Εισαγωγή – Back to (un)life
Η βασική μορφή του κάτωθι άρθρου γράφτηκε πριν το curfew. Ακόμα κι έτσι είχε ήδη καθυστερήσει αφού ήθελα να το δημοσιεύσω όσο το δυνατόν πιο κοντά στην κυκλοφορία του βινυλίου, στα μέσα Οκτωβρίου 2019 – πόσο μάλλον την στιγμή που η Coherent States ήταν αρκετά γενναιόδωρη ώστε να μας προμηθεύσει μία promo κόπια.
Στο μεταίχμιο της μνημειώδους συναυλίας των Ved Buens Ende (που απολαύσαμε όλοι οι KMMNDZ), υποσχόμουν ήδη ότι το post ήταν προ των πυλών…
Και όμως, ενώ γενικά εκτίμησα την συλλεκτική περίοδο της απαγόρευσης κυκλοφορίας η οποία πάτησε φρένο στους εξουθενωτικούς blast beat ρυθμούς της σύγχρονης ζωής, για κάποιο λόγο αυτό δεν ωφέλησε τα σχέδια γραψίματος μου (ούτε για τους Κομάντοζ, ούτε για το Legacy Future).
Παρ’ όλα αυτά και ρισκάροντας να ακουστούν προφάσεις εν αμαρτίαις, θεωρώ ότι αυτά που μεσολάβησαν κάνουν τον δίσκο και την παρούσα παρουσίαση ακόμα πιο επίκαιρα.
Όντως, ένα από τα θετικά της παραμονής στο σπίτι που προσωπικά απόλαυσα ήταν η δραματική μείωση του θορύβου στην πόλη. Έτσι μπορέσαμε πραγματικά να την αφουγκραστούμε, ειδικά τη νύχτα, ανακαλύπτοντας ακυκλοφόρητα αστικά soundscapes. Αυτό κόλλησε τέλεια με την field recordings διάσταση του “Sofia Says” στην οποία αναφέρομαι δεόντως.
To πνεύμα μου αλήτεψε
Θεωρώ ότι μία βασική κινητήρια δύναμη πίσω από την ενασχόληση με τη μουσική, είναι η επιθυμία να μοιραστείς.
Μεταξύ συντρόφων συλλεκτών/φετιχιστών αυτό περιλαμβάνει την επίδειξη των physical formats, την ανταλλαγή, αγοραπωλησία και ενίοτε δωρεά.
Μία πιο σπάνια περίπτωση κι εξόχως συλλεκτική στιγμή, είναι όταν έχοντας περάσει στην αντίπερα όχθη, ένας συλλέκτης προσφέρει την κυκλοφορία που έχει επιμεληθεί σε έναν άλλο.
Σε μία περίοδο που τα αναλογικά formats (βινύλιο, κασέτα) έχουν επανέρθει στη μόδα και η δισκογραφία γίνεται συχνά γραμμή παραγωγής σκοτώνοντας τον έρωτα (βλέπε δισκογραφικές που δε μπαίνουν καν στη διαδικασία να ακούσουν τα test pressings των επερχόμενων κυκλοφοριών τους και αφήνουν να κοπούν ελαττωματικά βινύλια), το ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι προσέχουν την παραμικρή λεπτομέρεια έτσι ώστε να κυκλοφορήσουν ότι καλύτερο μπορούν δεδομένων του budget και των συνθηκών, είναι κάτι το ανεκτίμητο κι ένα από τα σπάνια πράγματα που σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι όλα θα πάνε καλά.
Οι Coherent States είναι φίλοι και ήδη έχουν προσθέσει στη συλλογή μου αρκετές αξιοσυλλέξιμες κυκλοφορίες.
Το “Sofia Says” LP της Gaël Segalen είναι το μέχρι τώρα αποκορύφωμα της πορείας τους. Κυκλοφόρησε αρχικά σε κασέτα στις αρχές του 2019 και πέρυσι το φθινόπωρo κόπηκε σε βινύλιο σε συνεργασία με την καλλιτέχνιδα.
Μην έχοντας ακούσει/δει την κασέτα, το εξώφυλλο με κέρδισε αμέσως. Το κόκκινο χρώμα υποδηλώνοντας αυτοπεποίθηση όταν φοριέται από ανθρώπους αλλά και από βινύλια, ανακάλυψα με ένα επιφώνημα ευχαρίστησης ότι επεκτεινόταν μέσα στη συσκευασία με το κόκκινο βαρύ LP στα 180g, το οποίο ντύνεται από ένα από τα ελάχιστα κόκκινα inner sleeves που έχουν πέσει στα χέρια μου. Πρόκειται ουσιαστικά για μία λεπτομέρεια με την οποία ένας συλλέκτης κλείνει το μάτι σε έναν άλλο…
Με αυτή την αίσθηση πληρότητας από την minimal αλλά ταυτόχρονα πληθωρική συσκευασία – σημειώστε ότι από την promo κόπια μας έλειπε η καρτ ποστάλ η οποία συνοδεύει τα 50 πρώτα αντίτυπα τα οποία διατίθενται κατ’ ευθείαν από την Coherent States, η ακρόαση μπόρεσε να ξεκινήσει κάτω από βέλτιστες συνθήκες.
Το ότι στο χαρτί πρόκειται για αφηρημένη, ambient, πειραματική μουσική βασισμένη σε field recordings, αποτελεί μία περιγραφή η οποία μπορεί να σημαίνει τα πάντα και τίποτα.
Παρ’ όλα αυτά σε προσωπικό επίπεδο ήμουν θετικά προδιατεθειμένος, αφού:
α) τα field recordings είναι από τις αγαπημένες μου μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης – πηγαίνοντας πίσω στο “Cairn” τετραπλό CD των Tribes Of Neurot το οποίο άλλαξε πολλά για μένα και ουσιαστικά με ενέπνευσε να ξεκινήσω τους Kommpound,
β) η Gaël Segalen είναι Γαλλίδα και μάλιστα Παριζιάνα!
Ο συνδυασμός των δύο στο μυαλό μου με τηλεμεταφέρει σε έναν συγκεκριμένο χωροχρόνο, πίσω στις αρχές 90’s σε ένα μέρος που θα εξελισσόταν σε ένα από τα αγαπημένα μου αστικά spots: την Cité des Sciences et de l’Industrie. Όντως, όταν περιπλανιέσαι μέσα στο πάρκο που περιβάλλει τους εκθεσιακούς χώρους και την βιβλιοθήκη πολυμέσων, και μέσα στο οποίο υπάρχει –ανάμεσα στ’άλλα- κι ένα ολόκληρο υποβρύχιο (!), κολλάς όταν διαπιστώνεις ότι σε ανύποπτα σημεία διαχέονται ambient ήχοι…

O Αργοναύτης (S636), το υποβρύχιο που εκτίθεται μέσα στην Cité des Sciences et de l’Industrie
Αυτή η μίξη των ήχων της πραγματικότητας (είτε αυτή είναι η αστική καθημερινότητα, είτε η φύση), με extra –ηλεκτρονικούς ή αναλογικούς- ήχους είναι στην καρδιά αυτού που κάνει η Gaël και άλλοι ομοϊδεάτες καλλιτέχνες.
Το αποτέλεσμα είναι ταυτόχρονα αναπόφευκτα οικείο αλλά και αλλόκοτο. Για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του παλιού συντρόφου στα Razor/Hammer Αποστόλη Κουρτογιάννη, φέρνει στο μυαλό απόβαση εξωγήινων…
Εκτός από τον ποιότητα των αυθεντικών field recordings αλλά και του performance, κάτι που κάνει το “Sofia Says” να ξεχωρίζει είναι ότι τα ευκολομνημόνευτα σημεία που μένουν μετά την ακρόαση, επιπλέον από τις αναμενόμενες δονήσεις που αφήνει οποιοδήποτε υλικό είναι περισσότερο βασισμένο σε ηχοτοπία παρά σε διακριτά μουσικά θέματα. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το drone riff με το οποίο ξεκινάει το “Like Warehouse” και η πρώτη πλευρά.
Μέσα από την σύνθετη και γενναιόδωρη τέχνη που αναβλύζει εδώ, οι Γαλλόφιλοι θα βρουν την χάρη και την ακρίβεια στην έκφραση που χαρακτηρίζει την συγκεκριμένη κουλτούρα και την οποία -δυστυχώς ή ευτυχώς- για να εκτιμήσεις πλήρως πρέπει να έχεις βιώσει την γλώσσα, τους ανθρώπους και την χώρα.
Οι υπόλοιποι θα αρκεστούν στην κρυστάλλινη γοητεία του τρόπου με τον οποίο φιλτράρει την πραγματικότητα μία μεγάλη καλλιτέχνιδα. Αυτό είναι ήδη αρκετό.
Λεπτομέρειες για βινυλιο-σπασίκλες




Υπήρξε μια εποχή (mid/late 00’s-early 10’s) που το Depressive Black Metal ήταν πολύ δυνατό. Θα μπορούσαμε να πούμε πως έφτασε να θεωρηθεί ακόμα και ξεχωριστό sub-genre. Κάποιος μάλιστα είχε φτιάξει και το Depressive Black Metal blog, που αποδείκνυε του λόγου το αληθές. Δυο «ιστορίες» μου έρχονται στο μυαλό, σχετικά με αυτή τη μουσική διαδρομή από εκείνη την εποχή. Θυμάμαι τον φίλο μου Ηρακλή {[(χωρίς να έχει ακριβώς αυτό το γούστο [οπαδός tool, από αφετηρία, (δε κρατήθηκα!)]} να μου λέει πως κατέβαζε κάνα βράδυ, album από εκείνο το Blog. Ήξερε τι θα βγει σε λίγο από τα ηχεία του. Δεν έψαχνε το καλό σχήμα με τις εξαιρετικές ιδέες, αλλά το ύφος, τον ήχο και την ατμόσφαιρα που θα του έδιναν τα δεδομένα μοτίβα. Θυμάμαι ακόμα τον Τόλη, στο black metal αφιέρωμα του Metal Hammer (τεύχος Νο 299, 11/2009), να λέει αναφερόμενος στο Suicidal/Depressive Black Metal: «Αυτό-ακρωτηριασμός, παραίτηση, αυτοκτονικές τάσεις και πεσιμισμός που κάνει τον Schopenhauer να μοιάζει με τον.. Walt Disney».
Η ιστορία των Γερμανών Impavida από τη Βεστφαλία δεν είναι μεγάλη και δεν έχει κάποιο πιπεράτο ενδιαφέρον, αλλά έφερε τότε, κοντά με το καταπληκτικό Logo, ένα ώριμο γεμάτο συναισθήματα ντεμπούτο. Εδώ βασιλεύει μια ιδιότυπη ηρεμία, τουλάχιστον στον δικό μου ψυχισμό. Σαν συναίσθημα μοιάζει με την ανακούφιση που νιώθεις μετά από αναπάντεχη τρομάρα ή λίγο μετά το ξύπνημα από έναν απόκοσμο εφιάλτη. Ο τίτλος του album λειτουργεί σαν υποβλητικό εργαλείο, αλλά θα πρέπει να ενδώσεις για να δουλέψει μέσα σου. Θα δεχθείς να συνάψεις και πάλι εκείνη τη παλιά συμφωνία. Μια συμφωνία που θα μπορούσε να θεωρηθεί και ηθελημένη αφέλεια. Ξέρω πως μεγάλωσες και δεν είναι πρέπων ν’ αφεθείς σε όνειρα σαν είσαι ξυπνητός. Μη κουμπώνεσαι, θα’ ναι για λίγο.
Οι συναισθηματικές αποχρώσεις της αθώας περιήγησης που ξεκινούν από την πύλη της πρώτης κοπής σε cd και διαβαίνουν τις καμάρες του υπόγειου, στη φετινή επανέκδοση σε Lp, δεν εμπεριέχουν τρόμο σε πρώτη ανάγνωση. Βαδίζοντας όμως σε τέτοια μέρη, θα περάσεις μια συναισθηματική γκάμα που τον κοντεύει. Θα μπορούσε να ιδωθεί μέσα από τις αναταράξεις του θυμικού που συνοδεύουν τη λέξη «δέος» και το μάγκωμα που επιφέρει στον ψυχισμό το ανεξερεύνητο μέρος, εν προκειμένω ένα εγκαταλελειμμένο μέγαρο ή ακόμα καλύτερα ένα μαυσωλείο. Βαδίζοντας σ’ ανεξερεύνητα μέρη, κάνεις μια αθώα περιήγηση στο σκοτάδι, που το πιθανότερο είναι να μην εμπεριέχει τίποτε. Είναι όμως το χειρότερο μέρος για όποιον κουβαλά, από παιδί, διεγερμένο φαντασιακό. Κάπως έτσι μπορούν να ζωντανέψουν ανείπωτοι τρόμοι, που ζουν μονάχα στο δικό σου μυαλό. Ωστόσο, είπαμε το πιθανότερο είναι να μην υπάρχει τίποτε άλλο πέρα από εικόνες ερήμωσης, που μαθηματικά οδηγούν τη διάθεση στον τριγμό της απόγνωσης. Η απόγνωση αυτή δεν έχει να κάνει με το συναίσθημα που από λίγο ως πολύ όλοι μας έχουμε βιώσει κοινωνικά. Είναι κάτι διαφορετικό και το μόνο που μπορώ να κάνω για να σας το θυμίσω, είναι να ξυπνήσω (αν υπάρχει ακόμα) έναν πολύ παλιό φόβο. Όταν κάποτε είσαστε μικροί και οι γονείς σας άφηναν για λίγο μόνους στο σπίτι. Ένας μεγάλος κόσμος για έναν μικρό εαυτό, ικανός να μετατρέψει το παχνί της ασφάλειας σε τόπο μαγικό.
Στη πρώτη φράση του “Demons’ Eerie Flutes Accompany with the Decay of Corpses Defiled” ο Dennis Blomberg φωνάζει “Rusalka, spirit of water;”. Το όνομα αυτό προέρχεται από την Σλάβικη μυθολογία. Στις περισσότερες εκδοχές Rusalka είναι ένα νεκρό πλάσμα που δεν έχει βρει γαλήνη. Άτομα που πεθαίνουν βίαια και πρόωρα μετατρέπονται σε Ρουσάλκι. Η μυθολογία έβαλε τη γυναίκα ως κεντρικό πρόσωπο σε αυτή την ιστορία, γιατί η καταπίεση που δεχόταν ιστορικά οδήγησε αρκετά νεαρά κορίτσια ν’ αυτοκτονήσουν επειδή ήταν ανύπαντρες εγκυμονούσες. Σαφώς, η ποιητική προτίμηση θα έφερνε πιο μπροστά στη διήγηση όσες προδόθηκαν από τους εραστές τους και αφαίρεσαν τη ζωή τους. Η αλήθεια ωστόσο ήταν ωμή και ακραιφνώς κοινωνική. Rusalka είναι η οπτασία της ψυχής μιας νεαρής γυναίκας που πέθανε κοντά σε ποτάμι ή λίμνη και στοίχειωσε το μέρος. Θα της επιτραπεί να αναπαυθεί εν ειρήνη, μόνο αν πάρει εκδίκηση για το θάνατό της. Αν και η πρωταρχική της κατοικία είναι ο τόπος που έπεφτε νεκρή, έβγαινε από τα νερά τις νύχτες, σκαρφάλωνε σ’ ένα δέντρο και τραγουδούσε. Ακόμα μπορεί να καθόταν στις όχθες του ποταμού και να χτένιζε τα μαλλιά της ή να χόρευε μαζί με άλλες ρουσάλκι στα χωράφια. Η περιγραφή της έχει ως κεντρικό σημείο της μη-ορατές (μαύρες) ίριδες των ματιών της, που σχημάτιζαν μαζί με την κόρη έναν ενιαίο μαύρο κύκλο στον κατάλευκο βολβό των ματιών της. Ήταν υπερβολικά χλωμή με διάφανη επιδερμίδα και χρυσά ή πράσινα βρεγμένα μαλλιά. Δεν μπορούσε να υπάρξει πολύ εκτός νερού, γι’ αυτό είχε πάντοτε μαζί της ένα χτένι. Κάθε φορά που το χρησιμοποιούσε επικαλούνταν το υδάτινο στοιχείο, πάροχο της μεταθανάτιας ενέργειας μέχρι να ολοκληρώσει τον διακαή πόθο, την εκδίκηση. Σύμφωνα με κάποιους μύθους, αν στέγνωναν τα μαλλιά μιας Rusalka θα «πέθαινε» δίχως να έχει ολοκληρώσει το σκοπό της λύτρωσης. Τα πνεύματα ρουσάλκι προέρχονταν και από τα αβάπτιστα μωρά, συνήθως εκτός γάμου, που γι’ αυτό τον λόγο πνίγηκαν από τις μητέρες τους. Στην τελευταία εκδοχή, αυτά θα έπρεπε να εκδικηθούν τη μητέρα που τα φόνευσε.
Πέρασαν έντεκα χρόνια από το ντεμπούτο και οι Impavida επιστρέφουν στα κόκκινα, κοιτώντας με ειλικρίνεια τον ακροατή. Πρόσκληση, σ’ όποιον θέλει να καλπάσει μαζί τους σε μοντέρνους αλλά -ακόμα- true ορίζοντες. Ξεκινώντας από την αναφορά εκ προοιμίου, την πυγμή, το ύφος τους μοιάζει περισσότερο με τη Suicidal Black Metal λογική. Αν θέλουμε να βάλουμε ένα σημείο διαχωρισμού ανάμεσα στο Suicidal και το Depressive, είναι η χρήση ταχύτητας συν ένας extra οδυρμός στα φωνητικά, που ορισμένες φορές ξεπερνά τα εσκεμμένα μελαγχολικά (ψυχικά) τοπία πιάνοντας τις ανηφοριές της οργιαστικής μέθης για φρίκη. Αυτό ακριβώς συμβαίνει κι εδώ. Οι Γερμανοί όμως δεν επέστρεψαν μ’ έναν τυπικό δίσκο για να πάρουν τη θέση τους στα χαρακώματα της απαλεψιάς. Τα εξαιρετικά riff δημιουργούν έναν χαοτικό στρόβιλο μέσα στον οποίο ο νεόφερτος «τραγουδιστής» (εκ των Η.Π.Α) που φέρει το ψευδώνυμο “He, Who Walketh the Void” θα ουρλιάξει αβασάνιστα, δίχως περισπασμό. Στην ακατάπαυστη πορεία οι κιθάρες λιμνάζουν με άριστο τρόπο. Αρχικά μ’ ελαχιστοποίηση της ταχύτητας που σε κάνουν να νιώθεις πως θα ξαναπιάσουν πορείες, μα τελικά με άρτιες μελωδίες ομοιόμορφα μέσα στη ροή. Δεν αργεί όμως να ξεκινήσει και πάλι το κρεσέντο, μ’ εξαιρετικά riff που δημιουργούν όλους εκείνους τους χρωματισμούς που θα λειάνουν όσο χρειάζεται τον ακιδωτό χαρακτήρα της προσπάθειας, βρισκόμενα πίσω από κάθε στροφή της σφοδρής δίνης που σχηματοποιεί η μουσική με τα φωνητικά. Στις επιρροές δεν είναι (ευτυχώς) οι πρόσφατοι Lantlôs (μέχρι και το “.Neon” μετράνε) του έτερου Καππαδόκη Markus Siegenhort (ex-Impavida). Ωστόσο, υπάρχουν riff που μπορεί να θυμίσουν τους Sun Worship στο “Elder Giants” ή τους Αμερικάνους Barbelith του “Mirror Unveiled” (πολύ ενδιαφέρον post/black metal με απρόσμενη δύναμη για το συγκεκριμένο sub-genre και αξιοπρόσεκτες τεχνικές αρετές) όπως οι ίδιοι αναφέρουν με τόλμη (όταν είσαι λίγο πιο παλιός και βάζεις ως έμπνευση κάποιον νεότερο, μετράς διπλά). Παράλληλα όσο αναφορά την έμπνευση στη harsh πλευρά της μουσικής του, ο Dennis υπέδειξε τα “Banished From Time“ του
Τέλος, το ιδιαίτερο εξώφυλλο του Stephen Wilson (Porcupine Tree) ο οποίος περιγράφει τη δουλειά του μέσα από το τρίπτυχο των φράσεων “Self negation, life and death, creation and destruction” είναι εδώ για να εκφράσει τους δύο αντίθετους πόλους. Το σώμα είναι χωρισμένο σε δυο μέρη, το ένα εκπροσωπεί την συντήρηση και το άλλο την καταστροφή της ζωής. Υπάρχει μια εξαιρετική χρήση του λευκού και του γκρίζου, στον μαύρο καμβά, με την ανθρώπινη σιλουέτα όμως να μη βγάζει το ακριβές συναισθηματικό πλαφόν που θα επιθυμούσα. Υπάρχει ωστόσο ένα ακόμα σχέδιο του Wilson στο in-lay (που βλέπετε εδώ στ’ αριστερά) και θα έλεγα πως ενώ δεν εμπίπτει στο concept του album, βγάζει περισσότερα συναισθήματα που εξυπηρετούν το ύφος.
Υπάρχουν αρκετά Depressive/suicidal black metal project που μπορείς ν’ απολαύσεις εν είδη soundtrack. Ο τρόπος δεν αναιρεί το ύφος, ωστόσο το συγκεκριμένο sub-genre είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που μπορεί να λειτουργήσει άψογα ως ambient κατευόδιο, ειδικότερα τις πρωινές ώρες πριν τη χαραυγή. Στις δικές μου ακροάσεις το ντεμπούτο του Veineliis “Strained Movements Towards Imminent Death” που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά (2008) με το ντεμπούτο των Impavida έχει ακριβώς αυτό τον ρόλο. Ο Γερμανός από το Schwedt του Brandenburg σχηματίζει μελωδικά noise walls σε mid/slow tempos κι έπειτα δυναμιτίζει την πλοκή τους με ταχύτητες αλλά και αντιστρόφως. Η διαδικασία είναι κυκλική και σα καταλάβεις τι ακριβώς κάνει ίσως φανεί κι επιληπτική. Οι τίτλοι των κομματιών, κάποιοι στίχοι στ’ αγγλικά και τα liner notes στο Lp δίνουν περισσότερα σημεία για εμβάθυνση φτάνοντας τον ακροατή ως και τη συνοδοιπορία με τον καλλιτέχνη (π.χ “When Euphoria Turns into Despair”, “Indifference and Disdain”). Συναισθηματικά υπάρχει ένα καταθλιπτικό σύννεφο που κινείται απειλητικά, ως ζοφερό πέπλο διαφοροποίησης του ψυχισμού σου. Εξαρτάται όμως από το ποιος είναι ο δέκτης. Προσωπικά, νιώθω αυτό το album σαν ενήλικο χουζούρεμα. Γνωρίζω πως είναι περίεργος αυτός ο χαρακτηρισμός, αλλά σ’ ένα μυαλό/ψυχισμό που δεν βρίσκεται στο τέλμα της ψυχολογικής πίεσης, το νοητικό/συναισθηματικό γινόμενο μπορεί να είναι πολύ διαφορετικό από τον σκοπό του καλλιτέχνη. Στα παραπάνω συνηγορεί και το γουργουρητό που κάνουν τα riff σε συνδυασμό με τον ήχο στα τύμπανα, που μοιάζει σα καρδιακός σφυγμός και αποκαλύπτει τους κλυδωνισμούς της διάθεσης που θέλει να σε ταξιδέψει.

Στην δεύτερη πλευρά έχουμε μία συμπαγή οντότητα: τα 6 κομμάτια τα οποία αναφέρονται σαν “The Armageddon Blues Sessions” και τα οποία έχουν συμπεριληφθεί σε διάφορες κυκλοφορίες.
a guarantee. Now I don’t care if you’re the pope of Rome, President of the United States or Man of the Year; somethin’ can all go wrong. Now go on ahead, y’know, complain, tell your problems to your neighbor, ask for help, ‘n watch him fly. Now, in Russia, they got it mapped out so that everyone pulls for everyone else… that’s the theory, anyway. But what I know about is Texas, an’ down here… you’re on your own.





Χαμένο στη λήθη του χρόνου. Πρόκειται για το δεύτερο σχήμα (το πρώτο ήταν οι Necromantia) στην ιστορία του Black Metal με διπλό μπάσο. Αμφιλεγόμενο τότε, βοήθησε (υποθέτω) με τον εκκεντρικό ήχο του, σχήματα όπως οι Slagmaur αρκετά χρόνια αργότερα. Οι Φιλανδοί μοιάζει να ηχογράφησαν στις αποχετεύσεις της επαρχίας του Kuopio. Ένα mid ως και slow tempo βαλτώδες έλος γεμάτο αναθυμιάσεις μεθανίου για όλες τις μύτες. Το παράδοξο ήταν πως ενώ μοιάζει να παίζουν με χαλασμένα όργανα μέσα στη καρβουνόσκονη, έχουν στιγμές που φέρνουν σε τραγούδι και ίσως θυμάσαι αργότερα (In Darkness I Fly, Battlecry). Η παραγωγή/μίξη ήταν το μυστικό που οδήγησε κάποιους να τους βαφτίσουν ως και Black/Doom. Φανταστείτε σπηλιά και τον ηχολήπτη να έχει στήσει στη πρώτη πλατεία. Δίπλα του τύμπανα και δυο μπάσα πίσω από σταλαγμίτες. Αν το κάνατε εικόνα, βάλτε με το νου σας μικρή σήραγγα που οδηγεί σε δεύτερη πλατεία. Κάπου εκεί παίζουν riff, κιθάρες που σύρθηκαν μέχρι εδώ στην υγρή λάσπη. Τον Demonos Sova τον έχω φανταστεί να τραγουδά από πάνω, κρεμασμένος σα νυχτερίδα. Δεν είναι χωρατό, γιατί ο ρόλος του είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Μπορεί να έχει χρησιμοποιήσει τόνους εφέ αλλά είναι φανερό πως δούλεψε περισσότερο απ’ όλους, για να γεμίσει το album σπιθαμή προς σπιθαμή. Αν υπάρχει έμπνευση στα φωνητικά που τον έβγαλε σε αυτές τις όχθες, αυτή δεν είναι άλλη από τον απόγονο των Απάτσι It των Abruptum. Σε κομμάτια σαν το “Slavery and Delusion” μας κάνουν να χαμογελάμε για την εξαιρετική χρήση των διηγηματικών φωνητικών του Magus (Necromantia). Και μιας που ανέφερα τ’ όνομα αυτό ξανά, όταν μιλάμε για δυο μπασοραφές δίπλα τους πάει μονάχα τ’ όνομα Baron Blood (δεν το είχα σκεφτεί, αλλά γράφοντάς το εδώ, λέω πως τα δυο «B» δήλωναν πάντοτε τα δυο μπάσα). Το “Hailstorm” είναι ένα ιδιόρρυθμο κράμα με «τρομερά διασκεδαστικό» αποτέλεσμα και το σπουδαιότερο, με τα ελάχιστα των ελαχίστων ως υλικά. Δυστυχώς όμως το γήπεδο δεν είπε ούτε μια φορά τ’ όνομά του. Αλλά γι’ αυτό, ΦΤΑΙΝΕ μονάχα οι ίδιοι.
Modus Vivendi: Είμαστε σ’ εποχές που οι μουσικοί δεν μας αφήνουν σε ησυχία. Χτυπούν αδιάληπτα με νέο υλικό, που λογικό είναι, να μην έχει πάντα την ίδια έμπνευση. Αυτό μάλλον συμβαίνει και στο 8άρι “Decadance” του Hail Conjurer, που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο που μας πέρασε. Στην «προακρόαση» (θεϊκή διαδικασία, στην οποία πάντα ήθελα να συμμετέχω) είδα τη παραγωγή ν’ αλλάζει φαλκιδεύοντας τη ατμόσφαιρα του ντεμπούτου. Οι κιθάρες έχουν μοντέρνο ήχο και τα riff σχετικό ενδιαφέρον. Τα φωνητικά δεν λαμβάνουν ρόλους εκφραστικά και το ρυθμικό εξυπηρετεί πεπατημένες δίχως δελεαστικές δυσμορφίες. Τέλος, η αισθητική χάνει πλέον το μέτρο για το οποίο σας μίλησα, για να κάνει παρέα σε καμώματα των 10’s, τέτοια που μοιάζει να ξέχασαν τ’ άγια δισκοπότηρα του Black/Death και κοινώνησαν από stoner τζιβάνες. Κανονικά θα έπρεπε να τελειώσω το κείμενο λέγοντας: Καλώς ήρθες Hail Conjurer, στο καλό Hail Conjurer. Αλλά μ’ εντυπωσίασε το νέο κομμάτι (


You must be logged in to post a comment.