RKRD KLLKTR: Μοn esprit a vagabondé – Gaël Segalen “Sofia Says” LP

Εισαγωγή – Back to (un)life

Η βασική μορφή του κάτωθι άρθρου γράφτηκε πριν το curfew. Ακόμα κι έτσι είχε ήδη καθυστερήσει αφού ήθελα να το δημοσιεύσω όσο το δυνατόν πιο κοντά στην κυκλοφορία του βινυλίου, στα μέσα Οκτωβρίου 2019 – πόσο μάλλον την στιγμή που η Coherent States ήταν αρκετά γενναιόδωρη ώστε να μας προμηθεύσει μία promo κόπια.

Στο μεταίχμιο της μνημειώδους συναυλίας των Ved Buens Ende (που απολαύσαμε όλοι οι KMMNDZ), υποσχόμουν ήδη ότι το post ήταν προ των πυλών…

Και όμως, ενώ γενικά εκτίμησα την συλλεκτική περίοδο της απαγόρευσης κυκλοφορίας η οποία πάτησε φρένο στους εξουθενωτικούς blast beat ρυθμούς της σύγχρονης ζωής, για κάποιο λόγο αυτό δεν ωφέλησε τα σχέδια γραψίματος μου (ούτε για τους Κομάντοζ, ούτε για το Legacy Future).

Παρ’ όλα αυτά και ρισκάροντας να ακουστούν προφάσεις εν αμαρτίαις, θεωρώ ότι αυτά που μεσολάβησαν κάνουν τον δίσκο και την παρούσα παρουσίαση ακόμα πιο επίκαιρα.

Όντως, ένα από τα θετικά της παραμονής στο σπίτι που προσωπικά απόλαυσα ήταν η δραματική μείωση του θορύβου στην πόλη. Έτσι μπορέσαμε πραγματικά να την αφουγκραστούμε, ειδικά τη νύχτα, ανακαλύπτοντας ακυκλοφόρητα αστικά soundscapes. Αυτό κόλλησε τέλεια με την field recordings διάσταση του “Sofia Says” στην οποία αναφέρομαι δεόντως.

To πνεύμα μου αλήτεψε

Θεωρώ ότι μία βασική κινητήρια δύναμη πίσω από την ενασχόληση με τη μουσική, είναι η επιθυμία να μοιραστείς.

Μεταξύ συντρόφων συλλεκτών/φετιχιστών αυτό περιλαμβάνει την επίδειξη των physical formats, την ανταλλαγή, αγοραπωλησία και ενίοτε δωρεά.

Μία πιο σπάνια περίπτωση κι εξόχως συλλεκτική στιγμή, είναι όταν έχοντας περάσει στην αντίπερα όχθη, ένας συλλέκτης προσφέρει την κυκλοφορία που έχει επιμεληθεί σε έναν άλλο.

Σε μία περίοδο που τα αναλογικά formats (βινύλιο, κασέτα) έχουν επανέρθει στη μόδα και η δισκογραφία γίνεται συχνά γραμμή παραγωγής σκοτώνοντας τον έρωτα (βλέπε δισκογραφικές που δε μπαίνουν καν στη διαδικασία να ακούσουν τα test pressings των επερχόμενων κυκλοφοριών τους και αφήνουν να κοπούν ελαττωματικά βινύλια), το ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι προσέχουν την παραμικρή λεπτομέρεια έτσι ώστε να κυκλοφορήσουν ότι καλύτερο μπορούν δεδομένων του budget και των συνθηκών, είναι κάτι το ανεκτίμητο κι ένα από τα σπάνια πράγματα που σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι όλα θα πάνε καλά.

Οι Coherent States είναι φίλοι και ήδη έχουν προσθέσει στη συλλογή μου αρκετές αξιοσυλλέξιμες κυκλοφορίες.

Το Sofia SaysLP της Gaël Segalen είναι το μέχρι τώρα αποκορύφωμα της πορείας τους. Κυκλοφόρησε αρχικά σε κασέτα στις αρχές του 2019 και πέρυσι το φθινόπωρo κόπηκε σε βινύλιο σε συνεργασία με την καλλιτέχνιδα.

Μην έχοντας ακούσει/δει την κασέτα, το εξώφυλλο με κέρδισε αμέσως. Το κόκκινο χρώμα υποδηλώνοντας αυτοπεποίθηση όταν φοριέται από ανθρώπους αλλά και από βινύλια, ανακάλυψα με ένα επιφώνημα ευχαρίστησης ότι επεκτεινόταν μέσα στη συσκευασία με το κόκκινο βαρύ LP στα 180g, το οποίο ντύνεται από ένα από τα ελάχιστα κόκκινα inner sleeves που έχουν πέσει στα χέρια μου. Πρόκειται ουσιαστικά για μία λεπτομέρεια με την οποία ένας συλλέκτης κλείνει το μάτι σε έναν άλλο…

Red inner sleeves FTW!

Με αυτή την αίσθηση πληρότητας από την minimal αλλά ταυτόχρονα πληθωρική συσκευασία – σημειώστε ότι από την promo κόπια μας έλειπε η καρτ ποστάλ η οποία συνοδεύει τα 50 πρώτα αντίτυπα τα οποία διατίθενται κατ’ ευθείαν από την Coherent States, η ακρόαση μπόρεσε να ξεκινήσει κάτω από βέλτιστες συνθήκες.

Το ότι στο χαρτί πρόκειται για αφηρημένη, ambient, πειραματική μουσική βασισμένη σε field recordings, αποτελεί μία περιγραφή η οποία μπορεί να σημαίνει τα πάντα και τίποτα.

Παρ’ όλα αυτά σε προσωπικό επίπεδο ήμουν θετικά προδιατεθειμένος, αφού:

α) τα field recordings είναι από τις αγαπημένες μου μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης – πηγαίνοντας πίσω στο “Cairn” τετραπλό CD των Tribes Of Neurot το οποίο άλλαξε πολλά για μένα και ουσιαστικά με ενέπνευσε να ξεκινήσω τους Kommpound,

β) η Gaël Segalen είναι Γαλλίδα και μάλιστα Παριζιάνα!

Ο συνδυασμός των δύο στο μυαλό μου με τηλεμεταφέρει σε έναν συγκεκριμένο χωροχρόνο, πίσω στις αρχές 90’s σε ένα μέρος που θα εξελισσόταν σε ένα από τα αγαπημένα μου αστικά spots: την Cité des Sciences et de l’Industrie. Όντως, όταν περιπλανιέσαι μέσα στο πάρκο που περιβάλλει τους εκθεσιακούς χώρους και την βιβλιοθήκη πολυμέσων, και μέσα στο οποίο υπάρχει –ανάμεσα στ’άλλα- κι ένα ολόκληρο υποβρύχιο (!), κολλάς όταν διαπιστώνεις ότι σε ανύποπτα σημεία διαχέονται ambient ήχοι…

O Αργοναύτης (S636), το υποβρύχιο που εκτίθεται μέσα στην Cité des Sciences et de l’Industrie

Αυτή η μίξη των ήχων της πραγματικότητας (είτε αυτή είναι η αστική καθημερινότητα, είτε η φύση), με extra –ηλεκτρονικούς ή αναλογικούς- ήχους είναι στην καρδιά αυτού που κάνει η Gaël και άλλοι ομοϊδεάτες καλλιτέχνες.

Το αποτέλεσμα είναι ταυτόχρονα αναπόφευκτα οικείο αλλά και αλλόκοτο. Για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του παλιού συντρόφου στα Razor/Hammer Αποστόλη Κουρτογιάννη, φέρνει στο μυαλό απόβαση εξωγήινων

Εκτός από τον ποιότητα των αυθεντικών field recordings αλλά και του performance, κάτι που κάνει το “Sofia Says” να ξεχωρίζει είναι ότι τα ευκολομνημόνευτα σημεία που μένουν μετά την ακρόαση, επιπλέον από τις αναμενόμενες δονήσεις που αφήνει οποιοδήποτε υλικό είναι περισσότερο βασισμένο σε ηχοτοπία παρά σε διακριτά μουσικά θέματα. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το drone riff με το οποίο ξεκινάει το “Like Warehouse” και η πρώτη πλευρά.

Μέσα από την σύνθετη και γενναιόδωρη τέχνη που αναβλύζει εδώ, οι Γαλλόφιλοι θα βρουν την χάρη και την ακρίβεια στην έκφραση που χαρακτηρίζει την συγκεκριμένη κουλτούρα και την οποία -δυστυχώς ή ευτυχώς- για να εκτιμήσεις πλήρως πρέπει να έχεις βιώσει την γλώσσα, τους ανθρώπους και την χώρα.

Οι υπόλοιποι θα αρκεστούν στην κρυστάλλινη γοητεία του τρόπου με τον οποίο φιλτράρει την πραγματικότητα μία μεγάλη καλλιτέχνιδα. Αυτό είναι ήδη αρκετό.

Λεπτομέρειες για βινυλιο-σπασίκλες

http://www.coherentstates.com/

http://ihearu.org/

https://www.instagram.com/g_ihearu_segalen/

RKRD KLLKTR: Στα χνώτα των ζώων της φάτνης-Impavida “Antipode”

 

logoΥπήρξε μια εποχή (mid/late 00’s-early 10’s) που το Depressive Black Metal ήταν πολύ δυνατό. Θα μπορούσαμε να πούμε πως έφτασε να θεωρηθεί ακόμα και ξεχωριστό sub-genre. Κάποιος μάλιστα είχε φτιάξει και το Depressive Black Metal blog, που αποδείκνυε του λόγου το αληθές. Δυο «ιστορίες» μου έρχονται στο μυαλό, σχετικά με αυτή τη μουσική διαδρομή από εκείνη την εποχή. Θυμάμαι τον φίλο μου Ηρακλή {[(χωρίς να έχει ακριβώς αυτό το γούστο [οπαδός tool, από αφετηρία, (δε κρατήθηκα!)]} να μου λέει πως κατέβαζε κάνα βράδυ, album από εκείνο το Blog. Ήξερε τι θα βγει σε λίγο από τα ηχεία του. Δεν έψαχνε το καλό σχήμα με τις εξαιρετικές ιδέες, αλλά το ύφος, τον ήχο και την ατμόσφαιρα που θα του έδιναν τα δεδομένα μοτίβα. Θυμάμαι ακόμα τον Τόλη, στο black metal αφιέρωμα του Metal Hammer (τεύχος Νο 299, 11/2009), να λέει αναφερόμενος στο Suicidal/Depressive Black Metal: «Αυτό-ακρωτηριασμός, παραίτηση, αυτοκτονικές τάσεις και πεσιμισμός που κάνει τον Schopenhauer να μοιάζει με τον.. Walt Disney».

Eerie Sceneries

1stΗ ιστορία των Γερμανών Impavida από τη Βεστφαλία δεν είναι μεγάλη και δεν έχει κάποιο πιπεράτο ενδιαφέρον, αλλά έφερε τότε, κοντά με το καταπληκτικό Logo, ένα ώριμο γεμάτο συναισθήματα ντεμπούτο. Εδώ βασιλεύει μια ιδιότυπη ηρεμία, τουλάχιστον στον δικό μου ψυχισμό. Σαν συναίσθημα μοιάζει με την ανακούφιση που νιώθεις μετά από αναπάντεχη τρομάρα ή λίγο μετά το ξύπνημα από έναν απόκοσμο εφιάλτη. Ο τίτλος του album λειτουργεί σαν υποβλητικό εργαλείο, αλλά θα πρέπει να ενδώσεις για να δουλέψει μέσα σου. Θα δεχθείς να συνάψεις και πάλι εκείνη τη παλιά συμφωνία. Μια συμφωνία που θα μπορούσε να θεωρηθεί και ηθελημένη αφέλεια. Ξέρω πως μεγάλωσες και δεν είναι πρέπων ν’ αφεθείς σε όνειρα σαν είσαι ξυπνητός. Μη κουμπώνεσαι, θα’ ναι για λίγο.

eerieΟι συναισθηματικές αποχρώσεις της αθώας περιήγησης που ξεκινούν από την πύλη της πρώτης κοπής σε cd και διαβαίνουν τις καμάρες του υπόγειου, στη φετινή επανέκδοση σε Lp, δεν εμπεριέχουν τρόμο σε πρώτη ανάγνωση. Βαδίζοντας όμως σε τέτοια μέρη, θα περάσεις μια συναισθηματική γκάμα που τον κοντεύει. Θα μπορούσε να ιδωθεί μέσα από τις αναταράξεις του θυμικού που συνοδεύουν τη λέξη «δέος» και το μάγκωμα που επιφέρει στον ψυχισμό το ανεξερεύνητο μέρος, εν προκειμένω ένα εγκαταλελειμμένο μέγαρο ή ακόμα καλύτερα ένα μαυσωλείο. Βαδίζοντας σ’ ανεξερεύνητα μέρη, κάνεις μια αθώα περιήγηση στο σκοτάδι, που το πιθανότερο είναι να μην εμπεριέχει τίποτε. Είναι όμως το χειρότερο μέρος για όποιον κουβαλά, από παιδί, διεγερμένο φαντασιακό. Κάπως έτσι μπορούν να ζωντανέψουν ανείπωτοι τρόμοι, που ζουν μονάχα στο δικό σου μυαλό. Ωστόσο, είπαμε το πιθανότερο είναι να μην υπάρχει τίποτε άλλο πέρα από εικόνες ερήμωσης, που μαθηματικά οδηγούν τη διάθεση στον τριγμό της απόγνωσης. Η απόγνωση αυτή δεν έχει να κάνει με το συναίσθημα που από λίγο ως πολύ όλοι μας έχουμε βιώσει κοινωνικά. Είναι κάτι διαφορετικό και το μόνο που μπορώ να κάνω για να σας το θυμίσω, είναι να ξυπνήσω (αν υπάρχει ακόμα) έναν πολύ παλιό φόβο. Όταν κάποτε είσαστε μικροί και οι γονείς σας άφηναν για λίγο μόνους στο σπίτι. Ένας μεγάλος κόσμος για έναν μικρό εαυτό, ικανός να μετατρέψει το παχνί της ασφάλειας σε τόπο μαγικό.

Το “Eerie Sceneries” έφερε μαζί του κάποια χαρακτηριστικά που δεν ήταν στο ημερήσιο διαιτολόγιο του depressive, υπάρχει από την αρχή ως το τέλος ένας φρέσκος ήχος και αέρας στις κιθάρες. Ακόμα και τα πιο δυναμικά riff έχουν ένα θετικό σκίρτημα που κάνει το σύνολο ν’ αναπνέει καθ’ όλη την διάρκεια. Η υφή της μουσικής μοιάζει περισσότερο με «σκοτεινό» soundtrack παρά με black metal. Παράλληλα, η ψυχή τους (μέσα από τα φωνητικά) φθίνει και πέφτει ρυτιδιασμένη κατάχαμα, σ’ ένα κόσμο από τον οποίον χάθηκαν τα μυστήρια. Είναι σα να βάζεις την απόγνωση (την original αυτή τη φορά) στη θέση του φρονήματος, αν εδώ αντί για καταθλιπτική περιήγηση είχαμε μάχη. Θα χρησιμοποιήσει samples για να χτίσει και τελικά να υπηρετήσει με συνέπεια τον μοναδικό πυλώνα που είχε, έχει και θα συνεχίζει να έχει το depressive, την ατμόσφαιρα. Το πρόβλημα που φέρει η λέξη ατμόσφαιρα, για μένα που σας γράφω, είναι η πενιχρότητα των συναισθημάτων αποχρώσεων που μεταδίδει. Κανονικά, θα έπρεπε να έχουμε εφεύρει δεκάδες άλλες λέξεις, που σκιαγραφούν την εμβέλεια και τις στρωματικές διαβαθμίσεις στις οποίες θα εκτεθεί λίγο αργότερα ο ακροατής. Δεν τις έχουμε και πορευόμαστε με την ίδια τυποποιημένη λέξη, ας είναι. Η ευφυΐα του ντουέτου θα φανεί στις μικρές στιγμές που θα μετασχηματίσουν τη μονοτονία μ’ έξυπνες χρήσεις των πλήκτρων. Τα ηχητικά τοπία που παράγουν έχουν καμπύλες σε κάθε τραγούδι, κάτι που θα φανεί σαν κίνηση στον σταθερό καμβά του ύφους. Είναι ένας μετασχηματισμός της θλίψης, που μοιάζει με τον αέρα που αλλάζει βαθμιαία και παροδικά την σταθερότητα της φύσης.

‎”Antipode”

Rusalka_BilibinΣτη πρώτη φράση του “Demons’ Eerie Flutes Accompany with the Decay of Corpses Defiled” ο Dennis Blomberg φωνάζει “Rusalka, spirit of water;”. Το όνομα αυτό προέρχεται από την Σλάβικη μυθολογία. Στις περισσότερες εκδοχές Rusalka είναι ένα νεκρό πλάσμα που δεν έχει βρει γαλήνη. Άτομα που πεθαίνουν βίαια και πρόωρα μετατρέπονται σε Ρουσάλκι. Η μυθολογία έβαλε τη γυναίκα ως κεντρικό πρόσωπο σε αυτή την ιστορία, γιατί η καταπίεση που δεχόταν ιστορικά οδήγησε αρκετά νεαρά κορίτσια ν’ αυτοκτονήσουν επειδή ήταν ανύπαντρες εγκυμονούσες. Σαφώς, η ποιητική προτίμηση θα έφερνε πιο μπροστά στη διήγηση όσες προδόθηκαν από τους εραστές τους και αφαίρεσαν τη ζωή τους. Η αλήθεια ωστόσο ήταν ωμή και ακραιφνώς κοινωνική. Rusalka είναι η οπτασία της ψυχής μιας νεαρής γυναίκας που πέθανε κοντά σε ποτάμι ή λίμνη και στοίχειωσε το μέρος. Θα της επιτραπεί να αναπαυθεί εν ειρήνη, μόνο αν πάρει εκδίκηση για το θάνατό της. Αν και η πρωταρχική της κατοικία είναι ο τόπος που έπεφτε νεκρή, έβγαινε από τα νερά τις νύχτες, σκαρφάλωνε σ’ ένα δέντρο και τραγουδούσε. Ακόμα μπορεί να καθόταν στις όχθες του ποταμού και να χτένιζε τα μαλλιά της ή να χόρευε μαζί με άλλες ρουσάλκι στα χωράφια. Η περιγραφή της έχει ως κεντρικό σημείο της μη-ορατές (μαύρες) ίριδες των ματιών της, που σχημάτιζαν μαζί με την κόρη έναν ενιαίο μαύρο κύκλο στον κατάλευκο βολβό των ματιών της. Ήταν υπερβολικά χλωμή με διάφανη επιδερμίδα και χρυσά ή πράσινα βρεγμένα μαλλιά. Δεν μπορούσε να υπάρξει πολύ εκτός νερού, γι’ αυτό είχε πάντοτε μαζί της ένα χτένι. Κάθε φορά που το χρησιμοποιούσε επικαλούνταν το υδάτινο στοιχείο, πάροχο της μεταθανάτιας ενέργειας μέχρι να ολοκληρώσει τον διακαή πόθο, την εκδίκηση. Σύμφωνα με κάποιους μύθους, αν στέγνωναν τα μαλλιά μιας Rusalka θα «πέθαινε» δίχως να έχει ολοκληρώσει το σκοπό της λύτρωσης. Τα πνεύματα ρουσάλκι προέρχονταν και από τα αβάπτιστα μωρά, συνήθως εκτός γάμου, που γι’ αυτό τον λόγο πνίγηκαν από τις μητέρες τους. Στην τελευταία εκδοχή, αυτά θα έπρεπε να εκδικηθούν τη μητέρα που τα φόνευσε.

antipodΠέρασαν έντεκα χρόνια από το ντεμπούτο και οι Impavida επιστρέφουν στα κόκκινα, κοιτώντας με ειλικρίνεια τον ακροατή. Πρόσκληση, σ’ όποιον θέλει να καλπάσει μαζί τους σε μοντέρνους αλλά -ακόμα- true ορίζοντες. Ξεκινώντας από την αναφορά εκ προοιμίου, την πυγμή, το ύφος τους μοιάζει περισσότερο με τη Suicidal Black Metal λογική. Αν θέλουμε να βάλουμε ένα σημείο διαχωρισμού ανάμεσα στο Suicidal και το Depressive, είναι η χρήση ταχύτητας συν ένας extra οδυρμός στα φωνητικά, που ορισμένες φορές ξεπερνά τα εσκεμμένα μελαγχολικά (ψυχικά) τοπία πιάνοντας τις ανηφοριές της οργιαστικής μέθης για φρίκη. Αυτό ακριβώς συμβαίνει κι εδώ. Οι Γερμανοί όμως δεν επέστρεψαν μ’ έναν τυπικό δίσκο για να πάρουν τη θέση τους στα χαρακώματα της απαλεψιάς. Τα εξαιρετικά riff δημιουργούν έναν χαοτικό στρόβιλο μέσα στον οποίο ο νεόφερτος «τραγουδιστής» (εκ των Η.Π.Α) που φέρει το ψευδώνυμο “He, Who Walketh the Void” θα ουρλιάξει αβασάνιστα, δίχως περισπασμό. Στην ακατάπαυστη πορεία οι κιθάρες λιμνάζουν με άριστο τρόπο. Αρχικά μ’ ελαχιστοποίηση της ταχύτητας που σε κάνουν να νιώθεις πως θα ξαναπιάσουν πορείες, μα τελικά με άρτιες μελωδίες ομοιόμορφα μέσα στη ροή. Δεν αργεί όμως να ξεκινήσει και πάλι το κρεσέντο, μ’ εξαιρετικά riff που δημιουργούν όλους εκείνους τους χρωματισμούς που θα λειάνουν όσο χρειάζεται τον ακιδωτό χαρακτήρα της προσπάθειας, βρισκόμενα πίσω από κάθε στροφή της σφοδρής δίνης που σχηματοποιεί η μουσική με τα φωνητικά. Στις επιρροές δεν είναι (ευτυχώς) οι πρόσφατοι Lantlôs (μέχρι και το “.Neon” μετράνε) του έτερου Καππαδόκη Markus Siegenhort (ex-Impavida). Ωστόσο, υπάρχουν riff που μπορεί να θυμίσουν τους Sun Worship στο “Elder Giants” ή τους Αμερικάνους Barbelith του “Mirror Unveiled” (πολύ ενδιαφέρον post/black metal με απρόσμενη δύναμη για το συγκεκριμένο sub-genre και αξιοπρόσεκτες τεχνικές αρετές) όπως οι ίδιοι αναφέρουν με τόλμη (όταν είσαι λίγο πιο παλιός και βάζεις ως έμπνευση κάποιον νεότερο, μετράς διπλά). Παράλληλα όσο αναφορά την έμπνευση στη harsh πλευρά της μουσικής του, ο Dennis υπέδειξε τα “Banished From Time“ του Black Cilice και το compilation των Rhinocervs “Odour Of Dust & Rot“. Αν και μιλάμε για καρφίτσες στ’ άχυρα, έχει 2-3 riff που ίσως φέρουν στο μυαλό τους Deathspell Omega (με θετικό πρόσημο, δίχως την ενοχλητική τάση να βγάλουν τ’ ανίερα μάκτρα του Hasjarl σε άλλες μουσικές εκφράσεις).

in layΤέλος, το ιδιαίτερο εξώφυλλο του Stephen Wilson (Porcupine Tree) ο οποίος περιγράφει τη δουλειά του μέσα από το τρίπτυχο των φράσεων “Self negation, life and death, creation and destruction” είναι εδώ για να εκφράσει τους δύο αντίθετους πόλους. Το σώμα είναι χωρισμένο σε δυο μέρη, το ένα εκπροσωπεί την συντήρηση και το άλλο την καταστροφή της ζωής. Υπάρχει μια εξαιρετική χρήση του λευκού και του γκρίζου, στον μαύρο καμβά, με την ανθρώπινη σιλουέτα όμως να μη βγάζει το ακριβές συναισθηματικό πλαφόν που θα επιθυμούσα. Υπάρχει ωστόσο ένα ακόμα σχέδιο του Wilson στο in-lay (που βλέπετε εδώ στ’ αριστερά) και θα έλεγα πως ενώ δεν εμπίπτει στο concept του album, βγάζει περισσότερα συναισθήματα που εξυπηρετούν το ύφος.

Van Records: Οι κυκλοφορίες του Γερμανικού Label είναι κόσμημα για κάθε δισκοθήκη, όπως άλλωστε ήταν πάντα, μιας και προσέχει ιδιαίτερα τον καταναλωτή (ας μη γελιόμαστε), χρησιμοποιώντας προς όφελός της τα φετίχ του. Η κοπή του Eerie Sceneries σε double LP 180 g είναι στις 291 κόπιες και 2 χρώματα clear/black, ενώ το φετινό “Antipode” σε LP 180 g είναι στις 328 κόπιες και 2 χρώματα clear/black.

Der andere Straße: Έχετε ποτέ παίξει Black Metal δίσκους σε χαμηλό volume;

veineliisΥπάρχουν αρκετά Depressive/suicidal black metal project που μπορείς ν’ απολαύσεις εν είδη soundtrack. Ο τρόπος δεν αναιρεί το ύφος, ωστόσο το συγκεκριμένο sub-genre είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που μπορεί να λειτουργήσει άψογα ως ambient κατευόδιο, ειδικότερα τις πρωινές ώρες πριν τη χαραυγή. Στις δικές μου ακροάσεις το ντεμπούτο του Veineliis “Strained Movements Towards Imminent Death” που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά (2008) με το ντεμπούτο των Impavida έχει ακριβώς αυτό τον ρόλο. Ο Γερμανός από το Schwedt του Brandenburg σχηματίζει μελωδικά noise walls σε mid/slow tempos κι έπειτα δυναμιτίζει την πλοκή τους με ταχύτητες αλλά και αντιστρόφως. Η διαδικασία είναι κυκλική και σα καταλάβεις τι ακριβώς κάνει ίσως φανεί κι επιληπτική. Οι τίτλοι των κομματιών, κάποιοι στίχοι στ’ αγγλικά και τα liner notes στο Lp δίνουν περισσότερα σημεία για εμβάθυνση φτάνοντας τον ακροατή ως και τη συνοδοιπορία με τον καλλιτέχνη (π.χ “When Euphoria Turns into Despair”, “Indifference and Disdain”). Συναισθηματικά υπάρχει ένα καταθλιπτικό σύννεφο που κινείται απειλητικά, ως ζοφερό πέπλο διαφοροποίησης του ψυχισμού σου. Εξαρτάται όμως από το ποιος είναι ο δέκτης. Προσωπικά, νιώθω αυτό το album σαν ενήλικο χουζούρεμα. Γνωρίζω πως είναι περίεργος αυτός ο χαρακτηρισμός, αλλά σ’ ένα μυαλό/ψυχισμό που δεν βρίσκεται στο τέλμα της ψυχολογικής πίεσης, το νοητικό/συναισθηματικό γινόμενο μπορεί να είναι πολύ διαφορετικό από τον σκοπό του καλλιτέχνη. Στα παραπάνω συνηγορεί και το γουργουρητό που κάνουν τα riff σε συνδυασμό με τον ήχο στα τύμπανα, που μοιάζει σα καρδιακός σφυγμός και αποκαλύπτει τους κλυδωνισμούς της διάθεσης που θέλει να σε ταξιδέψει.

 

RKRD KLLKTR: Τέξας Χαρντκόρος (POWER TRIP, ολίγη από JUDICIARY)

Ίντρο – P.O. box s(t)orry

Τα άνωθι απεικονιζόμενα βινύλια είναι τα περιεχόμενα ενός πολυαναμενόμενου/ πολύτιμου/ πολυπαθούς πακέτου. Είχε σταλεί από την Γερμανία προς την ταχυδρομική θυρίδα μου αλλά δεν έφτασε ποτέ, καθώς η συγκεκριμένη υπηρεσία της DHL δεν παραδίδει σε Τ.Θ., μία λεπτομέρεια την οποία το προσωπικό της Coretex Records, του webstore από το οποίο παρήγγειλα, αγνοούσε και συνεπώς δεν είχε αναγράψει το σχετικό ACHTUNG!-ACHTUNG! στην φόρμα παραγγελίας.

Προς τιμήν τους όμως, αναγνώρισαν το λάθος και ξαναέστειλαν το πακέτο με δικά τους έξοδα. Η σωστή εξυπηρέτηση πελατών δεν είναι δυστυχώς αυτονόητη.

Σε αντίστοιχο πρόβλημα παράδοσης την ίδια περίοδο από την επίσης Γερμανική High Roller Records, ο ιδιοκτήτης μου απάντησε με θράσος -άκουσων! άκουσων!-ότι θα έπρεπε να γνώριζα αυτήν την ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου τρόπου παράδοσης της DHL Γερμανίας (είναι κάτι σαν ταχυδρομική υπηρεσία που προσφέρει, και όχι η κλασσική παράδοση courrier) την οποία ακόμα και ο ίδιος δεν ήξερε.

Εν τέλει αναγκάστηκε να μου επιστρέψει τα λεφτά της παραγγελίας με μισή καρδιά (αλλιώς θα τον κατουρούσα ωραιότατα στο στόμα με ένα claim για μη-παραδομένα αγαθά) , ευχαριστώντας με ειρωνικά για την απώλεια. Για του λόγου το αληθές, φάτε έναν μαλάκα.

Όχι τίποτα άλλο, εξ’αιτίας του καραγκιόζη δε μπόρεσε να προσγειωθεί ακόμα στο πικάπ μου η δισκάρα των Βlack Viper, την οποία είχα ανακαλύψει χάρη στo Radio Fenriz 45.

JUDICIARY “Surface Noise” LP, περί εγχρώμων βινυλίων

 

Με την παρουσιάση αυτού του album εγκαινιάσαμε το Ndrgrnd Kmmndz. Όταν είχε κυκλοφορήσει και πριν τον αποκτήσω σε βινύλιο, είχε έρθει στα χέρια μου το The Axis Of Equality” LP με το ομώνυμο demo στη μία πλευρά και το “Demo ’14” στην άλλη (βλέπε την ύστατη στήλη Underground Kommandoz της σύνθεσης Αγόρος/Σκούρας στο Metal Hammer Μαρτίου 201999).

Είχα γράψει τότε ότι η έκδοση που είχα σε ανάμεικτο μωβ βινύλιο είχε αρκετό surface noise (“η ίδια η ζωή έχει surface noise”, τάδε έφη John Peel – Rest In Power).

“Somebody was trying to tell me that CDs are better than vinyl because they don’t have any surface noise. I said, ‘Listen, mate, *life* has surface noise.” (John Peel)

Αυτό που δεν είχα γράψει είναι ότι ήταν λίγο οξύμωρο το να έχει surface noise το βινύλιο μίας μπάντας, η οποία έδωσε το όνομα του φαινομένου στον επόμενο δίσκο της!

Ευτυχώς η έκδοση του “Surface Noise” που ήρθε στα χέρια μου, αν και κομμένη κι αυτή σε ανάμεικτο βινύλιο, παίζει μια χαρά και δεν φαίνεται πολύ άσχημη (“τα ανάμεικτα βινύλια είναι σαν χαλασμένες τούρτες”, όπως παρατήρησε κάποτε πολύ σωστά ο σύντροφος Κωνσταντίνος Ψυχάς από την Viral Graphics).

Κι εδώ να ανοίξω μία παρένθεση περί χρωμάτων βινυλίου, αφού ολοένα και περισσότεροι μουσικόφιλοι στρέφονται (ξανά) στο βινύλιο, συμπεριλαμβανομένου και του δικού μας Λεηλατητή.

Η ηχητική ποιότητα του βινυλίου ανά χρώμα:
διαφανές** > μαύρο > έγχρωμο > ανάμεικτο > picture

** το αν το μαύρο ή διαφανές βινύλιο έχει τον καλύτερο ήχο είναι μία ατελείωτη συζήτηση για βινυλιοσπασίκλες από την οποία δεν έχω βγάλει άκρη (π.χ. δείτε εδώ κι εδώ). Οι θιασώτες του δεύτερου υποστηρίζουν ότι αυτό ισχύει επειδή διαφανές είναι το original, άρα ανόθευτο χρώμα του βινυλίου, αφού το μαύρο και όλα τα υπόλοιπα χρώματα προκύπτουν χάρη στην προσθήκη επιπλέον υλικού.

Πίσω στην έκδοση που μας απασχολεί,είναι ομορφότατη και πολύ προσεγμένη, οπότε συγχωρώ στη μπάντα και στην Closed Casket Activities το γεγονός ότι δεν υπάρχει σκέτο μαύρο βινύλιο.

Συνολικά κόπηκε σε τρία χρώματα και στις εξής ποσότητες:

  • 200 – Half White & Half Royal Blue with Red Splatter
  • 300 – Black & Bone Mix (αυτό που έχω)
  • 500 – Metallic Gold in Ultra Clear

Το jacket είναι gatefold και το βινύλιο περικλείεται σε τυπωμένα inner sleeves. Αυτό είναι η δεύτερη ατασθαλεία της έκδοσης, αφού τα τυπωμένα inner sleeves είναι γενικά κακή ιδέα αφού είτε κατά την ταχυδρομική αποστολή είτε κατά την καθημερινή μεταχείριση είναι πού εύκολο να γίνουν τα μικροσκισίματα στα οποία οι βινυλιοσπασίκλες αναφερόμαστε σαν seam splits.

Power Trip: αν όχι εμείς τότε ποιός;

Power Trip live by Steven Ruud

Είναι παράδοξο το ότι ανακάλυψα μία από τις κρίσιμες μπάντες της δεκαετίας στο τέλος της αλλά και σημάδι των καιρών (μείνετε συντονισμένοι για κάποια λόγια από τους Kmmndz σχετικά με τα 10’s)…

Οι Power Trip μας γυρνάνε πίσω στα 80’s όταν το hardcore και thrash συνυπήρχαν φυσικά στο ίδιο οικοσύστημα και ήταν συγκοινωνούντα δοχεία. Παρ’όλα αυτά δεν πρόκειται για αυστηρά retro κατάσταση.

Από τη μία το πάθος τους είναι πολύ κοντά στο feeling  των μυθικών εποχών όταν μεγαθήρια σας τους Cro-Mags, Exodus και Nuclear Assault μεσουρανούσαν και η συνθετική ιδιοφυϊα τους κάνει κομμάτια σαν το “Suffer No Fool” να στέκονται ισότιμα πλάι στους ύμνους της περίοδου (το συγκεκριμένο και λόγω του τίτλου, εξ’αρχής συνδυάστηκε στο μυαλό μου με το “Fools Die” των Killing Time).

Από την άλλη, ο υπερ-αποτελεσματικός μοντέρνος ήχος, η ένταση της μουσικής (τόσο live όσο και σε δίσκο) και των στίχων τους εγγράφουν στο πνεύμα της εποχής και στην αιχμή του σύγχρονου μουσικού underground.

Get up,
Out of your cave and into the fire
Time’s short, this is our last resort
To get through to you, what have I got to do?
Who’s going to be the difference?
If not us,
Then who?
If not us, then who?
Sound off,
Take a look at your life, tell me to what do you aspire?
I want to know how far you’re willing to go
Can’t stop the force of ruin, this world will run through you
If not now, then when?
If not us, then who?
If not us, then who?

POWER TRIP “If Not Us Then Who” από το “Nighmare Logic” (2017)

Opening Fire: 2008-2014

 

Το πρώτο από τα 3 LP’s του πακέτου κυκλοφόρησε το 2018, αποτελώντας τον κατάλληλο εορτασμό για τα 10 πρώτα χρόνια ζωής της μπάντας.

Περιλαμβάνει όλο το υλικό που δεν συμπεριλήφθηκε μέχρι τότε στα 2 full-lengths. Μακριά από μία βαρετή συλλογή-αρπαχτή, περιέχει μερικά από τα καλύτερα τραγούδια της μπάντας και τα οποία είναι ήδη κλασσικά, όπως το προαναφερθέν “Suffer No Fool”, αλλά και τα “Divine Apprehension”, “Acid”, “This World”, το ανατριχιαστικό μονόλεπτο “Questions”, κλπ.

What the hell are we supposed to do if this world is dead, with nothing left to lose?
How could anyone carry us over this wall?
Can we stop the gears in motion?
Will we find a cure for this poison?
Or has this generation buried itself alive?

POWER TRIP “Questions” από το “Opening Fire: 2008-2014”

Πιο συγκεκριμένα όσον αφορά την προέλευση των κομματιών, στην πρώτη πλευρά έχουμε τα τρία κομμάτια του ομώνυμου επτάιντσου (συμπεριλαμβανομένης της διασκευής στο “Brainwave” των Prong!) και τα “This World” και “Hammer of Doubt” αντίστοιχα από τις συλλογές “The Extermination Vol: 2” και “America’s Hardcore”.

Στην δεύτερη πλευρά έχουμε μία συμπαγή οντότητα: τα 6 κομμάτια τα οποία αναφέρονται σαν  “The Armageddon Blues Sessions” και τα οποία έχουν συμπεριληφθεί σε διάφορες κυκλοφορίες.

Αυτής της πολύ προσεγμένης έκδοσης έχει επιληφθεί η Dark Operative Records, ένα νεοσυσταθέν label το οποίο ξεκίνησε to 2018 μία παλιά καραβάνα της σκηνής, ο Brent Eyestone μετά το τέλος της Magic Bullet Records. Την τελευταία θα θυμούνται με συγκίνηση οι φίλοι του hydrahead metal, αφού κυκλοφόρησε δίσκους από αρκετές μπάντες του γαλαξία της Hydrahead αλλά και άλλες γνωστές μας: Boy Sets Fire, Stephen Brodsky, Οld Man Gloom, Jesuit, Made Out Of Babies, Beastmilk, Gehenna, Integrity, 5ive, κλπ. Είχαν δε κυκλοφορήσει ένα από τα αγαπημένα CD’s της συλλογής μου: το υπέροχο διάφανο CDEP του “Moons Of Jupiter” των Cave In!

To “Opening Fire: 2008-2014” έχει κοπεί σε 6 χρώματα. Εγώ έχω την Purple Marble έκδοση, αλλά αν είχα την επιλογή θα προτιμούσα την clear. To  artwork έχει σχεδιάσει ο Matt Stikker από το Portland, o οποίος παίζει στους Drouth και Iron Scepter. Περιλαμβάνεται ένθετο με τους στίχους και λοιπές πληροφορίες.

Manifest Decimation (2013)

 

To “Manifest Decimation” είναι το ντεμπούτο full-length των Power Trip. Aποτελείται από επτά νέα κομμάτια και μία επαναηχογράφηση του “The Hammer Of Doubt” η οποία κλείνει κατάλληλα τον δίσκο ξεκινώντας με αυτό το sample από το “Blood Simple” των αδερφών Κοέν:

The world is full o’ complainers. An’ the fact is, nothin’ comes with a guarantee. Now I don’t care if you’re the pope of Rome, President of the United States or Man of the Year; somethin’ can all go wrong. Now go on ahead, y’know, complain, tell your problems to your neighbor, ask for help, ‘n watch him fly. Now, in Russia, they got it mapped out so that everyone pulls for everyone else… that’s the theory, anyway. But what I know about is Texas, an’ down here… you’re on your own.

Blood Simple, 1984

Έχοντας ήδη δείξει εξαιρετικά δείγματα γραφής με μικρότερης διάρκειας κυκλοφορίες, εδώ επιβεβαίωσαν ότι μπορούν να κυκλοφορήσουν ένα full-length 100% αντάξιο της κλασσικής μουσικής η οποία τους ενέπνευσε κι επιβάλλονται σαν μία από τις μεγαλύτερες μπάντες των καιρών μας. Κομμάτια σαν τα “Heretic’s Fork”, “Conditioned To Death”, “Crossbreaker” (ύποδειγματική αρχή δεύτερης πλευράς βινυλίου!), το ομώνυμο δεν αφήνουν καμμία αμφιβολία γι’αυτό…

 

Ο ήχος και το ύφος τους έχοντας γίνει πιο metal πλέον, πολλοί  διατηρούμε μια αδυναμία για το πρώιμο, πιο αγνό/hardcore/τραχύ υλικό τους, έτσι όπως τεκμηριώνεται στο “Opening Fire: 2008-2014” (κάποιοι μάλιστα καυτηρίασαν την επαναηχογράφηση εδώ του “The Hammer Of Doubt”).  Σε κάθε περίπτωση όμως πρόκειται για ΔΙΣΚΑΡΑ.

Η Southern Lord έχει κόψει το βινύλιο σε διάφορα περισσότερο ή λιγότερο γελοία ή/και αξιοσυλλέξιμα χρώματα (Toxic Swamp Green – σοβαρά τώρα;). Εγώ κάνω την δουλειά μου με το απλό μαύρο repress του 2017. Το layout είναι λιτό με το (ουδέτερο/αδιάφορο για μένα) εξώφυλλο του Paolo Girardi να πλαισιώνεται από όμορφες live φωτό στο οπισθόφυλλο και στο ένθετο.

Nightmare Logic (2017)

 

Οι Τεξανοί πήραν τον χρόνο τους για να κυκλοφορήσουν δεύτερο album.  Tέσσερα χρόνια μετά το ντεμπούτο τους, χτύπησαν με 8 νέα κομμάτια  στην ίδια, πιο μεταλλική/thrash κατεύθυνση.

Arthur Rizk – άνθρωπος που ποζάρει με flight Akitsa είναι δικός μου

Πάντα με παραγωγή από τον Arthur Rizk ( ο οποίος έχει δουλέψει και με Cirith Ungol, Inquisition, Goat Semen, κλπ), θεωρώ ότι μαρτυρά την εξέλιξη τους σαν συνθέτες αφού περιέχει ακόμα καλύτερα και πιο μνημειώδη κομμάτια απ’ότι το “Manifest Decimation”.

Μέσα από τον thrash ήχο και ύφος, το σκληροπυρηνικό αυτί θα αγαλλιαστεί στην ακρόαση των περασμάτων εκείνων που μαρτυρούν το hardcore υπόβαθρο της μπάντας: το groovy intro του “Ruination” και το Cro-Mags χώσιμο στην συνέχεια, τα hardcore beats με τα οποία ξεκινάει και κλείνει το “Executioner’s Tax (Swing of the Axe), κλπ.

Power Trip live by Eric Karjala

Eκτός από το να μας κλωτσάει στο κεφάλι, η μπάντα ξέρει να μας προετοιμάζει με industrial/dark ambient intros/outros (τα οποία μας θυμίζουν αναπόφευκτα Antaeus) αλλά και να μας υπνωτίζει (το δεύτερο μισό του “If Not Us Then Who”).

Όσον αφορά το βινύλιο, αν κρίνουμε από τις πολλαπλές κοπές, η μπάντα έχει αρκετή εμπορική επιτυχία. Και πάλι είμαι ευχαριστημένος με την απλή μαύρη κόπια μου! Το δισέλιδο ένθετο έχει τους στίχους από τη μία μεριά και γίνεται poster από την άλλη με ένα ωραίο κολάζ από live photos (βλέπε το κέντρο της TXHC σύνθεσης για καλοκαιρινή βεράντα). Το εξώφυλλο ζωγράφισε ξανά ο Paolo Girardi στον οποίο επιμένει η μπάντα προς απογοήτευση μου – πιστεύω ότι τους ταιριάζει καλύτερα αισθητική τύπου Pushead ή Ed Repka.

Άουτρο – μπόνους τράξ

 

Tον Οκτώβριο οι Power Trip κυκλοφόρησαν σαν ψηφιακό single το νέο τραγούδι “Hornet’s Nest”. Όσοι βινύλιοι παρευρεθούν στο φθινοπωρινό co-headlining tour με τους High on Fire θα αγοράσουν σίγουρα το 7″ tour flexi.

Για να πάρετε μία γεύση live από Power Trip, από τα πολλά videos που είναι διαθέσιμα επέλεξα σαν κατάλληλο το σύντομο set τους για το The Strombo Show, παιγμένο στο σαλόνι του ομογενή George Stroumboulopoulos!

Πάρτε κατ’ευθείαν από το 1989 και το κλασσικό “Miles To Go” ΕΡ της NYHC μπάντας ΟUTBURST, από το οποίο διασκευάζουν το “When Things Go Wrong” στο άνωθι mini-live!

RKRD KLLKTR: Squamata Serpentes Viperidae-Hail Conjurer “Dreams of Serpent”

ΑΒ

Επ’ ευκαιρία της απόκτησης του ντεμπούτου των Hail Conjurer σε βινύλιο, επανέρχομαι σε όσα σημείωσα στο Underground Kommandoz του Metal Hammer τον Σεπτέμβριο του 2018. Αρχικά πρόκειται για το solo project του Harri Kuokkanen (τραγουδιστή των Hooded Menace, drummer των Ride for Revenge, τραγουδιστή και drummer των Horse Latitudes κ.ά). Εδώ θα βρούμε και πάλι όσα μας γοητεύουν στο μέτρο της αισθητικής. Αυτό πρακτικά σημαίνει πολύ λίγα σημεία από τα οποία μπορούμε να πιαστούμε για να εισέλθουμε στο θεματικό μέρος του album (ακόμα και του Project). Η γοητεία της δυσκολίας δεν είναι δέλεαρ μελέτης για όλους. Μπορεί να λειτουργήσει όμως θετικά σε όσους βλέπουν πίνακες ζωγραφικής ή διάβαζαν comics. Δηλαδή, σ’ αυτούς που έχουν εκπαιδεύσει/εξασκήσει την άφεση του μυαλού σε μια εικόνα, το χάζεμα που αυτή προσφέρει και την φαντασία που τελικά γεννά. Παράλληλα, το μέτρο αισθητικής δεν σημαίνει πως αυτό που βλέπεις πρέπει να σου αρέσει επειδή είναι minimal. Τις περισσότερες φορές το εικαστικό μέρος ενός album έχει έναν δρόμο που δεν ακολουθείς (γιατί πολύ απλά εκτίθεσαι στα σύμβολα ενός άλλου). Μπορείς όμως ν’ αφεθείς στο αίνιγμα που σου προσφέρει και σε όσα σημεία έχουν συμβολισμούς που μιλούν στο δικό σου υποσυνείδητο. Η αισθητική ενός album γεννά συνειρμούς με τις παραστάσεις που κατέχει ο ακροατής. Κατά συνέπεια μπορεί να ειπωθεί πως έκθεση στη τέχνη είναι το αποτέλεσμα που προκύπτει από την αισθητική του καλλιτέχνη και τη γνώση του ακροατή/θεατή. Οπότε και βίωμα της τέχνης μπορεί να οριστεί ένα νέο επίπεδο αντίληψης που προκύπτει από την αναβάθμιση συμβόλων που κατέχουμε ή τη γέννηση νέων.

Στην πρώτη πλευρά του Lp, που φέρει τίτλο ως άλλοτε (Fullmoon Side) η πορεία ξενικά από το ξέφωτο (Lichtung) με τις μαγεμένες μελωδίες που μεγαλώνουν στα μάτια μας από το ακιδωτό τσίμπημα της οργανικής υποστήριξης. Στη μέθοδο της ιεροσυλίας (Sacrilege) θα βρούμε σπερματικά τη λογική της τακτικής. Δίπλα στο πενιχρό φτιασίδωμα αναδεικνύει την προσπάθεια μέσω πλήκτρων ή εφέ κιθάρας (ή και τα δυο), που όσο μεγιστοποιούν την μελωδία άλλο τόσο ψεκάζουν καπνό μυστηρίου. Αργό, διηγηματικό τέμπο στο Mysterium Tremendum, με τη ατμόσφαιρα να πιάνει ρότα σιγοκαίγοντας τη ροή του album μέχρι το φινάλε. Τα σαθρά θεμέλια είναι η βάση πάνω στην οποία χτίζει μεθοδικά μελωδίες μέσα στην ηχητική σκουριά, κάνοντας σύνθεση με αντίθεση. Ανάλγητη ευφορία εκ της απόγνωσης στο χαλασμένο τοπίο.

16-21

Στη δεύτερη πλευρά του Lp (Salvation Side) θα μυηθούμε στο ηχητικό χάρβαλο του Witch’s Throat. Εδώ πιάνει δυναμικά το τροπάριο της Φιλανδικής τραχύτητας. Εντούτοις, ακόμα και στα πιο αργά σημεία χρησιμοποιεί αυτό που αποκαλώ οργανικό ambient (δίχως τη βοήθεια κονσόλας) κάνοντας δόκιμη φασαρία με πιατίνια και μικροφωνισμούς που κρατούν σθεναρά την ωμή ανάπτυξη. Αντί-τεχνική δράση για να μπορέσει ν’ αφεθεί στο μετέωρο και το ανερμάτιστο προκαλώντας ζάλη και τελικά μέθη. Στο κεφάλι του φιδιού (Käärmeen pää) θα γυρίσει και πάλι στη μελωδία με κίνηση που έρπει βγάζοντας θετική αύρα. Τα τύμπανα σε μορφή εφέ δημιουργούν εκείνους τους τριγμούς που δεν αφήνουν την ηρεμία να επέλθει, γιατί ο ερπετοειδής κίνδυνος άξαφνα εφορμά. Στο χωρίο (Revelation 16:21) όπου ο Άνθρωπος βωμολοχεί προς τον Θεό, πιστώνοντας τ’ ακραία καιρικά φαινόμενα στο θεολογικό Αίτιο, αφιερώνει το τελευταίο του κεφάλαιο. Εδώ η ταχύτητα δεσπόζει με δηλητηριώδη riff και αγριεμένα φωνητικά που θ’ αγγίξουν τ’ αλύτρωτα καθαρά, ώστε να φτάσει τη διήγηση στο κρεσέντο και να βγάλει εσώψυχα.

Επιμύθιο: Σ’ εποχές που οι περισσότεροι τρώνε τα σκύβαλα του black metal, ο Φιλανδός σμιλεύει στο μπρούτζινο λεβέτι την ατμοσφαιρική μαγεία του παρελθόντος με την ψυχολογία ερείπιο του παρόντος και τελικά παράγει σοβαρό Black metal. Αν και παράδοξο, το “Dreams of Serpent” μοιάζει σα να διασκευάζει ολόκληρο το “Hailstorm” των Barathrum o Arioch των Funeral Mist.

BarathrumHailstorm

HSTRMΧαμένο στη λήθη του χρόνου. Πρόκειται για το δεύτερο σχήμα (το πρώτο ήταν οι Necromantia) στην ιστορία του Black Metal με διπλό μπάσο. Αμφιλεγόμενο τότε, βοήθησε (υποθέτω) με τον εκκεντρικό ήχο του, σχήματα όπως οι Slagmaur αρκετά χρόνια αργότερα. Οι Φιλανδοί μοιάζει να ηχογράφησαν στις αποχετεύσεις της επαρχίας του Kuopio. Ένα mid ως και slow tempo βαλτώδες έλος γεμάτο αναθυμιάσεις μεθανίου για όλες τις μύτες. Το παράδοξο ήταν πως ενώ μοιάζει να παίζουν με χαλασμένα όργανα μέσα στη καρβουνόσκονη, έχουν στιγμές που φέρνουν σε τραγούδι και ίσως θυμάσαι αργότερα (In Darkness I Fly, Battlecry). Η παραγωγή/μίξη ήταν το μυστικό που οδήγησε κάποιους να τους βαφτίσουν ως και Black/Doom. Φανταστείτε σπηλιά και τον ηχολήπτη να έχει στήσει στη πρώτη πλατεία. Δίπλα του τύμπανα και δυο μπάσα πίσω από σταλαγμίτες. Αν το κάνατε εικόνα, βάλτε με το νου σας μικρή σήραγγα που οδηγεί σε δεύτερη πλατεία. Κάπου εκεί παίζουν riff, κιθάρες που σύρθηκαν μέχρι εδώ στην υγρή λάσπη. Τον Demonos Sova τον έχω φανταστεί να τραγουδά από πάνω, κρεμασμένος σα νυχτερίδα. Δεν είναι χωρατό, γιατί ο ρόλος του είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Μπορεί να έχει χρησιμοποιήσει τόνους εφέ αλλά είναι φανερό πως δούλεψε περισσότερο απ’ όλους, για να γεμίσει το album σπιθαμή προς σπιθαμή. Αν υπάρχει έμπνευση στα φωνητικά που τον έβγαλε σε αυτές τις όχθες, αυτή δεν είναι άλλη από τον απόγονο των Απάτσι It των Abruptum. Σε κομμάτια σαν το “Slavery and Delusion” μας κάνουν να χαμογελάμε για την εξαιρετική χρήση των διηγηματικών φωνητικών του Magus (Necromantia). Και μιας που ανέφερα τ’ όνομα αυτό ξανά, όταν μιλάμε για δυο μπασοραφές δίπλα τους πάει μονάχα τ’ όνομα Baron Blood (δεν το είχα σκεφτεί, αλλά γράφοντάς το εδώ, λέω πως τα δυο «B» δήλωναν πάντοτε τα δυο μπάσα). Το “Hailstorm” είναι ένα ιδιόρρυθμο κράμα με «τρομερά διασκεδαστικό» αποτέλεσμα και το σπουδαιότερο, με τα ελάχιστα των ελαχίστων ως υλικά. Δυστυχώς όμως το γήπεδο δεν είπε ούτε μια φορά τ’ όνομά του. Αλλά γι’ αυτό, ΦΤΑΙΝΕ μονάχα οι ίδιοι.

Μπινελίκι απ’ τα Βάραθρα: Είναι κρίμα να κάνεις demo period στην αυγή της ιστορίας, τέτοιο μπάσιμο, εξαιρετικό δεύτερο album (“Eerie”), αξιόλογο τρίτο (“Infernal”) και μετά να εγκαταλείπεις την ιδιαιτερότητά σου για μια εμπορική χλέπα. Το “Legions of Perkele” για όσους Νιώθουν, είναι μια παρωδία· heavy riffάκια, καθαρή παραγωγή και τελικά πλέμπα-metal album με ρεφρέν που στην καλύτερη το λες Extreme για powerάδες. Η πορεία τους από εκεί και πέρα καλύτερα να μείνει ασχολίαστη. Ωστόσο, κρατάμε σφιχτά τη πρώιμή ιστορία, για τις ενδιαφέρουσες ιδέες στον ήχο και για την cult αισθητική της.

τζιβάνεςModus Vivendi: Είμαστε σ’ εποχές που οι μουσικοί δεν μας αφήνουν σε ησυχία. Χτυπούν αδιάληπτα με νέο υλικό, που λογικό είναι, να μην έχει πάντα την ίδια έμπνευση. Αυτό μάλλον συμβαίνει και στο 8άρι “Decadance” του Hail Conjurer, που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο που μας πέρασε. Στην «προακρόαση» (θεϊκή διαδικασία, στην οποία πάντα ήθελα να συμμετέχω) είδα τη παραγωγή ν’ αλλάζει φαλκιδεύοντας τη ατμόσφαιρα του ντεμπούτου. Οι κιθάρες έχουν μοντέρνο ήχο και τα riff σχετικό ενδιαφέρον. Τα φωνητικά δεν λαμβάνουν ρόλους εκφραστικά και το ρυθμικό εξυπηρετεί πεπατημένες δίχως δελεαστικές δυσμορφίες. Τέλος, η αισθητική χάνει πλέον το μέτρο για το οποίο σας μίλησα, για να κάνει παρέα σε καμώματα των 10’s, τέτοια που μοιάζει να ξέχασαν τ’ άγια δισκοπότηρα του Black/Death και κοινώνησαν από stoner τζιβάνες. Κανονικά θα έπρεπε να τελειώσω το κείμενο λέγοντας: Καλώς ήρθες Hail Conjurer, στο καλό Hail Conjurer. Αλλά μ’ εντυπωσίασε το νέο κομμάτι (Apocalyptic) από το δεύτερο full-album “Erotic Hell” που είναι στα σκαριά και θα κυκλοφορήσει πριν το τέλος του μήνα. Μιλάμε για έναν Doom/Death παιάνα που θα μας γυρίσει πίσω σε ηρωικές στιγμές όπως οι Thergothon (Φιλανδοί και αυτοί, πατέρες του Funeral-Doom τους λένε σήμερα. Ταμπέλα που τους πίστωσαν στα 00’s γιατί το Doom/Death ήταν ντεμοντέ. ΣΤΟ ΓΕΡΟΔΙΑΟΛΟ). Θαυμάσιες μελωδίες στα πλήκτρα κι ερεβώδη αργόσυρτα φωνητικά που θα μας γεμίσουν ενέργεια μέχρι να ξεσπάσει με αλύπητο black metal, για να κοιμηθούμε ήσυχα περιμένοντας την συνέχεια του Φιλανδού με τις εξαιρετικές ιδέες.

http://www.bestialburst.com/

 

RKRD KLLKTR: Μεγάλη η χάρη της Παναγίας των Λύκων – Sainte-Marie Des Loups LP


Λόγω της θρησκευτικής ε(α)ορτής η ημέρα προσφέρεται για να επανέρθουμε στο Γαλλικό μονομελές σχήμα Sainte Marie Des Loups (“Παναγία των Λύκων”) επ’ευκαιρία της απόκτησης του ντεμπούτου τους σε βινύλιο, εγκαινιάζοντας έτσι μία θεματική ενότητα posts τα οποία θα εμβαθύνουν την φετιχιστική πλευρά μας όσον αφορά τα σκεύη της underground λατρείας.

Επί της μουσικής -όπως έγραψα στο Underground Kommandoz του Metal Hammer Ιανουαρίου 2019- ο δίσκος με συγκλόνισε και αναζοπύρωσε το πάθος μου για το Γαλλικό black metal. Στηρίζεται σε καταπληκτικά, μεγαλοπρεπή riffs Νορβηγικής κοπής και μία διαχρονική, πικρόχολη ατμόσφαιρα. Οι στίχοι αν και δεν είναι τυπωμένοι/διαθέσιμοι είναι ευδιάκριτοι για τους Γαλλομαθείς μέσω των εξόχως εκφραστικών φωνητικών, δίνοντας μία ακριβή εικόνα των βασανιστικών ψυχοτοπίων που τους ενέπνευσαν.

Πίσω στο θέμα μας, αφού έλιωσα την ψηφιακή έκδοση η οποία διατίθεται σε name-your-price βάση από το Bandcamp (όπως και το ντεμπούτο των Chambre Froide, της κυρίως μπάντας του μοναδικού μέλους των SMDL), βγήκα πριν μερικούς μήνες στο κυνήγι του βινυλίου.

Το πρόβλημα ήταν ότι η Αμερικάνικη Fallen Empire Records που το κυκλοφόρησε δεν υπάρχει πλέον και μη θέλοντας να παραγγείλω από Η.Π.Α. για να αποφύγω των σοδομισμό των τελωνείων για αντικείμενα αξίας μεγαλύτερης των 23€ (συμπεριλαμβανομένων των ταχυδρομικών!), πήρα σβάρνα τα Ευρωπαϊκά mailorders εξασφαλίζοντας τελικά ένα αντίτυπο της πρώτης κοπής.

Τα καλά νέα για εσάς είναι ότι έκτοτε η Γερμανική Amor Fati Productions στόκαρε τον επανομείναντα back catalogue  της FER και ξανάκοψε το Sainte Marie Des Loups σε 300 αντίτυπα.

Το βινύλιο είναι lo-fi όπως και η μουσική: ένα μαυροπράσινο jacket με την Παναγία στο εξώφυλλο χωρίς καν λογότυπο και την μυστηριώδη φωτογραφία του δημιουργού (κομπλέ με μαύρη ταινία να κρύβει τα μάτια) στο οπισθόφυλλο, μαζί με το track listing και την κάτωθι προσευχή αντί στίχων:

“μαύρη παρθένα, Παναγία των Λύκων, μητέρα της καταστροφής. Αναποδογύρισε τον κόσμο, εξέθεσε την γλίτσα του, αναποδογύρισε τους ανθρώπους, δείξε το κενό που τους κατατρώει.”

Αμήν.