω στίχους. Επίσης, αν δεν νιώθω μια εσωτερική κλωτσιά να βάλω μια δόνηση σε νότες, δεν βρίσκω νόημα να γράψω μουσική.


Autopsy: Άντε τώρα να πεις ποιό από τα 4 πρώτα είναι το καλύτερο… Για τις ανάγκες του νεου album το “Mental Funeral” έδωσε το στίγμα. Ψυχεδελικά κρύα ατμόσφαιρα, άρρωστοι στίχοι και ερμηνείες, τελετουργικά ενοχλητικές αρμονίες, παράφωνες ακουστικές κιθάρες… Πολύπλευρο Death Metal, όπως ακριβώς θέλουμε και τους Dysemblem. Το εξώφυλλο από μόνο του αποτελεί αστείρευτη πηγή έμπνευσης.
Paradise Lost: Ξανά, άντε να βρεις ποιό από τα 5 πρώτα είναι το καλύτερο… Από άποψη ήχου και συνθετικής προσέγγισης όμως, θα έλεγα ότι το “Lost Paradise” είναι πιο κοντά στο “Autotomy”. Σαφώς death metal αλλά και ανοιχτό σε άλλα είδη, από thrash και heavy μέχρι doom και grind. Αιχμηρά riffs κι αφιλόξενη ατμόσφαιρα που δημιουργούν το τέλειο έδαφος για τα νεκρικά φωνητικά και τους αλλόκοτους στίχους. Απίστευτο εξώφυλλο επίσης, και θέλω να πιστεύω ότι συγγενεύει λίγο με του “Autotomy” όχι μόνο στα concepts και την αισθητική τους αλλά και στο ότι είναι ανοιχτά σε πολλές ερμηνείες.
Οι Dysemblem υπάρχουν για να μετατρέπουν τη θλίψη σε γιορτή και τον αρνητισμό σε υπερηφάνεια. Η κατάθεσή μας στρέφει τη βία και την αντίσταση προς την ασχήμια της ανθρώπινης ψυχής και έτσι λειτουργεί σαν μαχαιριά τόσο για τους άλλους όσο και για τον εαυτό μας. Αν αγγίξει κάποιους, αποστολή εξετελέσθη.





Το Αίμα έχει πάντα μονολιθικό concept. Έτσι και εδώ οι στίχοι ήθελα να ‘ναι απλοί χωρίς να παραπέμπουν στον «σοφιστικέ» αποκρυφισμό του σημερινού black metal. Προσπάθησα να πιάσω την “αφελή” σατανίλα της πρώτης περιόδου. Οι στίχοι κυμαίνονται σε διάφορα θέματα, από χύμα μέχρι λαογραφικές και θρησκευτικές αναφορές, κυρίως από την αποκάλυψη του Ιωάννη. Tο “Poison communion and real flesh” βασίζεται σε μια λαογραφική ιστορία από τον τόπο καταγωγής μου. Η δοξασία έλεγε πως κάποιος πολύ κακός άνθρωπος που κακοποιούσε την οικογένεια και τους συγχωριανούς του, πήγε μετά τη σαρακοστή να κοινωνήσει. Με την κατάποση, η θεία κοινωνία μετατράπηκε μέσα στο στόμα του σε δηλητήριο με αληθινές σάρκες. Tο “Roar of the animal” αναφέρεται στην γενετική, τη προσπάθεια του ανθρώπου μέσα από την επιστήμη ν’ αναστήσει ένα ζώο το οποίο έχει εξαφανιστεί από την γη και όταν το καταφέρνει δεν μπορεί να δαμάσει τη δύναμή του. Στο παρελθόν έχω κάνει ξανά κομμάτι για την επιστήμη, στο “cryonics for a fallen god” περιγράφω μια ιστορία, όπου οι επιστήμονες προσπαθούν με κρυογονική να διατηρήσουν το σώμα ενός ημίθεου. Ένα από τα θέματα που μου αρέσουν ιδιαίτερα είναι το πώς ο άνθρωπος μέσω της επιστήμης προσπαθεί να επιβληθεί στην φύση και να φτάσει την θέωση, που όλες οι θρησκείες έχουν ως ανώτατο σκοπό ζωής. Στις ιστορίες αυτές, συνήθως χάνει τον δρόμο του, παρακάμπτει τον Θεό και γίνετε “έκπτωτος”. Αυτό που πρέπει να σημειώσω είναι πως οι περισσότεροι από τους στίχους ξαναγράφτηκαν, γιατί στην αρχική τους μορφή είχαν γίνει περίπλοκοι για το concept. Ήθελα να ναι τελείως απλοί, δεν μ’ ενδιαφέρει αν θα φανούν αστείοι η παιδικοί. Καθετί έχει την θέση του και προσωπικά ξέρω γιατί είναι εκεί και αυτό μου φτάνει.
Είναι ίσως οι πρώτοι που ασχολήθηκαν συστηματικά με αυτόν τον ήχο στην Ελλάδα. Τελείως χύμα συνθέσεις και βάρβαρα φωνητικά. Είχαν την πρωτοτυπία να πάρουν το war concept αυτού του ιδιώματος και να το μεταφέρουν στην αρχαία Ελλάδα, μιλώντας για μάχες του παρελθόντος και αρχαία ελληνική μυθολογία. Τα κλισέ του είδους τα έχουν διατηρήσει στο ακέραιο και ο frontman Iapetos είναι από τις πιο εμβληματικές φιγούρες της ελληνικής σκηνής. Όλα είναι στην θέση τους, τεράστιες ταβανοπροκες, αντιασφυξιογόνες μάσκες, πολυβόλα και η αίσθηση του Ross Bay μέσα από το αρχαιοελληνικό πρίσμα. Θεωρώ πως η συγκεκριμένη κυκλοφορία είναι η πιο εμβληματική, λόγω της μικρής διάρκειας και της σχεδόν one take προσέγγισης.
Αυτή η κυκλοφορία είναι ίσως η καλύτερη που έχει βγει ποτέ, από τον συγκεκριμένο ήχο, στην ελληνική σκηνή. Γενικά σαν σχήμα έχει τρομερά cult status, που ακόμα και πιονέροι του συγκεκριμένου είδους έχουν προσκυνήσει στη συγκεκριμένη κυκλοφορία. Όταν το ακούς πραγματικά νιώθεις ότι ηχογραφήθηκε Τότε στον Καναδά. Βάρβαρο όσο δεν πάει και η εισαγωγή με τα πλήκτρα πραγματικά σε στοιχειώνει. Το Moyen-ικό εξώφυλλο δεν αφήνει περιθώρια σε κανέναν να μην καταλάβει τι παίζει, ακόμα και αν δεν το έχει ακούσει. Φημολογείται ότι υπάρχει αρκετό ηχογραφημένο υλικό που δεν έχει κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα. Μπάντα θαμμένη στα υπόγεια. Γαμάτο!
Λένε πως το σχήμα ήταν από Θεσσαλονίκη, έτσι γράφει και το διαδίκτυο, αλλά δεν παίρνω όρκο. Είχαν βγάλει μόνο αυτήν την κασέτα, η οποία έχει απίστευτο υλικό. Ήταν λίγα χρόνια πριν αναβιώσει το συγκεκριμένο είδος, με φοβερές και πολύ σκοτεινές συνθέσεις. Υπάρχει ένα touch από ελληνικό ήχο. Μνεία πρέπει να γίνει και στο τίγκα γραφικό εξώφυλλο, το οποίο θεωρώ ότι πιο ταιριαστό. Φωτογραφίες με γυαλιά και corpsepaint, όπως όλοι ξέρουμε ποιοι. Πολλοί θεωρούν αυτή τη κασέτα σα την καλύτερη κυκλοφορία από την Ελλάδα σε αυτόν τον ήχο. Μπορεί και να είναι έτσι. Πάντως, παρόλο που το σχημα δεν έχει ξαναεμφανιστεί από τότε, δισκογραφικά έχει αφήσει ανεξίτηλο σημάδι με αυτήν την κυκλοφορία.


Χαμένο στη λήθη του χρόνου. Πρόκειται για το δεύτερο σχήμα (το πρώτο ήταν οι Necromantia) στην ιστορία του Black Metal με διπλό μπάσο. Αμφιλεγόμενο τότε, βοήθησε (υποθέτω) με τον εκκεντρικό ήχο του, σχήματα όπως οι Slagmaur αρκετά χρόνια αργότερα. Οι Φιλανδοί μοιάζει να ηχογράφησαν στις αποχετεύσεις της επαρχίας του Kuopio. Ένα mid ως και slow tempo βαλτώδες έλος γεμάτο αναθυμιάσεις μεθανίου για όλες τις μύτες. Το παράδοξο ήταν πως ενώ μοιάζει να παίζουν με χαλασμένα όργανα μέσα στη καρβουνόσκονη, έχουν στιγμές που φέρνουν σε τραγούδι και ίσως θυμάσαι αργότερα (In Darkness I Fly, Battlecry). Η παραγωγή/μίξη ήταν το μυστικό που οδήγησε κάποιους να τους βαφτίσουν ως και Black/Doom. Φανταστείτε σπηλιά και τον ηχολήπτη να έχει στήσει στη πρώτη πλατεία. Δίπλα του τύμπανα και δυο μπάσα πίσω από σταλαγμίτες. Αν το κάνατε εικόνα, βάλτε με το νου σας μικρή σήραγγα που οδηγεί σε δεύτερη πλατεία. Κάπου εκεί παίζουν riff, κιθάρες που σύρθηκαν μέχρι εδώ στην υγρή λάσπη. Τον Demonos Sova τον έχω φανταστεί να τραγουδά από πάνω, κρεμασμένος σα νυχτερίδα. Δεν είναι χωρατό, γιατί ο ρόλος του είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Μπορεί να έχει χρησιμοποιήσει τόνους εφέ αλλά είναι φανερό πως δούλεψε περισσότερο απ’ όλους, για να γεμίσει το album σπιθαμή προς σπιθαμή. Αν υπάρχει έμπνευση στα φωνητικά που τον έβγαλε σε αυτές τις όχθες, αυτή δεν είναι άλλη από τον απόγονο των Απάτσι It των Abruptum. Σε κομμάτια σαν το “Slavery and Delusion” μας κάνουν να χαμογελάμε για την εξαιρετική χρήση των διηγηματικών φωνητικών του Magus (Necromantia). Και μιας που ανέφερα τ’ όνομα αυτό ξανά, όταν μιλάμε για δυο μπασοραφές δίπλα τους πάει μονάχα τ’ όνομα Baron Blood (δεν το είχα σκεφτεί, αλλά γράφοντάς το εδώ, λέω πως τα δυο «B» δήλωναν πάντοτε τα δυο μπάσα). Το “Hailstorm” είναι ένα ιδιόρρυθμο κράμα με «τρομερά διασκεδαστικό» αποτέλεσμα και το σπουδαιότερο, με τα ελάχιστα των ελαχίστων ως υλικά. Δυστυχώς όμως το γήπεδο δεν είπε ούτε μια φορά τ’ όνομά του. Αλλά γι’ αυτό, ΦΤΑΙΝΕ μονάχα οι ίδιοι.
Modus Vivendi: Είμαστε σ’ εποχές που οι μουσικοί δεν μας αφήνουν σε ησυχία. Χτυπούν αδιάληπτα με νέο υλικό, που λογικό είναι, να μην έχει πάντα την ίδια έμπνευση. Αυτό μάλλον συμβαίνει και στο 8άρι “Decadance” του Hail Conjurer, που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο που μας πέρασε. Στην «προακρόαση» (θεϊκή διαδικασία, στην οποία πάντα ήθελα να συμμετέχω) είδα τη παραγωγή ν’ αλλάζει φαλκιδεύοντας τη ατμόσφαιρα του ντεμπούτου. Οι κιθάρες έχουν μοντέρνο ήχο και τα riff σχετικό ενδιαφέρον. Τα φωνητικά δεν λαμβάνουν ρόλους εκφραστικά και το ρυθμικό εξυπηρετεί πεπατημένες δίχως δελεαστικές δυσμορφίες. Τέλος, η αισθητική χάνει πλέον το μέτρο για το οποίο σας μίλησα, για να κάνει παρέα σε καμώματα των 10’s, τέτοια που μοιάζει να ξέχασαν τ’ άγια δισκοπότηρα του Black/Death και κοινώνησαν από stoner τζιβάνες. Κανονικά θα έπρεπε να τελειώσω το κείμενο λέγοντας: Καλώς ήρθες Hail Conjurer, στο καλό Hail Conjurer. Αλλά μ’ εντυπωσίασε το νέο κομμάτι (
You must be logged in to post a comment.