Επ’ ευκαιρία της απόκτησης του ντεμπούτου των Hail Conjurer σε βινύλιο, επανέρχομαι σε όσα σημείωσα στο Underground Kommandoz του Metal Hammer τον Σεπτέμβριο του 2018. Αρχικά πρόκειται για το solo project του Harri Kuokkanen (τραγουδιστή των Hooded Menace, drummer των Ride for Revenge, τραγουδιστή και drummer των Horse Latitudes κ.ά). Εδώ θα βρούμε και πάλι όσα μας γοητεύουν στο μέτρο της αισθητικής. Αυτό πρακτικά σημαίνει πολύ λίγα σημεία από τα οποία μπορούμε να πιαστούμε για να εισέλθουμε στο θεματικό μέρος του album (ακόμα και του Project). Η γοητεία της δυσκολίας δεν είναι δέλεαρ μελέτης για όλους. Μπορεί να λειτουργήσει όμως θετικά σε όσους βλέπουν πίνακες ζωγραφικής ή διάβαζαν comics. Δηλαδή, σ’ αυτούς που έχουν εκπαιδεύσει/εξασκήσει την άφεση του μυαλού σε μια εικόνα, το χάζεμα που αυτή προσφέρει και την φαντασία που τελικά γεννά. Παράλληλα, το μέτρο αισθητικής δεν σημαίνει πως αυτό που βλέπεις πρέπει να σου αρέσει επειδή είναι minimal. Τις περισσότερες φορές το εικαστικό μέρος ενός album έχει έναν δρόμο που δεν ακολουθείς (γιατί πολύ απλά εκτίθεσαι στα σύμβολα ενός άλλου). Μπορείς όμως ν’ αφεθείς στο αίνιγμα που σου προσφέρει και σε όσα σημεία έχουν συμβολισμούς που μιλούν στο δικό σου υποσυνείδητο. Η αισθητική ενός album γεννά συνειρμούς με τις παραστάσεις που κατέχει ο ακροατής. Κατά συνέπεια μπορεί να ειπωθεί πως έκθεση στη τέχνη είναι το αποτέλεσμα που προκύπτει από την αισθητική του καλλιτέχνη και τη γνώση του ακροατή/θεατή. Οπότε και βίωμα της τέχνης μπορεί να οριστεί ένα νέο επίπεδο αντίληψης που προκύπτει από την αναβάθμιση συμβόλων που κατέχουμε ή τη γέννηση νέων.
Στην πρώτη πλευρά του Lp, που φέρει τίτλο ως άλλοτε (Fullmoon Side) η πορεία ξενικά από το ξέφωτο (Lichtung) με τις μαγεμένες μελωδίες που μεγαλώνουν στα μάτια μας από το ακιδωτό τσίμπημα της οργανικής υποστήριξης. Στη μέθοδο της ιεροσυλίας (Sacrilege) θα βρούμε σπερματικά τη λογική της τακτικής. Δίπλα στο πενιχρό φτιασίδωμα αναδεικνύει την προσπάθεια μέσω πλήκτρων ή εφέ κιθάρας (ή και τα δυο), που όσο μεγιστοποιούν την μελωδία άλλο τόσο ψεκάζουν καπνό μυστηρίου. Αργό, διηγηματικό τέμπο στο Mysterium Tremendum, με τη ατμόσφαιρα να πιάνει ρότα σιγοκαίγοντας τη ροή του album μέχρι το φινάλε. Τα σαθρά θεμέλια είναι η βάση πάνω στην οποία χτίζει μεθοδικά μελωδίες μέσα στην ηχητική σκουριά, κάνοντας σύνθεση με αντίθεση. Ανάλγητη ευφορία εκ της απόγνωσης στο χαλασμένο τοπίο.
Στη δεύτερη πλευρά του Lp (Salvation Side) θα μυηθούμε στο ηχητικό χάρβαλο του Witch’s Throat. Εδώ πιάνει δυναμικά το τροπάριο της Φιλανδικής τραχύτητας. Εντούτοις, ακόμα και στα πιο αργά σημεία χρησιμοποιεί αυτό που αποκαλώ οργανικό ambient (δίχως τη βοήθεια κονσόλας) κάνοντας δόκιμη φασαρία με πιατίνια και μικροφωνισμούς που κρατούν σθεναρά την ωμή ανάπτυξη. Αντί-τεχνική δράση για να μπορέσει ν’ αφεθεί στο μετέωρο και το ανερμάτιστο προκαλώντας ζάλη και τελικά μέθη. Στο κεφάλι του φιδιού (Käärmeen pää) θα γυρίσει και πάλι στη μελωδία με κίνηση που έρπει βγάζοντας θετική αύρα. Τα τύμπανα σε μορφή εφέ δημιουργούν εκείνους τους τριγμούς που δεν αφήνουν την ηρεμία να επέλθει, γιατί ο ερπετοειδής κίνδυνος άξαφνα εφορμά. Στο χωρίο (Revelation 16:21) όπου ο Άνθρωπος βωμολοχεί προς τον Θεό, πιστώνοντας τ’ ακραία καιρικά φαινόμενα στο θεολογικό Αίτιο, αφιερώνει το τελευταίο του κεφάλαιο. Εδώ η ταχύτητα δεσπόζει με δηλητηριώδη riff και αγριεμένα φωνητικά που θ’ αγγίξουν τ’ αλύτρωτα καθαρά, ώστε να φτάσει τη διήγηση στο κρεσέντο και να βγάλει εσώψυχα.
Επιμύθιο: Σ’ εποχές που οι περισσότεροι τρώνε τα σκύβαλα του black metal, ο Φιλανδός σμιλεύει στο μπρούτζινο λεβέτι την ατμοσφαιρική μαγεία του παρελθόντος με την ψυχολογία ερείπιο του παρόντος και τελικά παράγει σοβαρό Black metal. Αν και παράδοξο, το “Dreams of Serpent” μοιάζει σα να διασκευάζει ολόκληρο το “Hailstorm” των Barathrum o Arioch των Funeral Mist.
Barathrum “Hailstorm”
Χαμένο στη λήθη του χρόνου. Πρόκειται για το δεύτερο σχήμα (το πρώτο ήταν οι Necromantia) στην ιστορία του Black Metal με διπλό μπάσο. Αμφιλεγόμενο τότε, βοήθησε (υποθέτω) με τον εκκεντρικό ήχο του, σχήματα όπως οι Slagmaur αρκετά χρόνια αργότερα. Οι Φιλανδοί μοιάζει να ηχογράφησαν στις αποχετεύσεις της επαρχίας του Kuopio. Ένα mid ως και slow tempo βαλτώδες έλος γεμάτο αναθυμιάσεις μεθανίου για όλες τις μύτες. Το παράδοξο ήταν πως ενώ μοιάζει να παίζουν με χαλασμένα όργανα μέσα στη καρβουνόσκονη, έχουν στιγμές που φέρνουν σε τραγούδι και ίσως θυμάσαι αργότερα (In Darkness I Fly, Battlecry). Η παραγωγή/μίξη ήταν το μυστικό που οδήγησε κάποιους να τους βαφτίσουν ως και Black/Doom. Φανταστείτε σπηλιά και τον ηχολήπτη να έχει στήσει στη πρώτη πλατεία. Δίπλα του τύμπανα και δυο μπάσα πίσω από σταλαγμίτες. Αν το κάνατε εικόνα, βάλτε με το νου σας μικρή σήραγγα που οδηγεί σε δεύτερη πλατεία. Κάπου εκεί παίζουν riff, κιθάρες που σύρθηκαν μέχρι εδώ στην υγρή λάσπη. Τον Demonos Sova τον έχω φανταστεί να τραγουδά από πάνω, κρεμασμένος σα νυχτερίδα. Δεν είναι χωρατό, γιατί ο ρόλος του είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Μπορεί να έχει χρησιμοποιήσει τόνους εφέ αλλά είναι φανερό πως δούλεψε περισσότερο απ’ όλους, για να γεμίσει το album σπιθαμή προς σπιθαμή. Αν υπάρχει έμπνευση στα φωνητικά που τον έβγαλε σε αυτές τις όχθες, αυτή δεν είναι άλλη από τον απόγονο των Απάτσι It των Abruptum. Σε κομμάτια σαν το “Slavery and Delusion” μας κάνουν να χαμογελάμε για την εξαιρετική χρήση των διηγηματικών φωνητικών του Magus (Necromantia). Και μιας που ανέφερα τ’ όνομα αυτό ξανά, όταν μιλάμε για δυο μπασοραφές δίπλα τους πάει μονάχα τ’ όνομα Baron Blood (δεν το είχα σκεφτεί, αλλά γράφοντάς το εδώ, λέω πως τα δυο «B» δήλωναν πάντοτε τα δυο μπάσα). Το “Hailstorm” είναι ένα ιδιόρρυθμο κράμα με «τρομερά διασκεδαστικό» αποτέλεσμα και το σπουδαιότερο, με τα ελάχιστα των ελαχίστων ως υλικά. Δυστυχώς όμως το γήπεδο δεν είπε ούτε μια φορά τ’ όνομά του. Αλλά γι’ αυτό, ΦΤΑΙΝΕ μονάχα οι ίδιοι.
Μπινελίκι απ’ τα Βάραθρα: Είναι κρίμα να κάνεις demo period στην αυγή της ιστορίας, τέτοιο μπάσιμο, εξαιρετικό δεύτερο album (“Eerie”), αξιόλογο τρίτο (“Infernal”) και μετά να εγκαταλείπεις την ιδιαιτερότητά σου για μια εμπορική χλέπα. Το “Legions of Perkele” για όσους Νιώθουν, είναι μια παρωδία· heavy riffάκια, καθαρή παραγωγή και τελικά πλέμπα-metal album με ρεφρέν που στην καλύτερη το λες Extreme για powerάδες. Η πορεία τους από εκεί και πέρα καλύτερα να μείνει ασχολίαστη. Ωστόσο, κρατάμε σφιχτά τη πρώιμή ιστορία, για τις ενδιαφέρουσες ιδέες στον ήχο και για την cult αισθητική της.
Modus Vivendi: Είμαστε σ’ εποχές που οι μουσικοί δεν μας αφήνουν σε ησυχία. Χτυπούν αδιάληπτα με νέο υλικό, που λογικό είναι, να μην έχει πάντα την ίδια έμπνευση. Αυτό μάλλον συμβαίνει και στο 8άρι “Decadance” του Hail Conjurer, που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο που μας πέρασε. Στην «προακρόαση» (θεϊκή διαδικασία, στην οποία πάντα ήθελα να συμμετέχω) είδα τη παραγωγή ν’ αλλάζει φαλκιδεύοντας τη ατμόσφαιρα του ντεμπούτου. Οι κιθάρες έχουν μοντέρνο ήχο και τα riff σχετικό ενδιαφέρον. Τα φωνητικά δεν λαμβάνουν ρόλους εκφραστικά και το ρυθμικό εξυπηρετεί πεπατημένες δίχως δελεαστικές δυσμορφίες. Τέλος, η αισθητική χάνει πλέον το μέτρο για το οποίο σας μίλησα, για να κάνει παρέα σε καμώματα των 10’s, τέτοια που μοιάζει να ξέχασαν τ’ άγια δισκοπότηρα του Black/Death και κοινώνησαν από stoner τζιβάνες. Κανονικά θα έπρεπε να τελειώσω το κείμενο λέγοντας: Καλώς ήρθες Hail Conjurer, στο καλό Hail Conjurer. Αλλά μ’ εντυπωσίασε το νέο κομμάτι (Apocalyptic) από το δεύτερο full-album “Erotic Hell” που είναι στα σκαριά και θα κυκλοφορήσει πριν το τέλος του μήνα. Μιλάμε για έναν Doom/Death παιάνα που θα μας γυρίσει πίσω σε ηρωικές στιγμές όπως οι Thergothon (Φιλανδοί και αυτοί, πατέρες του Funeral-Doom τους λένε σήμερα. Ταμπέλα που τους πίστωσαν στα 00’s γιατί το Doom/Death ήταν ντεμοντέ. ΣΤΟ ΓΕΡΟΔΙΑΟΛΟ). Θαυμάσιες μελωδίες στα πλήκτρα κι ερεβώδη αργόσυρτα φωνητικά που θα μας γεμίσουν ενέργεια μέχρι να ξεσπάσει με αλύπητο black metal, για να κοιμηθούμε ήσυχα περιμένοντας την συνέχεια του Φιλανδού με τις εξαιρετικές ιδέες.